Του Κ. Ν. Σταμπολή
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) αποτελούν την λύση του ενεργειακού προβλήματος του πλανήτη και ότι μακροπρόθεσμα θα προσφέρουν φθηνή και άφθονη ενέργεια ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες του τρίτου κόσμου. Μπορεί πράγματι οι ΑΠΕ να προσφέρουν την σανίδα σωτηρίας στην μετα-πετρελαϊκή εποχή που σύντομα πλησιάζει, μπορεί και όχι. Πολλά θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη της τεχνολογίας, την πορεία των διεθνών τιμών πετρελαίου και τους συσχετισμούς ανάμεσα στις τιμές διάθεσης ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου. Αναπτυσσόμενες σ’ ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον από πλευράς τιμών, προσφοράς ζήτησης και διάθεσης πρωτογενών πηγών ενέργειας, οι ΑΠΕ έχουν ακόμη κάποιο χρονικό διάστημα να διανύσουν μέχρις ότου μπορέσουν να προσφέρουν ενέργεια σε ανταγωνιστικές τιμές χωρίς τις σημερινές επιδοτήσεις που λαμβάνουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο σε όλες σχεδόν τις χώρες. Ηλιακή Ενέργεια Υπάρχουν βεβαίως περιπτώσεις εφαρμογών όπως αυτή της ηλιακής θέρμανσης νερού χρήσης (π.χ. ηλιακοί θερμοσίφωνες) που ακόμα και σήμερα η εγκατάσταση και λειτουργία ενός οικιακού ή και μεγαλύτερου συστήματος (π.χ. ξενοδοχεία, νοσοκομεία) προσφέρει συγκεκριμένα οφέλη, σε ανταγωνιστικές τιμές, έναντι της κλασσικής λύσης θέρμανσης με ηλεκτρικό, πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Στις περισσότερες χώρες οι όποιες άμεσες ή έμμεσες επιδοτήσεις έχουν προ πολλού σταματήσει και η αγορά έχει ήδη βρει τον δρόμο της. Κλασσική περίπτωση η χώρα μας η οποία τα τελευταία 25 χρόνια έχει αναπτύξει μία σημαντική δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα έχοντας ήδη εγκαταστημένους περισσότερους από 3.0 εκατ. τετραγ. μέτρα ηλιακούς συλλέκτες οι οποίοι εξοικονομούν περισσότερα από 1,100 GWh ηλεκτρικής ενέργειας το χρόνο (που αντιστοιχεί στο 5% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας) με ταυτόχρονη μείωση εκπομπών βιομηχανικών ρύπων (κυρίως της ΔΕΗ) κατά 1,2 εκατ. τόνους CO2 κατ’ έτος. Εάν δεν υπήρχαν τόσες πολλές ηλιακές εγκαταστάσεις θα απαιτείτο η επιπλέον κατασκευή και λειτουργία μιας κλασσικής θερμικής μονάδας της ΔΕΗ ισχύος 500 MW. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν ακόμη σοβαρά περιθώρια για την ανάπτυξη των ηλιακών θερμικών εφαρμογών στην Ελλάδα και θα πρέπει κυβέρνηση αλλά και το τραπεζικό σύστημα σε συνεργασία με τους κατασκευαστές να εξεύρουν τρόπους για την περαιτέρω εμπορική εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας στην χώρα μας, συμβάλλοντας έτσι στην μείωση της ενεργειακής της εξάρτησης, αξιοποιώντας το σημαντικό τεχνολογικό προβάδισμα και εμπειρία που έχει αναπτύξει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον κλάδο της Ηλιακής Ενέργειας δραστηριοποιούνται 20 και πλέον εταιρείες μεσαίου μεγέθους ενώ η Ελλάδα εξάγει κάθε χρόνο περίπου το 40% της παραγωγής της. Αντίθετα στην περίπτωση της αξιοποίησης ηλιακής ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική αφού η φωτοβολταϊκή τεχνολογία η οποία χρησιμοποιείται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς, είναι ακριβή και οποιαδήποτε εφαρμογή σε μεγάλη κλίμακα θα ήτο αδύνατος χωρίς κάποια επιδότηση (Βλέπε άρθρο μας στην Καθημερινή στη 22.05.04). Υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα μερικές εκατοντάδες φωτοβολταϊκών (Φ/Β) εγκαταστάσεων, αυτόνομων αλλά και συνδεδεμένων με το δίκτυο που υπολογίζονται στα 3,2 MW μέχρι το τέλος του 2003. Αν και αυτή είναι μία εξαιρετικά μικρή εγκατεστημένη Φ/Β ισχύς σε σχέση με άλλες χώρες, η Ελλάδα διαθέτει αρκετές τεχνολογικά ικανές εταιρείες οι οποίες αναλαμβάνουν με υπεύθυνο τρόπο την μελέτη, σχεδίαση και εγκατάσταση μεσαίων και μεγάλων εφαρμογών. Τα οφέλη από την επέκταση Φ/Β εφαρμογών είναι εμφανή αφού συμβάλλουν άμεσα στην εξοικονόμηση ενέργειας αλλά και στην ανάπτυξη περιοχών με δυσμενή πρόσβαση στα δίκτυα της ΔΕΗ. Η ενίσχυση του οικολογικού τουρισμού, η στροφή προς την πράσινη ενέργεια (μείωση εκπομπών CO2) και η διεθνώς συντελεσθείσα μείωση τιμών από πλευράς παραγωγών, έχουν διαμορφώσει πλέον τις κατάλληλες συνθήκες για την επέκταση εφαρμογών. Για λόγους σύγκρισης θα πρέπει ν’αναφερθεί ότι το μέγεθος της διεθνούς αγοράς φωτοβολταϊκών έχει ξεπεράσει πλέον τα 3.000MW συνολικής εγκατεστημένης ισχύος ενώ οι ετήσιες πωλήσεις τρέχουν με ρυθμό 500 MW. Από τις μεγαλύτερες αγορές θεωρούνται η Γερμανία (400MW) και η Ιαπωνία (800MW), χώρες με αρκετά μικρότερη ηλιοφάνεια απ’ότι η χώρα μας. Ένα μεγάλο ποσοστό φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων συναντάται στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι περισσότερες των οποίων στερούνται κεντρικών ηλεκτρικών δικτύων. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές, εκτός κεντρικών ενεργειακών δικτύων, συνήθως στις υποανάπτυκτες χώρες, όπου μία Φ/Β μονάδα, η ένας ηλιακός θερμοσίφωνας, ένα σύστημα θέρμανσης χώρου για κτίρια, μία μονάδα αξιοποίησης βιομάζας για θέρμανση ή παραγωγή ηλεκτρισμού ή μία ανεμογεννήτρια (Βλέπε F. Schumacher, «Small is Beautiful»), όσο ακριβό και εάν είναι το εν λόγω σύστημα, αποτελεί την μοναδική λύση για παραγωγή ενέργειας και άρα αντιμετωπίζεται με τελείως διαφορετικά οικονομικά κριτήρια. Εκεί πράγματι οι ΑΠΕ ακόμα και στην παρούσα φάση τεχνολογικής ανάπτυξής τους έχουν να προσφέρουν άμεσα εφικτές και αποτελεσματικές λύσεις. Προσφέροντας ταυτόχρονα την δυνατότητα τεχνολογικής αυτοεξυπηρέτησης (self-help) και δημιουργίας απασχόλησης μέσω προγραμμάτων μεταφοράς «κατάλληλης» τεχνολογίας Αιολική Ενέργεια Μία από τις περισσότερο αναπτυγμένες εφαρμογές ΑΠΕ αποτελεί η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της εκμετάλλευσης των ανέμων, δηλ. της αιολικής ενέργειας. Τα πρώτα μάλιστα αιολικά πάρκα, (τα οποία συνήθως αποτελούνται από δεκάδες ή και εκατοντάδες ανεμογεννήτριες) κάνουν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στις ΗΠΑ (π.χ. Altamont Pass) και στην Ευρώπη (π.χ. Ολλανδία, Δανία) και έκτοτε, με μεγάλα ή μικρά βήματα, προχωρεί σταδιακά η εξάπλωσή τους σε όλες τις χώρες σε βαθμό που σήμερα η συνολική παγκόσμια εγκατεστημένη ισχύς να έχει φθάσει σχεδόν τα 39.000 MW (δηλ. όση ή ισχύς 39 μεγάλου μεγέθους πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού) ενώ οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι μέχρι το 2010 το νούμερο αυτό θα έχει ξεπεράσει το 120,000 MW (δηλ. 10 φορές την εγκατεστημένη ηλεκτρική ισχύ της Ελλάδος). Σήμερα η τεχνολογία των ανεμογεννητριών έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά σε σχέση με τα συστήματα που προσφέροντο στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ενώ τότε η μέση ισχύς μίας ανεμογεννήτριας (Α/Γ) έφθανε τα 100-120 KW σήμερα αυτή έχει πλέον διαμορφωθεί στο 1 MW ενώ δεν είναι ολίγες οι εταιρείες που προσφέρουν μηχανές του 1,5 και 2,0 MW με αυτό το μέγεθος να τείνει να καθιερωθεί σε όλα τα νέα αιολικά πάρκα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφο άνοδο της απόδοσης λειτουργίας τους με παράλληλη μείωση κόστους ανά παραγόμενη κιλοβατώρα, το οποίο τώρα εκτιμάται στα 65€/MWh. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα ήτο από τις πρώτες χώρες που ασχολήθηκε ουσιαστικά με την μελέτη και εφαρμογή της αιολικής ενέργειας (π.χ. χιλιάδες παραδοσιακοί ανεμόμυλοι χρησιμοποιούνται για την άλεση σιτηρών σε όλη την χώρα ενώ το πρώτο σύγχρονο αιολικό πάρκο λειτούργησε στην Κύθνο το 1982) τα χρόνια που επακολούθησαν έμεινε τραγικά πίσω τόσο σε εφαρμογές όσο και σε τεχνολογία. Αν και το 1994 η τότε κυβέρνηση με τον επαναστατικό πράγματι νόμο Ν/2244/94 που εισήγαγε, προσέφερε γενναία κίνητρα που είχαν ως αποτέλεσμα την ραγδαία ανάπτυξη αιολικών εφαρμογών, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (1995-2001), η κατάσταση σήμερα, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια, έχει στην κυριολεξία βαλτώσει. Η συνολική εγκατεστημένη αιολική ισχύς δια της βίας φθάνει τα 420 MW προερχόμενη κυρίως από 18 μεσαίου μεγέθους αιολικά πάρκα (το μεγαλύτερο στην Θράκη έχει εγκατεστημένη ισχύ 60 MW) την στιγμή που άλλες χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία η Δανία κ.λπ. έχουν εγκατεστημένη ισχύ πολλών χιλιάδων MW (π.χ. Γερμανία 14.000 MW, Ισπανία 6.000 MW) Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) κον. Γιάννη Τσιπουρίδη δύο είναι οι βασικοί λόγοι γιατί δεν προχωρούν οι αιολικές επενδύσεις στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα. Πρώτος λόγος είναι το ισχύον πολύπλοκο νομικό πλαίσιο αδειοδοτήσεων και εγκρίσεων όπου ο επενδυτής πρέπει ούτε λίγο ούτε πολύ να συναλλαχθεί με 39 συνολικά φορείς της κεντρικής κυβέρνησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης αποσπώντας 41 εγκρίσεις και αντίστοιχες υπογραφές. Η Ελληνική γραφειοκρατία σε όλο της το μεγαλείο! Μετά από έντονα διαβήματα των εμπλεκομένων Ελλήνων και ξένων επενδυτών η αδειοδοτική διαδικασία απλοποιήθηκε κάπως με 25 συνολικά στάδια, παραμένει όμως ένας γραφειοκρατικός δαίδαλος. Ενώ ο Ν/2244/94 στην αρχή λειτούργησε ικανοποιητικά, σταδιακά όταν οι διάφοροι επιμέρους φορείς και οργανισμοί κατάλαβαν ότι υπήρχε οικονομικό ενδιαφέρον παρείσφρησαν στην όλη αδειοδοτική διαδικασία απαιτώντας όπως και αυτοί λάβουν ένα μερίδιο της πίτας, αλλά στην ουσία καταστώντας την όλη διαδικασία δυσκίνητη ως και αποτρεπτική για μία σύγχρονη επιχείρηση. Έτσι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ξένοι και εγχώριοι επενδυτές εγκατέλειψαν την όλη προσπάθεια μεταφέροντας το ενδιαφέρον τους σε άλλες πιο πρόθυμες για επενδύσεις χώρες. Ένας άλλος σοβαρός λόγος που εμποδίζει την ανάπτυξη των αιολικών επενδύσεων, τονίζει ο πρόεδρος της ΕΛΕΤΑΕΝ, είναι το γεγονός της έλλειψης επαρκών δικτύων για την μεταφορά του ηλεκτρικού ρεύματος που θα παράγεται από τα αιολικά πάρκα, ιδιαίτερα σε ανεμώδεις περιοχές όπως η Λακωνία η Νότια Εύβοια, η Θράκη κ.α. Αυτό είναι ένα θέμα της ΔΕΗ και πιο πρόσφατα του ανεξάρτητου Διαχειριστή του Δικτύου, του ΔΕΣΜΗΕ, και των προτεραιοτήτων που έχουν τεθεί για την περαιτέρω ανάπτυξη του εθνικού δικτύου. Σύμφωνα με τον κ. Τσιπουρίδη επείγει η επέκταση, προσθήκη και αναβάθμιση σε βασικούς άξονες των δικτύων μεταφοράς ρεύματος και πιστεύει ότι τόσο η ΔΕΗ όσο και ο ΔΕΣΜΗΕ δεν έχουν δει το θέμα με την σοβαρότητα που πρέπει, ούτε το έχουν θέσει ακόμη ως μία από τις προτεραιότητες τους. Αυτό βέβαια έχει άμεσο αρνητικό αποτέλεσμα με την καθυστέρηση και τελικά ακύρωση επενδυτικών σχεδίων πολλών εκατοντάδων MW. Ένας από τους πλέον γνωστούς επιστήμονες και επιχειρηματίες του χώρου με τεράστια εμπειρία στο αντικείμενο ο κ. Κώστας Φιλιππίδης, παρατηρεί και αυτός σχετικά με το θέμα των δικτύων. «Το σύνολο των ενδιαφερομένων μερών έχει επισημάνει το πρόβλημα της ανεπάρκειας των δικτύων ήδη από το 1997, χρόνο κατά τον οποίο είχαν πλέον επιβεβαιωθεί με εμπεριστατωμένα στοιχεία οι ελάχιστες βραχυπρόθεσμες ανάγκες. Έχει από τριετίας εξασφαλιστεί η κατά 50% χρηματοδότηση των κυριότερων εκ των δικτύων αυτών από το Γ’ ΚΠΣ. Θεωρώ δε, ότι θέματα όπως η εγγύηση της καταβολής της συμμετοχής του υπολοίπου 50% από τους επενδυτές ή τα δήθεν νομικά προβλήματα απορρόφησης των πόρων από τον αρχικά καθορισθέντα δικαιούχο, δηλαδή την ΔΕΗ, δεν αποτελούν καν άξια λόγου προβλήματα και επιχειρήματα. Η ουσία είναι απλά θέλουμε ή δεν θέλουμε;» Σήμερα τα αιολικά εν δυνάμει έργα που διαθέτουν Άδεια Παραγωγής η θετική γνωμοδότηση από την ΡΑΕ φθάνουν τα 3.500 MW περίπου. Περί τα 180 MW διαθέτουν ή εικάζεται ότι θα λάβουν σύντομα άδεια εγκατάστασης ενώ μόλις 80-90 MW νέων έργων ευρίσκονται στην φάση εγκατάστασης. Δηλαδή θα είμαστε εξαιρετικά τυχεροί εάν μέχρι τα τέλη του έτους η συνολική εγκατεστημένη ισχύ στην Ελλάδα φθάσει τα 500 MW συνολικά. Οι προοπτικές για το 2005 εμφανίζονται καλύτερες αφού σαν αποτέλεσμα πολύ πρόσφατων αποφάσεων προβλέπεται να προχωρήσουν επενδύσεις για επιπλέον 200MW αιολικής ισχύος. Αυτή η εξέλιξη, παρατηρούν παράγοντες της αγοράς, θα επαναφέρει κατά κάποιο τρόπο έναν πιο γρήγορο ρυθμό ανάπτυξης, αλλά αυτή κατ’ουδένα τρόπο αγγίζει την Ευρωπαϊκή νόρμα. Η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να στοχεύσει για μια συνολική εγκατεστημένη αιολική ισχύη της τάξης των 4.000-5.000MW, γεγονός που θα της επιτρέψει όχι μόνο να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των δικών της ενεργειακών αναγκών αλλά και να εξάγει ηλεκτρισμό στις γειτονικές χώρες. Βέβαια με τέτοια προοπτική προϋποθέτει σοβαρές επενδύσεις στα δίκτυα και μια ΔΕΗ πρόθυμη να συμμετάσχει και αυτή στην δημιουργία μιας μεγάλης αιολικής αγοράς. Δηλαδή, θα πρέπει και αυτή ν’ανακαλύψει τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που κρύβονται στην αιολική ενέργεια, παρατηρεί ξένος επενδυτής αιολικών συστημάτων και καλός γνώστης της Ευρωπαϊκής αγοράς. Τόσο η περαιτέρω ανάπτυξη της ηλιακής και αιολικής ενέργειας, η αξιοποίηση της βιομάζας, όπου η χώρα μας διαθέτει ένα τεράστιο και εν πολλοίς ανεμεκτάλλευτο δυναμικό, η γεωθερμία (η οποία και αυτή παραμένει αναξιόποίητη) και τα μικρά υδροηλεκτρικά έργα (τα οποία μπορούν να παράγουν ένα μικρό αλλά εξαιρετικά χρήσιμο μερίδιο της αναγκαίας ηλεκτρικής ενέργειας) μπορούν να εισφέρουν σημαντικά στην δημιουργία μιας ολόκληρης νέας αγοράς «πράσινης» ενέργειας και στην μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων. Δυστυχώς η μέχρι σήμερα απογοητευτική πορεία ανάπτυξης όλων σχεδόν των ανωτέρων μορφών ΑΠΕ μόνο αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον δεν επιτρέπει. Ενδεχομένως, η μελέτη και υιοθέτηση ενός εθνικού στρατηγικού σχέδιου ανάπτυξης όλων των ΑΠΕ, με την υποστήριξη όλων των πολιτικών κομμάτων, και δέσμευση της πολιτείας μέσα από εγγεγραμένα κονδύλια στον προϋπολογισμό του κράτους, θα δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για την ουσιαστική ανάπτυξη των ΑΠΕ. Η συμβολή των ΑΠΕ στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας είναι εξάλλου θεσμοθετημένη από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Οδηγία 2001/77) η οποία έχει ζητήσει από τα κράτη μέλη να καλύψουν ένα σοβαρό ποσοστό των ενεργειακών τους αναγκών μέχρι το 2010 από ΑΠΕ. Για την περίπτωση της Ελλάδας η ανωτέρω Οδηγία προβλέπει ότι η κάλυψη του 20,1% της ηλεκτροπαραγωγής πρέπει να προέλθει από ΑΠΕ, (εκ των οποίων μόνο το 6% από μεγάλα υδροηλεκτρικά). Ένας στόχος που είναι τελείως αδύνατον να επιτευχθεί υπό της παρούσας συνθήκες και ρυθμούς χελώνας στην αξιοποίηση των ΑΠΕ.