του Ευθ. Π. Πέτρου
Μετά τις εξαγγελίες των Βρυξελλών, όπου οι υπουργοί Αμύνης Ελλάδος και Τουρκίας συνεφώνησαν αμοιβαία μείωση των κονδυλίων που δαπανώνται για εξοπλιστικά προγράμματα θα πρέπει να αξιολογήσουμε την τουρκική στάση, με βάση τα πραγματικά δεδομένα. Παρά την καλλιέργεια ενός κλίματος ελληνο-τουρκικής προσεγγίσεως δεν βλέπουμε, στον στρατιωτικό τομέα, την Άγκυρα να προβαίνη σε ειλικρινείς χειρονομίες καλής θελήσεως. Απεναντίας, αν κοιτάξουμε τα πράγματα πιο προσεκτικά, θα αναδυθή μπροστά μας η παλαιά γνωστή τακτική της Τουρκίας, η οποία επιδιώκει να εξασφαλίση ανταλλάγματα και για κινήσεις τις οποίες ούτως ή άλλως θα έκανε. Εν προκειμένω για μειώσεις στις οποίες είναι υποχρεωμένη να προβή εξ αιτίας της κακής οικονομικής της καταστάσεως και όχι λόγω του ότι πιστεύει ειλικρινά στην προσέγγιση με την Ελλάδα. Τα προγράμματα, η περικοπή των οποίων ανεκοινώθη από τον Τούρκο υπουργό Αμύνης Βεζντί Γκιουνούλ, είναι αυτά, που εδώ και χρόνια καρκινοβατούν. Τα προγράμματα ελικοπτέρων, αρμάτων μάχης και μαχητικών αεροσκαφών. Όσον αφορά στα ελικόπτερα, το φιλόδοξο πρόγραμμα που απέβλεπε στην εξασφάλιση μέσων για την αεροκίνηση του μεγαλύτερου μέρους των τουρκικών χερσαίων δυνάμεων, έχει εξαγγελθή από 15ετίας και έκτοτε πολύ μικρό μέρος του έχει υλοποιηθή. Κατά καιρούς το πρόγραμμα αναθεωρείται, μειώνεται, εξαγγέλλεται εκ νέου και, ούτε λίγο ούτε πολύ για τις ενδιαφερόμενες εταιρίες έχει καταστή συνώνυμο της αναξιοπιστίας. Όσο για τα άρματα μάχης, το πρόγραμμα ξεκίνησε σχεδόν την ίδια εποχή με το αντίστοιχο ελληνικό. Αν και ούτε στην Ελλάδα οι σχετικές διαδικασίες φημίζονται ως ταχείες, εφθάσαμε σε υπογραφή των σχετικών συμβάσεων προ διετίας περίπου και η υλοποίησις συνεχίζεται, παρά τις εισαγγελικές παρεμβάσεις. Στην Τουρκία δεν έχει γίνει ούτε καν πλήρης αξιολόγησις των υποψηφίων αρμάτων. Πρέπει δε, να υπογραμμισθεί ότι είναι πολύ αμφίβολο, αν το θεωρούμενο ως φαβορί Leopard 2A5 (το οποίο έχει επιλεγή και από την Ελλάδα) θα λάβη άδεια εξαγωγής από την γερμανική κυβέρνηση. Είναι γνωστό ότι, με δεδομένη την στάση της Τουρκίας στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το συγκυβερνούν κόμμα των Πρασίνων στη Γερμανία έχει καταστήσει σαφή την αντίθεση του στην πώληση των αρμάτων. Τέλος για το μαχητικό αεροσκάφος, κατ’ αρχήν δεν υπάρχει βιασύνη από τουρκικής πλευράς, δεδομένου ότι και η Ελλάς έχει αναγγείλει καθυστέρηση του σχετικού προγράμματος. Η ελληνική απόφασις αναμένεται “μετά το 2004” και ως εκ τούτου, ένδειξη προθέσεων αναμένουμε στο τέλος του μηνός με την αναθεώρηση του πενταετούς. Η Τουρκία βεβαίως, έχει ήδη τοποθετηθή στην κοινοπραξία του υπό ανάπτυξη αμερικανικού JSF. Και από αυτή την πλευρά βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από την Ελλάδα. Δυστυχώς η Αεροπορία μας, είναι η μοναδική σύγχρονης χώρας, που δεν έχει σχεδιασμό για το μέλλον της. Που δεν έχει ενταχθή σε κάποια ομάδα χωρών που αναπτύσσει μαχητικό αεροσκάφος για το μέλλον. Πάντως το JSF, με τους πλέον αισιόδοξους υπολογισμούς δεν θα είναι διαθέσιμο για τα μέλη της κοινοπραξίας προ του 2012. Συνεπώς και στην περίπτωση αυτή, η αναβολή που “προσφέρει” η Τουρκία, επί της ουσίας, δεν της κοστίζει τίποτε. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορούμε να σταθμίζουμε σωστά τα πράγματα, λέγοντας ότι η Τουρκία περικόπτει προγράμματα δέκα δις δολαρίων και η Ελλάδα δύο. Τα δύο δις της Ελλάδος έχουν πολύ μεγαλύτερο βάρος από τα δέκα της Τουρκίας. Πρέπει αυτό να το τονίσουμε προκειμένου να ανατρέψουμε την αντίληψη που επικρατεί περί ισορροπίας δυνάμεων, σύμφωνα με την οποία πρέπει όσα τεμάχια από το ένα ή το άλλο σύστημα διαθέτη η μία πλευρά, αντίστοιχα να έχη και η άλλη. Αυτό όχι μόνο δεν είναι ακριβές, αλλ’ απεναντίας είναι και πολύ παραπλανητικό. Οι εξοπλιστικές ανάγκες της χώρας προσδιορίζονται από τις απαιτήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων, προκειμένου οι τελευταίες να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις αποστολές που προβλέπει γι’ αυτές η αμυντική μας πολιτική. Στην Ελλάδα, μεταξύ των άλλων παραλόγων, βλέπουμε ότι η Πολιτική Εθνικής Αμύνης χαρακτηρίζεται ως “άκρως απόρρητη” και ως εκ τούτου δεν είναι δημοσιοποιήσιμη. Συνεπώς παραμένουν κρυφές για τον δημόσιο έλεγχο οι απαιτήσεις που τίθενται για τις Ένοπλες Δυνάμεις και συνακόλουθα οι ανάγκες τους για νέους εξοπλισμούς. Το θέμα αυτό, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αποτελεί αντικείμενο κοινοβουλευτικού διαλόγου δια του οποίου εξασφαλίζεται η διαφάνεια των πράξεων που γίνονται. Δηλαδή το υπουργείο Εθνικής Αμύνης πρέπει εν συνεχεία να είναι σε θέση να τεκμηριώνει τις αγορές που κάνει παρουσιάζοντας την αντιστοιχία τους με τις ανάγκες που απορρέουν από την Πολιτική Εθνικής Αμύνης και τις απαιτήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων. Με δύο λόγια, δεν είναι ορθή προσέγγισις στα εξοπλιστικά, να βάζουμε από την μία τα οπλικά συστήματα που διαθέτει η Τουρκία, από την άλλη αυτά που διαθέτει η Ελλάς και να κάνουμε θεωρητικές αναλύσεις περί ισορροπίας. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να προσδιορίσουμε τις αποστολές και τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των Ενόπλων μας Δυνάμεων και με βάση αυτές τις ανάγκες τους σε οπλισμό. Ευνόητο είναι ότι στην “εξίσωση” πρέπει να βάλουμε και την τουρκική στρατιωτική ισχύ, αλλά όχι ως απόλυτο παράγοντα. Ελπίζουμε μια τέτοια λογική να δούμε να επικρατεί στην αναθεώρηση του πενταετούς εξοπλιστικού προγράμματος, η οποία προανηγγέλθη από τον υπουργό Εθνικής Αμύνης κ. Σπ. Σπηλιωτόπουλο για το τέλος Ιουνίου. (Από την ΕΣΤΙΑ 27/05)