Βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση γιά την Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας, αλλά πρέπει γρήγορα να ακολουθήσουν και άλλα μέτρα (14/06/2004)

Βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση γιά την Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας, αλλά πρέπει γρήγορα να ακολουθήσουν και άλλα μέτρα (14/06/2004)
Δευ, 14 Ιουνίου 2004 - 16:24
Toυ Νίκου Φρυδά* Συμπληρώνονται φέτος 15 χρόνια από την έναρξη των σαρωτικών διαρθρωτικών αλλαγών στο Τομέα Ηλεκτρισμού, αλλαγών που ξεκίνησαν το 1989 από την Αγγλία και γρήγορα διαδόθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο παρασύροντας τις κατεστημένες δομές των Ηλεκτρικών εταιρειών, καταργώντας τα αποκλειστικά τους δικαιώματα και εισάγοντας τον ανταγωνισμό στη Παραγωγή και Προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Ανάμεσα στα πάμπολλα μοντέλα αγοράς που έχουν δοκιμαστεί υπάρχουν πολλά επιτυχημένα παραδείγματα αλλά και σοβαρές αποτυχίες, με πλέον κραυγαλέα τη περίπτωση της Καλιφόρνιας. Ολες όμως οι περιπτώσεις έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό (με βαρύνουσα σημασία γιά τη σπουδαιότητα του εγχειρήματος), ότι ουδεμία χώρα από αυτές πού επέλεξαν να αναδιαρθρώσουν τον ενεργειακό τους τομέα δεν έχουν επιστρέψει στο παλαιό, κάθετα ολοκληρωμένο μονοπωλιακό μοντέλο. Η Ελλάδα έχει σημειώσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη δημιουργία ανταγωνιστικής αγοράς (και παρά την κατ’ εξαίρεση δίχρονη παράταση που της παρεχώρησε η Ε.Ε), με συνέπεια να κινδυνεύουμε πλέον να μας επιβληθούν κοινοτικά πρόστιμα, αλλά κατά πολύ σοβαρότερο είναι η μείωση σε οριακό επίπεδο του περιθωρίου εφεδρείας λόγω μη πραγματοποίησης των νέων επενδύσεων. Ηδη και μετά από πολύχρονες καθυστερήσεις, βρίσκεται σε εξέλιξη και νέα προσπάθεια να ξεπεράσουμε το σκόπελο που είχε δημιουργήσει ο ανεκδιήγητος νόμος 2773/1999, με τη δημιουργία δηλαδή ενός μοντέλου αγοράς που θα επιτρέπει και θα διευκολύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις γιά τη δημιουργία των τόσο αναγκαίων νέων σταθμών παραγωγής. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας με το νέο Κώδικα “Διαχείρισης & Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας” που προτείνει, επιδιώκει τη δημιουργία ημερήσιας υποχρεωτικής χονδρεμπορικής αγοράς τύπου «POOL», αντιγράφεται δηλαδή ουσιαστικά το μοντέλο που υιοθέτησε (με επιτυχία αρχικά) η Αγγλία από το 1990. Με το σύστημα αυτό όλη η αγορά «εκκαθαρίζεται» ωριαία στην τιμή που προσέφερε η πλέον ακριβή μονάδα αναγκαία να ικανοποιήσει το φορτίο, στη λεγόμενη Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ). Επιπλέον, ακριβώς επειδή στην Ελλάδα υπάρχει πολύ μικρό περιθώριο εφεδρείας εγκατεστημένης ισχύος, δημιουργείται καί ένας μηχανισμός ενίσχυσης γιά τη κατασκευή νέων Μονάδων Παραγωγής (με τα λεγόμενα Πιστοποιητικά Διαθεσιμότητας Ισχύος – ΠΔΙ), έτσι ώστε αφενός από τη τιμή του POOL να ανακτούν τουλάχιστον το μεταβλητό τους κόστος (στη πραγματικότητα εισπράττουν και πλεόνασμα γιά την αποπληρωμή της επένδυσης), αφετέρου δε από τα ΠΔΙ το σταθερό τους κόστος. Με το τρόπο αυτό επιλύεται το πρόβλημα της χρηματοδότησης των νέων σταθμών παραγωγής καθώς στην «σπότ αγορά» που αντιπροσωπεύει το POOL, θα μπορούν να διαθέτουν το σύνολο της παραγόμενης ενέργειάς τους (εφόσον είναι αποδοτικοί και ανταγωνιστικοί), χωρίς να έχουν κατ’ανάγκη συνάψει εκ του προτέρου συμβάσεις, με Προμηθευτές η τελικούς καταναλωτές. Βεβαίως αναμένεται η ανάπτυξη εκ παραλλήλου, αγοράς διμερών συμβάσεων και με τη χρήση χρηματιστηριακών και τραπεζικών προιόντων. Επιπλέον θεωρητικά δημιουργείται και ο πολυπόθητος ανταγωνισμός, αφού οι Παραγωγοί ανταγωνίζονται στη προσπάθειά τους να ενταχθούν στο ημερήσιο Πρόγραμμα Κατανομής. Καταρχάς βεβαίως δημιουργείται το ερώτημα γιατί η Ελλάδα δεν υιοθέτησε το γνωστό και επιτυχημένο αυτό μοντέλο από το 1999, και χάθηκαν 5 χρόνια σε προσπάθειες που εκ προοιμίου γνωρίζαμε (η θα έπρεπε να γνωρίζουμε) ότι δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού, αφού κανείς ιδιώτης δεν ανελάμβανε το επιχειρηματικό ρίσκο που ενέκλειε το προηγούμενο ανεκδιήγητο μοντέλο. Πολλές φωνές μεταξύ των οποίων και του υπογράφοντος είχαν από το 1994-95 δημοσιεύσει στον Ελληνικό τύπο και προτείνει το σύστημα POOL. Πρέπει και να αναζητηθούν ευθύνες (υπάρχουν βαρύτατες συνέπειες στους Ελληνες καταναλωτές ένεκα των καθυστερήσεων) και να απαντηθεί το ερώτημα, τι έχει ουσιαστικά αλλάξει σήμερα από το 1999 πού επιτρέπει πλέον τη υιοθέτηση του μοντέλου POOL? Θα ήταν σκόπιμο να σημειωθεί ότι κατά παράβαση όλων των αρχών της δεοντολογίας που επιβάλλει το Υπουργείο Ανάπτυξης (δεν είχε δημιουργηθεί η ΡΑΕ ακόμα), να αναθέσει σε Συμβούλους το σχεδιασμό του μοντέλου Αγοράς, η ίδια η ΔΕΗ το 1997 ανέθεσε, πλήρωσε την αμοιβή και φυσικά κατεύθυνε τους Συμβούλους (NERA και Coopers & Lybrand), να μελετήσουν ένα μοντέλο επί των οποίων βασίστηκε ο Νόμος 2773/1999 και «άνοιξε» η αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας στην Ελλάδα. Διαβάζει κανείς κατά λέξη στο πόρισμα της Μελέτης: «Δόθηκε κατεύθυνση στους Συμβούλους να προετοιμάσουν ένα μοντέλο που να μην οδηγεί στην υιοθέτηση ακραιφνούς ελεύθερης αγοράς τύπου POOL!». (Αντιπαρερχόμεθα χωρίς σχολιασμό την ακατανόητη αυτή πρόταση, γιά να προχωρήσουμε στην ουσία). Δηλαδή η ΔΕΗ εξουσιοδοτήθηκε να αναδιαρθρώσει εαυτόν!! και κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι δημιούργησε ένα σχήμα που έχει τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν. Η σωστή σειρά όταν πρόκειται γιά αναδιάρθρωση είναι, πρώτα να δημιουργηθεί η Ρυθμιστική Αρχή και αυτή εν συνεχεία καλεί και ελέγχει τους Συμβούλους, είτε αναλαμβάνει το Υπουργείο. Επιστρέφοντας όμως στο προτεινόμενο πλέον σχήμα, και ενώ θεωρητικά το μοντέλο αυτό είναι μιά πολύ ικανοποιητική αρχή γιά τη δημιουργία και ανάπτυξη αγοράς υγιούς ανταγωνισμού, θα ήταν σκόπιμο να συγκρίνουμε τη προτεινόμενη εφαρμογή του στην Ελλάδα, με τις πέντε θεμελιώδεις αρχές Απελευθερωμένης Αγοράς, ως μέτρο γιά το προς ποιά κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί η υλοποίησή του και η εξελικτική διαδικασία. Α. Πρώτη απαράβατη αρχή είναι ότι κανείς παίκτης της αγοράς δεν πρέπει να κατέχει δεσπόζουσα θέση (είτε Παραγωγός, είτε Προμηθευτής κτλπ.), αλλά να υπάρχουν πολλοί παίκτες και στις δύο πλευρές της αγοράς. Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης στη Παραγωγή π.χ. οδηγεί άμεσα σε στρεβλώσεις είτε με τη παρακράτηση φθηνότερων μονάδων, είτε με τη υποβολή τους σε υψηλότερες τιμές. Οιαδήποτε διοικητικά μέτρα (ανώτατο/κατώτατο όριο τιμών (price caps), δηλώσεις μη διαθεσιμότητας, ρυθμιζόμενα τιμολόγια κτλπ.) είναι μη βέλτιστες λύσεις, αλλά και δύσκολο να ελεγχθούν. Χαρακτηριστικά η Αγγλία προχώρησε από το 1994 στη διάσπαση των 3 αρχικών εταιρειών Παραγωγής επειδή αποδείχθηκε ότι συνεργάζονταν στο να κρατάνε τις τιμές του POOL «τεχνητά υψηλές». Ειδικότερα γιά την Ελλάδα η δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ θα μπορούσε να μειωθεί χωρίς την ανάγκη εκποίησης παγίων με τη μέθοδο των «πλειστηριασμών εικονικής εγκατεστημένης ισχύος» (Virtual Power Plant Auctions). Στη Γαλλία και το Βέλγιο ήδη εφαρμόζεται, και οι δύο χώρες με ισχυρή παράδοση σε Δημόσια Μονοπωλιακή εταιρεία ηλεκτρισμού. Η εταιρεία με τη δεσπόζουσα θέση διεξάγει πλειστηριασμούς (σε τακτά χρονικά διαστήματα και με προιόντα πολλαπλών χρονικών οριζόντων, π.χ. μπορεί να πουλήσει σήμερα MWh Βάσης γιά το δεύτερο εξάμηνο του 2006), κατά τους οποίους πουλά έναντι μιάς αμοιβής το δικαίωμα στους Προμηθευτές που συμμετέχουν, να καλέσουν την αντίστοιχη Παραγωγή (οπότε και θα πληρώσουν και το μεταβλητό κόστος καυσίμου), εφόσον οι τελευταίοι το ζητήσουν (Call Option). Οι σταθμοί παραμένουν στην ιδιοκτησία της εταιρείας ηλεκτρισμού, (το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν αλλάζει), τα έσοδα της Παραγωγής δεν μειώνονται, αλλά βεβαίως όποτε κληθεί οφείλει να παραδώσει τις MWh που «πούλησε» στον αντίστοιχο Προμηθευτή (από οιαδήποτε σταθμο(ούς) η ηλεκτρική εταιρεία επιλέγει). Β. Απαραίτητη προυπόθεση είναι η συμπεριφορά της Ζήτησης (Φορτίο) να μπορεί να έχει ελαστική ανταπόκριση ως προς την ωριαία τιμή. Η συμμετοχή της Κατανάλωσης μέσα από ωριαίες κυμαινόμενες τιμές (Τιμολογούμενες Δηλώσεις φορτίου) και ωριαίους μετρητές, είναι απαραίτητη γιά τη σωστή λειτουργία της αγοράς. Η ανταπόκριση των καταναλωτών σε τυχόν αύξηση της τιμής είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος γιά εξοικονόμηση ενέργειας σε καταστάσεις στενών περιθωρίων εφεδρείας. Εφόσον οι καταναλωτές δεν μπορούν να ανταποκριθούν μέσω ωριαίων τιμών και μετρητών οι παραγωγοί μπορούν να ανεβάσουν τη τιμή στη περίοδο της αιχμής όσο θέλουν (ή όσο επιτρέπει το price cap). Η Καλιφόρνια (7η ισχυρότερη οικονομία στο κόσμο) αναγκάστηκε να εφαρμόσει «κυλιόμενα μπλακ-άουτς» λόγω έλλειψης 300 MW σε ένα σύστημα 50,000 MW ακριβώς επειδή δεν υπήρχε μηχανισμός να συνδέσει το Φορτίο με τη τιμή σπότ. Η έλλειψη δυνατότητας ανταπόκρισης της Ζήτησης μέσω των τιμών, αποτελεί τον μείζονα λόγο ανησυχιών γιά την αξιοπιστία και αν υπήρχε θα αφαιρούσε το λόγο ύπαρξης των Μηχανισμών Διαθεσιμότητας Ισχύος όπως και τα price caps. Εστω και άν δεν χρεώνονται όλοι οι καταναλωτές ανά ώρα είναι σκόπιμο να είναι δυνατή η καταμέτρηση ανά ώρα, και στην Αγγλία π.χ. είναι υποχρεωτική η εγκατάσταση ωριαίων μετρητών σε κάθε πελάτη με αιχμή κατανάλωσης μεγαλύτερη των 100 kW. Γ. Βασική αρχή επίσης αποτελεί ένα σωστό επιχειρηματικό μοντέλο (business model) του Διαχειριστού του Συστήματος, λειτουργού της αγοράς, εγγυητού της αξιοπιστίας αλλά και της ίσης πρόσβασης όλων στο δίκτυο. Πολλές φορές ο υπογράφων έχει επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός ΔΕΣΜΗΕ που θα είναι κύριος του Συστήματος Μεταφοράς και θα είναι κερδοφόρος επιχείρηση (for profit TRANSCO) με κίνητρο που θα του παρέχεται από το ρυθμιστικό πλαίσιο γιά υψηλότερη απόδοση λειτουργίας και σωστό σχεδιασμό του συστήματος. Το σχήμα ο ΔΕΣΜΗΕ να είναι απλός Διαχειριστής (ISO), ενώ κύριος του συστήματος να είναι ένας από τους παίκτες της αγοράς (ΔΕΗ), δεν λειτουργεί σωστά καθώς περιλαμβάνει πολλές αντιφάσεις και αντικρουόμενα συμφέροντα. Γιά παράδειγμα στην Ελλάδα, διαστρέβλωση του μοντέλου πιθανώς θα επιτυγχάνεται με το λεγόμενο «Επιβεβλημένο Πρόγραμμα Παραγωγής». Το Ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς έχει κάποιες αδυναμίες (ιδίως στο Νότο), όπου ορισμένες μονάδες κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες τοπολογίας και φορτίου, είναι απολύτως απαραίτητες γιά τη στήριξη των τάσεων. Η ΔΕΗ ως αποκλειστικά κύριος του συστήματος μεταφοράς είναι πολύ εύκολο να τις προβλέπει, και να προτείνει στον λεγόμενο Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό τις απαραίτητες αυτές μονάδες (που ο ΔΕΣΜΗΕ αναγκαστικά θα εντάσσει στο Πρόγραμμα Κατανομής) στο ανώτερο όριο τιμής, χωρίς να νοιάζεται βέβαια γιά την ανταγωνιστικότητά τους. Το επιπλέον κόστος περνάει κατευθείαν στη τιμή πώλησης του POOL ως «κόστος Επικουρικών Υπηρεσιών Συστήματος» (Uplift) με προφανείς δυσμενείς συνέπειες γιά τη τελική τιμή που αντιμετωπίζει ο Καταναλωτής, αλλά και ενισχύει εκτός ανταγωνισμού την υπερ-κερδοφορία της ΔΕΗ-Παραγωγή. Το οξύμωρον του όλου σχήματος είναι ότι η ΔΕΗ δεν θα έχει κίνητρο (αλλά ούτε και ο ΔΕΣΜΗΕ) να ενισχύσει τις αδυναμίες του Συστήματος, αφού αυτές της επιφέρουν επιπλέον κέρδη! Με το σωστό ρυθμιστικό κίνητρο ο ΔΕΣΜΗΕ γίνεται κύριος παίκτης στην Αγορά Αποκλίσεων που πρέπει να λειτουργεί ολοκληρωμένα μέσα στην ημερήσια ωριαία αγορά (να υποβάλλονται δηλαδή και προσφορές γιά αποκλίσεις από τις φυσικές θέσεις – integrated model) και αναλαμβάνει την αποκλειστική ευθύνη (και συνεπώς και τα κέρδη-ζημίες) γιά τη σωστή λειτουργία αλλά και σχεδιασμό του συστήματος. Δ. Η αγορά πρέπει να είναι Ρευστή, αποδοτική και πλήρης. Ρευστότητα υπάρχει όταν η αγορά μπορεί να απορροφήσει χωρίς πρόβλημα την απόσυρση ή εμφάνιση ενός νέου παίκτου. Αποδοτική χαρακτηρίζεται μιά αγορά όταν δεν μπορεί κανείς με βεβαιότητα να προβλέψει την τιμή του προιόντος και πλήρης όταν περιλαμβάνει όχι μόνο αγορά «σπότ» αλλά και αγορές προθεσμιακών συμβολαίων όπως και αγορές χρηματιστηριακών προιόντων (Futures, Derivatives, etc). Δεν υπάρχει πιό σίγουρος τρόπος γιά την επίτευξη των ως άνω στόχων, από τη πλήρη διαφάνεια, και την ίση πρόσβαση όλων στις πληροφορίες της αγοράς. Ε. Ο σχεδιασμός των επιδοτήσεων (Ανανεώσιμα, Υπηρεσίες Δημόσιας Ωφέλειας) πρέπει να μην επηρρεάζει την ανταγωνιστική αγορά. Η ύπαρξη μιάς πραγματικής και διαφανούς στιγμιαίας (σπότ) τιμής που αντανακλά το οριακό κόστος της ενέργειας είναι ιδιαίτερα σημαντική γιά τις ανανεώσιμες πηγές καθώς σημειοδοτεί το εναλλακτικό κόστος σε περίπτωση π.χ. που δεν φυσάει ο άνεμος. Σε περίπτωση που τα ανανεώσιμα είναι ακριβότερα αυτού του οριακού κόστους, θα μπορούσε π.χ. το Δημόσιο να αγοράζει με συμβάσεις την «πράσινη ενέργεια» σε τιμές υψηλότερες της αγοράς και εν συνεχεία να την μεταπουλά στο POOL (η επιδότηση περνά ως «ζημία» στο Δημόσιο). Η καλή αρχή που γίνεται στην Ελλάδα με τα νέα μέτρα που εισηγείται η ΡΑΕ θα έχει επιτυχημένη συνέχεια μόνο αν οι εξελικτικές διαδικασίες που θα ακολουθήσουν βαδίζουν πάνω στις βασικές αρχές που προαναφέρθηκαν, έτσι ώστε σε μέσο - μακροπρόθεσμο ορίζοντα να πετύχουμε το στρατηγικό στόχο της απελευθέρωσης των ενεργειακών αγορών που ήταν, είναι, και επιβάλλεται να παραμένει ένας και μόνος: φθηνότερη ενέργεια γιά τους καταναλωτές. *Διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχ. - Διευθυντής Μεταφοράς - Electricite de France Trading Ltd