του Κ. Κόλμερ
Η διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδος ήταν πέρυσι αρνητική και επεδεινώθη κατά 13% .Αφ’ ότου η Ελλάς προσεχώρησε στην Ευρωζώνη, οι υποχρεώσεις της πρός το εξωτερικό αυξήθησαν 57% , από 62,7 δις ευρώ το 1999 εις 99 δις, το 2003.Συγχρόνως τα συναλλαγματικά αποθέματα της εμειώθησαν 75% , από 18,8 δις ευρώ εις 4,6. Ως ποσοστό του ακαθ. εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) , η Ελλάς αύξησε τις υποχρεώσεις πρός το εξωτερικό, από 54% ΑΕΠ πρό 5ετίας εις 65%πέρυσι.Ουσιαστικώς έχει χάσει την διεθνή ανταγωνιστικότητα της και συγκαταλέγεται μεταξύ των «παρασίτων» οικονομιών. Η διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδος δεν πρέπει να συγχέεται με το δημόσιο χρέος , που είναι πολύ μεγαλύτερο (πλησιάζει τα 215 δις. ευρώ ή το 138% του ΑΕΠ).Μάλλον αποτελεί «χρήσιμο δείκτη αξιολόγησης της οικονομίας...από την εξέλιξη των συναλλαγών με το εξωτερικό» (βλ. σχ. Εκθεση του διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος για το 2000,σελ.220). Οι εξωτερικές συναλλαγές της χώρας βαίνουν από κακού εις χειρότερον. Τα περί προσελκύσεως ξένων επενδυτικών κεφαλαίων είναι απλώς ευσεβείς και στερούνται ουσιαστικού περιεχομένου όταν το οικονομικό περιβάλλον δεν γίνεται ανταγωνιστικό. Πράγματι , η διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδος εσημείωσε σταθερή επεδείνωση τα έτη του ΠαΣοΚικού «εκσυγχρονισμού», παρά τα φληναφήματα του κ. Κ. Σημίτη περί «ισχυρής οικονομίας».Ευθύνεται όμως και η άωρος προσχώρηση της Ελλάδος στην Ευρωζώνη, η οποία επεβλήθη άνευ συγκαταθέσεως του Ελληνικού λαού. Αντιθέτως , τα δημοψηφίσματα των Σουηδών και Δανών διεφύλαξαν την νομισματική ανεξαρτησία των μέσα στην Ευρ. ΄Ενωση. Η χειροτέρευση της κεφαλαιακής θέσεως φαίνεται από την διαρροή κεφαλαίων στο εξωτερικόν, ιδίως μετά την κατάργηση της δραχμής. Οι απώλειες όχι μόνον έγιναν ευκολώτερες με το ευρώ αλλ’ ενισχύθησαν με την τεχνητή μείωση των επιτοκίων, λόγω πτώσεως της αποδόσεως των αποταμιευμάτων. Η ανάλυση της «επενδυτικής θέσεως» συνδυάζει τις χρηματικές υποχρεώσεις «κατοίκων» της Ελλάδος με τις απαιτήσεις έναντι του εξωτερικού («μή-κατοίκων») και περιλαμβάνει βασικές κατηγορίες χρηματικών συναλλαγών , όπως τις προσδιορίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ως προκύπτουν από το ισοζύγιο πληρωμών, που δεν έπαυσε υφιστάμενο παρά τις δοξασίες οπαδών του ευρώ. Οι υποχρεώσεις πρός το εξωτερικό αυξήθησαν σταθερά κι’ από τις πωλήσεις ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου εις επενδυτάς του εξωτερικού , που υπερεκάλυψαν τας αντιστοίχους αγοράς ξένων ομολογιών από «κατοίκους» της χώρας. Στην ουσία πρόκειται περί εμμέσου, εξωτερικού δανεισμού. Αντιθέτως, οι παραγωγικές επενδύσεις ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα ήσαν «εξαιρετικά χαμηλές», συμφώνως πρός την Τ.τ.Ε. Στις επενδύσεις «χαρτοφυλακίου» (από Τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρίες του εσωτερικού) οι εκροές υπερέβησαν πέρυσι τα 71,9 δις. ευρώ έναντι 66,9 δις το 2002.Επίσης, αυξήθησαν οι καταθέσεις και τα ρέπος στο εξωτερικό. Με άλλα λόγια, η Ελλάς αφ’ ής εισήλθε στην ευρωζώνη υπέστη σημαντική απο-επένδυση κεφαλαίων, εις πείσμα των κυβερνητικών διακηρύξεων ότι θα εισρεύσει πακτωλός χρημάτων. Δοθέντος ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας συνεχώς μειούνται – ήδη περιορίσθησαν στο ύψος των 3,7 δις. ευρώ στα τέλη Μαρτίου – η Ελλάς αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα ισοσκελίσεως των συναλλαγών με το εξωτερικό, σε εποχή μάλιστα που το πετρέλαιο κοστίζει 41 δολλάρια το βαρέλι. Το πρώτο σημάδι της επερχομένης κρίσεως παρουσιάσθη στα τέλη Μαΐου, με την πτώση του 10ετούς κρατικού ομολόγου υπό το άρτιον (99 έναντι 103,5 στις 24 Μαρτίου ε.έ).΄Ετερο σημείο ...ανόδου των επιτοκίων συνιστά η αποδυνάμωση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας του «Ελληνικού κινδύνου» από διεθνείς οίκους. Σύμφωνα με τους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς, οι αποδόσεις του 10ετούς ομολόγου ήσαν την 26 Μαΐου ε.έ. μία δεκαδική μονάδα κάτω του αντιστοίχου Ιταλικού και αξιολογούντο δύο «σκαλιά» χαμηλότερα του «σύν άλφα».Σημειωτέον ότι η Ιταλία, με δημοσιονομικό έλλειμμα 3% του ακ. εθν. προϊόντος (έναντι 4% της Ελλάδος ,κατά τον κ. Νικ. Γκαργκάνα) αντιμετωπίζει υποβάθμιση από τον οίκον Φίτς, ως διολισθαίνουσα από τα κριτήρια του Μααστρίχτ (βλ.Σχ.F.T.27.5.04 σελ.33). Η επιδείνωση της διεθνούς επενδυτικής θέσεως έχει σχέση και με την ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με τον καθ. Κ. Γ. Δρακάτο, «τα κεφάλαια που εισήχθησαν στην Ελλάδα το 2002 δεν ξεπέρασαν τα 50 εκατομ. δολλάρια, έναντι 4,3 δις $ της Πορτογαλίας, 21,2 δις $ Ισπανίας και 19,3 δις $ Ιρλανδίας. «Η Ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει μείζον πρόβλημα «επενδυτικού κενού» το οποίο όχι μόνο παρεμποδίζει την ανάπτυξη της αλλά εγκυμονεί τον κίνδυνο της ήδη διογκωμένης ανεργίας».(βλ. σχ. ΕΠΙΛΟΓΗ 5.2004 σελ.21). Καλό το «Ιρλανδικό μοντέλο» αλλ’ επιβάλλονται τολμηρά μέτρα για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Μήπως όμως δεν προλαβαίνομε. Στην οικονομική ζωή ισχύει το «Τρώσας και ιάσεται»!Απλώς χρειάζεται η επίδειξη τόλμης και αρετής υπό της κυβερνήσεως προτού είναι αργά. (Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 11/06)