Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times (που υπογράφει ο Πίτερ Οντέλ, Επίτιμος Καθηγητής Ενεργειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Erasmus του Ρότερνταμ), τα πρόσφατα υψηλά επίπεδα των τιμών του πετρελαίου έχουν μικρή σχέση τόσο με την μακροπρόθεσμη τιμή του εμπορεύματος όσο και με οποιαδήποτε προσδοκία αύξησης της ζήτησης πετρελαίου στο άμεσο μέλλον. Από την πλευρά των αποθεμάτων, το αργό πετρέλαιο, αν είχε παραμείνει στη μισή σχεδόν τιμή από αυτή στην οποία βρίσκεται σήμερα, θα εξασφάλιζε τη διαθεσιμότητα βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Σε βραχυπρόθεσμο μεν επίπεδο, οι παραγωγικές δυνατότητες είναι ήδη επαρκείς και μπορούν να εξελιχθούν αρκετά γρήγορα, ενώ σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, η αναλογία των παγκόσμιων αποθεμάτων προς την παραγωγή έχει σημειώσει ρεκόρ σχεδόν 45 ετών. Άλλωστε, 37 τεράστια νέα κοιτάσματα ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1990, προσφέροντας συνολικά περίπου 37 δις βαρέλια πετρελαίου, καταδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει άμεσος φόβος εξάντλησης των πετρελαικών αποθεμάτων. Επιπλέον, το πετρέλαιο όχι μόνο χρησιμοποιείται πλέον με πιο αποδοτικό τρόπο, αλλά έχει αρχίσει να αντικαθίσταται και από άλλες πηγές ενέργειας, και κυρίως από το φυσικό αέριο. Οι προοπτικές για μία επανάκαμψη της παγκόσμιας πετρελαικής χρήσης είναι ελάχιστες, καθώς οι μηδενικοί ή αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης στις ανεπτυγμένες χώρες αντισταθμίζουν την αυξημένη χρήση πετρελαίου από τις χώρες του ΟΠΕΚ, την Κίνα και την Ινδία. Όπως αναφέρει το εν λόγω δημοσίευμα, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αναλυτές «πέφτουν έξω» όταν αποδίδουν τις υψηλές τιμές του πετρελαίου στην αυξανόμενη ζήτηση, σε έναν κόσμο πραγματικής ή μελλοντικά πιθανής σπανιότητας πετρελαίου. Η βαθύτερη εξήγηση για τις τιμές αυτές, βρίσκεται στις συνέπειες της κρίσης που υπέστη η πετρελαική αγορά, κατά την περίοδο 1997-98, οι οποίες απείλησαν όχι μόνο τις οικονομίες των κρατών-μελών του ΟΠΕΚ, αλλά, επίσης, την πολιτική και οικονομική σταθερότητα της Ρωσίας και την πετρελαική βιομηχανία των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ χρειάστηκε να επέμβουν, «εξαγοράζοντας» την επιθυμία και τα σχέδια των 3 σημαντικότερων πετρελαιοπαραγωγών χωρών του ΟΠΕΚ (Σαουδική Αραβία, Ιράν και Βενεζουέλα) να επεκτείνουν την παραγωγή τους και το μερίδιό τους στην αγορά. Χρησιμοποιώντας την αναμφισβήτητη ηγεμονία τους στο πετρελαικό σύστημα, οι ΗΠΑ στήριξαν τις τιμές στα επίπεδα που ο ΟΠΕΚ επιθυμούσε (22-28 δολάρια ανά βαρέλι). Αυτή ήταν και η πρώτη φορά, κατά την οποία υπήρξε συνεργασία μεταξύ του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) και του ΟΠΕΚ, που μέχρι πρότινος ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον. Η κοινή παρακολούθηση των σχέσεων προσφοράς – ζήτησης κατάφερε να αποκαταστήσει γρήγορα και αποτελεσματικά τη σταθερότητα της αγοράς, εντός του προτιμητέου εύρους των τιμών. Τα πολιτικά γεγονότα, ωστόσο, που ακολούθησαν – ειδικά η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 και η απόφαση της Ουάσινγκτον να εισβάλλει στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ – κατέστρεψαν τα θεμέλια, στα οποία είχε χτιστεί η συμφωνία, στην διεθνή αγορά πετρελαίου. Τα βασικά αίτια που οδήγησαν εκεί, ήταν η ολοκληρωτική σχεδόν εξάλειψη των πετρελαικών εξαγωγών του Ιράκ, αλλά και η υπονόμευση των ισχυρών δεσμών μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας. Την τάξη που είχε δημιουργηθεί, αντικατέστησαν οι συνεχείς διαφωνίες, ακόμα και η ανταλλαγή ύβρεων, ανάμεσα στον ΟΠΕΚ και τον ΙΕΑ. Αυτή είναι και η αναπόφευκτη σύγχυση που δημιουργείται, στα πλαίσια μιας αποδιοργανωμένης πλέον αγοράς, η οποία οδήγησε στην πρόσφατη αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Η αύξηση, ωστόσο, αυτή θα ακολουθηθεί πιθανότατα από μία κατάρρευση των τιμών, που σημαίνει ότι το εύρος τους θα κυμανθεί ενδεχομένως από 10 έως 50 δολάρια ανά βαρέλι, για το υπόλοιπο της δεκαετίας. Σε αυτά τα πλαίσια, η παρατεινόμενη αστάθεια στις τιμές του πετρελαίου και τα προβλήματα ασφαλείας των αποθεμάτων και των πετρελαικών αγορών φαίνονται αναπόφευκτα. Μία εκ των συνεπειών, θα είναι η μείωση της προσφοράς του πετρελαίου στην παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια, κάτι που θα προκαλέσει προβλήματα στους εξαγωγείς πετρελαίου. Μία ευκαιρία για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος, σύμφωνα με το δημοσίευμα των Financial Times, αποτελεί το Διεθνές Ενεργειακό Φόρουμ που θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη εβδομάδα, και που ίσως καταφέρει να προωθήσει κάποιες ιδέες για τη σταθεροποίηση των τιμών στα 25-32 δολάρια ανά βαρέλι. (Από τους Financial Times, 14/05/2004)