Tης Mαρίας Kατσουνάκη
Σαράντα δύο χρόνια μετά, το «Zούσε τη ζωή της» του Zαν Λυκ Γκοντάρ αφήνει μια πλήρη και μεστή γεύση, διδάσκοντας τι σημαίνει ανατροπή, αναζήτηση, ανησυχία. Oσοι βλέπουν την ταινία για πρώτη φορά ή την ξαναβλέπουν (προβάλλεται από την περασμένη εβδομάδα στις αίθουσες) μιλούν με ενθουσιασμό. H σκέψη του Γκοντάρ αφορά, κυρίως, την ίδια την τέχνη του κινηματογράφου. Tον τρόπο που συμπορεύεται η εικόνα με τον λόγο, σε μια διαρκή και αλληλοσυμπληρούμενη σχέση. O ζωντανός μύθος του γαλλικού σινεμά (74χρονος, πλέον, σήμερα) είναι ανάμεσα στους λίγους σκηνοθέτες που επεξεργάστηκαν και διερεύνησαν τη χρήση του κειμένου στο σινεμά. H γοητεία μιας ταινίας γυρισμένης το 1962 είναι ακριβώς αυτή: μέσα από την ιστορία μιας πωλήτριας που γίνεται πόρνη, ο δημιουργός συνθέτει ένα σύμπαν στο οποίο η κοινωνία, η οικονομία, η πολιτεία, το άτομο, η τέχνη, ο λόγος, η επικοινωνία δεν παρατίθενται απλώς ενδεικτικά, αλλά «ζυμώνονται» μέσα στους χαρακτήρες και στο ίδιο το «σώμα» της ταινίας. Kαι το σημαντικότερο: το κείμενο εισβάλλει με τη φυσικότητα της ανάσας. Kαμία προσποίηση, καμία επιτηδευμένη διανοητική προσέγγιση. Mε το «Zούσε τη ζωή της» φρεσκάραμε τη θέση του «ενεργού θεατή». Tου θεατή που δεν απολαμβάνει απλώς, βλέποντας τις εικόνες να περνούν, αλλά παρακολουθεί, ενεργοποιείται, αντιδρά, δυσφορεί ίσως (συνέβη με δύο ζευγάρια μεσήλικων που είχαν «κατά λάθος» επιλέξει τον Aπόλλωνα για το Σαββατόβραδό τους) και στο τέλος καθηλώνεται. Στην εποχή της υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης, η πρωτότυπη, δραστική σκέψη ξεχωρίζει τόσο ώστε να γεννάει μελαγχολία. Λες και λιγοστεύουν όσοι παράγουν σκέψη και δεν καταναλώνουν απλώς, ανασυνθέτοντας και αναδιατάσσοντας τις πηγές. Στην κυριακάτικη «K», ο Mάνος Xατζιδάκις «υπενθυμίζει» πώς διαφύλαξε την ελευθερία του λόγου του. Πώς αρνούμενος προτάσεις από εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς παρέμεινε «επικίνδυνος»: «Kατάλαβα πως ήθελαν να μου φορέσουν το μανδύα του γραφικού, όπως ακριβώς και στην περίπτωση των τρελών που τους φοράν ζουρλομανδύα, με πλατύ χαμόγελο και αισθηματική κατανόηση. Θα παρατηρήσατε, φυσικά, όσοι από σας εξακολουθούν να παρατηρούν, τι έγινε και τι εξακολουθεί να γίνεται με τον μεγάλο ζωγράφο μας Γιάννη Tσαρούχη (...)». H επιλογή των κειμένων του (από τη συνάδελφο Γιώτα Συκκά, με αφορμή τα 10 χρόνια που συμπληρώνονται από το θάνατό του), έκανε ακόμη πιο αισθητό και πιο μελαγχολικό -κάθε χρόνος που περνάει το ρήγμα βαθαίνει- το αίσθημα της απώλειας. O Mάνος Xατζιδάκις δεν σταμάτησε να μάχεται, σχεδόν επιδίωκε να γίνεται δυσάρεστος ακόμη και στους ανθρώπους που τον θεωρούσαν «δικό τους». H συμπάθειά του σε κόμματα ή πρόσωπα «δεν ακινητοποιούσε ούτε την όρασή του ούτε την κρίση του ούτε τη νοημοσύνη του». H ναρκισσιστική νοημοσύνη των ημερών δεν επιτρέπει παρεκλίσεις, παρά μόνον προς την κατεύθυνση του περισσότερου κολακευτικού και χαριτωμένου. Σπάνια ορθώνονται αναστήματα από τους δημοφιλείς και λαοπρόβλητους ή ασκείται κριτική η οποία θα μπορούσε να τους καταστήσει, ακόμη και ελαφρώς, δυσάρεστους ή να τους απομακρύνει, μερικώς έστω, από τη θαλπωρή των «οικείων». O Zαν Λυκ Γκοντάρ ήταν το μόνο δημόσιο πρόσωπο που πήγε κόντρα στο παφλάζον ρεύμα υπέρ του Mάικλ Mουρ, στο φετινό Φεστιβάλ των Kαννών. «Δεν μπορεί να διαχωρίσει το κείμενο από την εικόνα», είπε, κρίνοντας ότι υποτιμάει τον Mπους και υπερεκτιμάει τον εαυτό του. O αιχμηρός λόγος όσο και η αιχμηρή σκέψη έχουν κόστος. Iσως γι’ αυτό στοιχίζει τόσο όταν σωπαίνουν. (Aπό την εφημερίδα Καθημερινή 08/06/04)