του Ευθ. Π. Πέτρου
Δυστυχώς στα θέματα της διεθνούς πολιτικής οι προθέσεις απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Έτσι στα ελληνο-τουρκικά, οι -ουδόλως αμφισβητούμενες- καλές προθέσεις της Κυβερνήσεως μπορεί τελικώς να οδηγήσουν σε εξελίξεις που δεν θα είναι καθόλου ευχάριστες. Αναφερόμεθα στις εξαγγελίες περί όρων και μέτρων για την μείωση της εντάσεως στην ελληνο-τουρκική μεθόριο, οι οποίες μάλιστα συνδυάζονται με πληροφορίες για ανάλογες προτάσεις και στη γραμμή αντιπαραθέσεως στην Κύπρο. Πρόκειται για προτάσεις που θυμίζουν «μέτρα οικοδομήσεως εμπιστοσύνης». Αλλά όπως καλά γνωρίζουμε, τέτοια μέτρα δεν μπορούν να είναι αξιόπιστα, αν δεν υπάρχη ένα ελάχιστο επίπεδο κατανοήσεως μεταξύ των δύο πλευρών. Διότι διαφορετικά όλα είναι κενά περιεχομένου. Άλλωστε οι «τρεις όροι» που τίθενται από την ελληνική πλευρά δεν έχουν καμμία απολύτως επιχειρησιακή αξία. Ειδικότερα: -Η απόσυρσις δέκα γεφυρών διαβάσεως υδατίνων κωλυμάτων από την περιοχή του Έβρου: Ο χρόνος επανατάξεώς τους από το τουρκικό μηχανικό, είναι μικρότερος των 24 ωρών. Με δεδομένο ότι μια κρίσις κλιμακώνεται επί ημέρες πριν εξελιχθή σε σύρραξη, είναι αντιληπτό ότι η απόσυρσις δεν σημαίνει τίποτε. -Η μείωσις του τουρκικού αποβατικού στόλου από 500 σε 250 σκάφη: Ο αριθμός των 500 είναι υπερβολικός και πρέπει να περιλαμβάνει ακόμη και τις αποβατικές ακάτους και τις λέμβους των πλοίων. Η Τουρκία, μπορεί να διατηρήση αμείωτη ικανότητα διεξαγωγής αμφιβίων επιχειρήσεων παροπλίζοντας ακάτους και παλαιά σκάφη και διατηρώντας το σύνολο των αρματαγωγών και μέσων αποβατικών που διαθέτει σήμερα. -Η απόσυρσις των κινεζικής κατασκευής πυραύλων επιφανείας – επιφανείας από την Ίμβρο: Τα όπλα αυτά είναι περιορισμένης αξιοπιστίας. Ενδεχομένη αποδοχή της προτάσεως από την Τουρκία, θα προκαλέσει αντίστοιχη απαίτηση της Αγκύρας για απόσυρση των λίαν αξιοπίστων επακτίων πυραύλων «Εξοσέτ» που προστατεύουν ελληνικά νησιά από ενδεχομένη θαλάσσια προσβολή. Ποιος χάνει από μια τέτοια «ανταλλαγή»; Την ίδια στιγμή, αρχίζουν να βλέπουν το φως της δημοσιότητος πληροφορίες περί αναλόγων μέτρων στην Κύπρο. Προτάσεις για απαγκίστρωση δυνάμεων από περιοχές της γραμμής αντιπαραθέσεως και αναστολή των ασκήσεων σε βάθος δύο χιλιομέτρων εκατέρωθεν. Θα υπενθυμίσουμε ότι η Εθνική Φρουρά δεν έχει διεξαγάγει μεγάλης κλίμακος ασκήσεις τα τελευταία τρία χρόνια, που σημαίνει ότι ένα τέτοιο μέτρο απλώς επιβεβαιώνει μια κατάσταση που έχει «ντε φάκτο» επιβληθή. Σχετικώς προς τις απαγκιστρώσεις όμως, υπάρχει ο κίνδυνος να μείνουν απροστάτευτες κατοικημένες περιοχές στην ελληνική πλευρά, χωρίς να αποσυρθούν δυνάμεις από καμμία κατοικημένη περιοχή του Βορρά! Η δημογραφική σύνθεσις των περιοχών αφήνει πολλά περιθώρια για τέτοιες δυσμενείς ρυθμίσεις. Παραλλήλως, θόρυβος έχει προκλήθή σχετικά με δημοσιεύματα τουρκικής εφημερίδος που επικαλείται τον Έλληνα υπουργό Αμύνης, σχετικά με την οριοθέτηση του εναερίου χώρου στο Αιγαίο. Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι υπήρξαν διαψεύσεις από την ελληνική πλευρά, θα πρέπει κάποτε να ασχοληθούμε σοβαρά με το ζήτημα του νομικού καθεστώτος του Αιγαίου. Οι Τούρκοι, διακρίνονται για την πονηρία τους και, έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν ζητήματα και αμφισβητήσεις στηριζόμενοι σε λεπτομέρειες παλαιών συμφωνιών, αλλά και σε νομιμοφανείς ερμηνείες άλλων. Δεν είναι σωστό να αντιδρούμε στην τακτική τους αυτή με αφορισμούς. Ούτε βεβαίως να ομιλούμε για «λύσεις – πακέτο» που θα περιλαμβάνουν τα ζητήματα των χωρικών υδάτων, του εναερίου χώρου και της υφαλοκρηπίδος μαζί. Η ελληνική πλευρά αναγνωρίζει ότι υπάρχη πρόβλημα όσον αφορά στην υφαλοκρηπίδα. Το οποίο όμως, κατά την διεθνή πρακτική, πρέπει να λυθή με διακρατική συμφωνία. Δεν υπάρχουν ούτε δεσμευτικοί κανόνες, ούτε δεδικασμένα. Και η διεθνής πρακτική δείχνει ότι ενδεχομένη προσφυγή σε διεθνές διαιτητικό όργανο, κάθε άλλο παρά διασφαλίζει την εν τέλει αποδοχή των ελληνικών θέσεων, όσο και αν φαίνεται ότι αυτές είναι που συμφωνούν με την κοινή λογική. Στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχη κοινή λογική η διαιτησία συνήθως αναζητεί την «μέση οδό», με στόχο να εισηγηθή την λύση που θα είναι η λιγώτερο επώδυνη και για τις δύο πλευρές. Οι οποίες επιπροσθέτως πρέπει να έχουν εκ των προτέρων δεσμευθή ότι θα την αποδεχθούν. Εφ’ όσον λοιπόν είναι βέβαιον ότι η λύσις του -υπαρκτού- θέματος της υφαλοκρηπίδος δεν θα ανταποκρίνεται στις ελληνικές προσδοκίες, για ποιο λόγο, πρέπει να συνδεθούν με αυτό και άλλα ζητήματα; Επί των οποίων μάλιστα, τα νομικά δεδομένα είναι τελείως διαφορετικά. Δυστυχώς, διαπιστώνουμε ότι στα ελληνο-τουρκικά, η πολιτική της χώρας μας κινείται δίκην εκκρεμούς από περιόδους ακραίων εκδηλώσεων σε περιόδους ηττοπαθείας και υποχωρητικής διαθέσεως (να μην ξεχνάμε και τα Ίμια). Αυτό που λείπει, που ανέκαθεν έλειπε είναι ο ρεαλισμός και η διαμόρφωσις συγκεκριμένων στόχων πολιτικής. Η πολιτική, μπορεί να προβλέπει και ελιγμούς, ακόμη και υποχωρήσεις. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να προβάλλη και διεκδικήσεις. Διαφορετικά είτε περιπίπτουμε σε τέλμα, είτε κινδυνεύουμε να χαρακτηρισθούμε αδιάλλακτοι. Υπό το πρίσμα αυτό εξαγγελίες του τύπου «δεν διεκδικούμε – δεν παραχωρούμε» είναι ό,τι χειρότερο. Και βέβαια ούτε συνάδουν με τη λογική, ούτε κατά διάνοιαν συνιστούν στόχους πολιτικής. (Aπό την ΕΣΤΙΑ)