Του Κ. Ν. Σταμπολή
H ωμή παρέμβαση του προέδρου Μπους κατά την πρόσφατη σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Κωνσταντινούπολη υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρώπη και οι άμεσες αντιδράσεις, ιδιαίτερα αυτή του Γάλλου προέδρου κου Ζακ Σιράκ ο οποίος κάλεσε τις ΗΠΑ να μην αναμειγνύονται σε ξένες υποθέσεις, συνέβαλε στην περαιτέρω χειροτέρευση του κλίματος σε πολλές Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (π.χ. Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία) για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Σύμφωνα μάλιστα με διπλωματικούς κύκλους οι αντιδράσεις για την απόφαση έναρξης διαπραγματεύσεων πρόκειται να κορυφωθούν καθώς θα πλησιάζει η ημερομηνία της καθοριστικής συνόδου κορυφής της Ε.Ε. τον Δεκέμβριο του 2004. Παράλληλα φαίνεται να κερδίζει έδαφος η θέση αρκετών κυβερνήσεων περί δημιουργίας μιας ειδικής και αναβαθμισμένης σχέσης συνεργασίας (partnership) μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας αντί αυτής του πλήρους μέλους (Βλέπε άρθρο μας στην Εστία στις 21/12/02). Εν όψει των ανωτέρω εξελίξεων δεν μπορεί να θεωρηθούν άσχετες οι λιτές έως και σιβυλλικές δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών κου Μολυβιάτη κατά την πρόσφατη (23/06) συζήτηση για τα Ελληνοτουρκικά στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, και η επισήμανση του ότι κάθε λέξη του κειμένου της απόφασης του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999), έχει την σημασία του. Οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών άφησαν να διαφανεί ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται απαραιτήτως, χωρίς επιφυλάξεις και πιθανά ανταλλάγματα, να ταχθεί υπέρ της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εξ’ άλλου ο κ. Μολυβιάτης ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση δεν έχει λάβει ακόμη σχετική απόφαση και εκτίμησε επίσης ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν μέχρι τον Δεκέμβριο 2004, οπότε σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι λήγει η προθεσμία για την εξεύρεση λύσεως στις Ελληνο-Τουρκικές διαφορές, θα έχουν ολοκληρωθεί οι διερευνητικές επαφές των δύο χωρών. Οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών κατά λέξη ερμηνευόμενες οδηγούν σε ένα ουσιώδες ερώτημα αφού φαινομενικά ευρίσκονται σε απόλυτη αντίθεση με τις επανειλημμένες δηλώσεις του πρωθυπουργού κ. Κώστα Καραμανλή ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία urbis et orbi να δηλώνει ότι η κυβέρνησής του υποστηρίζει αναφανδόν την Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Η θέση όμως του κ. Καραμανλή, και τα όσα κατά καιρούς έχει δηλώσει, συνιστούν μία κατ’ ουσίαν γενικευμένη πολιτική θέση η οποία δεν δεσμεύει την χώρα σε μία άνευ όρων συγκατάβαση, ιδιαίτερα όταν ευρίσκονται σε εξέλιξη συνομιλίες μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών έρχονται τώρα ν’ αποσαφηνίσουν εν μέρει τις κυβερνητικές θέσεις και ν’ αφήσουν, έμμεσα πλην σαφώς, να εννοηθεί ότι η Ελληνική υποστήριξη προς την περίφημη Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη εάν προηγουμένως δεν έχει υπάρξει συμφωνία πλαίσιο επί των ουσιωδών διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Δυστυχώς το κείμενο του Ελσίνκι μεταξύ άλλων αναφέρεται σε «συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα». Παρά το γεγονός ότι επίσημα τουλάχιστον μέχρι τότε η μόνη διαφορά που αναγνωρίζετο ήτο αυτή που αφορούσε την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, έκτοτε οι κ.κ. Σημίτης –Παπανδρέου δεν θεώρησαν απαραίτητο να εξηγήσουν τους λόγους που τους οδήγησαν στην ανάγκη να θεωρήσουν ως εθνικώς συμφέρουσα την απόφαση για αναγνώριση συνοριακών διαφορών μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας, δηλ. μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτή η αναγνώριση φαίνεται ότι δημιουργεί πλέον ανυπέρβλητα εμπόδια στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις, κάτι που ώθησε τον Υπουργό Εξωτερικών να ομιλήσει περί μη αποφάσεως για την στήριξη του Τουρκικού αιτήματος. Ως γνωστόν για την Ελλάδα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, παραμένει το μείζον θέμα στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία επιμένει κατ΄ εξακολούθηση να θέτει και σορεία άλλων θεμάτων όπως αυτό του εναέριου χώρου, του ιδιοκτησιακού καθεστώτος νήσων και βραχονησίδων ως και των αποστρατικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Το θέμα του προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας έχει άμεση σχέση με το εύρος των χωρικών υδάτων αφού η έκταση της αρχίζει να μετριέται με αφετηρία το όριο των χωρικών υδάτων (δηλ. μέχρι 200 ν.μ. πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη). Σήμερα αυτά ορίζονται στα 6 ναυτικά μίλια ενώ το Νέο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (ΝΔΔΘ) αναγνωρίζει την δυνατότητα επέκτασης στα 12 ν.μ. Η Τουρκία αντιτίθεται σφόδρα σε μία τέτοια προοπτική έχοντας δηλώσει από τον Ιούνιο του 1974 ότι μονομερής επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 ν.μ. θα αποτελούσε αιτία πολέμου, (το γνωστό casus belli) ενώ τον Ιούνιο του 1995 με ψήφισμα της τουρκικής εθνοσυνέλευσης η κυβέρνηση εξουσιοδοτήθηκε να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων! Παρά το γεγονός ότι η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. είναι νομικώς κατοχυρωμένη στα πλαίσια του ΝΔΔΘ, και θα έλυνε αυτομάτως το πρόβλημα για το 80% της αμφισβητούμενης υφαλοκρηπίδος, και άρα η διαπραγμάτευση με την Τουρκία για το υπόλοιπο θα καθίστατo σχετικά εύκολη, μια τέτοια προοπτική θεωρείται επικίνδυνη λόγω του συσχετισμού ισχύος στο Αιγαίο και του Αμερικανικού παράγοντα υπέρ της Τουρκίας. Όμως η υφαλοκρηπίδα παρέχει στο αντίστοιχο παραθαλάσσιο κράτος τη δυνατότητα άσκησης ορισμένων δικαιωμάτων κυριαρχικού χαρακτήρα και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας βάσει του Διεθνούς Δικαίου σαφώς ευνοεί την Ελλάδα (γι’ αυτό η Τουρκία αντιδρά με κάθε τρόπο για μία συνεννόηση σε αυτό το θέμα). Όμως η Αθήνα, η οποία διατηρεί το δικαίωμα της για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., έχει αποφασίσει να το ασκήσει με συναινετικό τρόπο ώστε αφ’ ενός μεν να αποφευχθούν απρόβλεπτες Τουρκικές αντιδράσεις και αφ’ ετέρου να πορευθεί βάσει των κανόνων συμπεριφοράς ενός υπεύθυνου μέλους Ε. Ενωσης. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Γ. Σέκερης, στο νέο του βιβλίο «Η Ελλάδα στη Νέα Τάξη, Η Εθνική μας Στρατηγική στον 210 Αιώνα», η μη άσκηση του δικαιώματος επέκτασης από νομική άποψη δεν το αποδυναμώνει, όμως προϊόντος του χρόνου το εξασθενίζει διεθνοπολιτικά. Με την κρίσιμο ημερομηνία για το Ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας να πλησιάζει, η Ελλάδα έχει μία μοναδική ευκαιρία να προωθήσει μία λύση για το θέμα της υφαλοκρηπίδας στην λογική του δούναι-λάβειν υπό την έννοια ότι θα συνενούσε για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων (με όποιο σχήμα τελικώς αποφασίσθει από τα Ευρωπαϊκά όργανα, δηλ. η πλήρους μέλους, πράγμα απίθανο, η ειδική σχέση, το πλέον πιθανό) εάν η Τουρκία προηγουμένως εδέχετο να άρει επισήμως το casus belli και συμφωνήσει επακριβώς το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την παραπομπή της διαφοράς σε διεθνώς γνωμοδοτικό όργανο, το οποίο θα μπορούσε να είναι το διεθνές Δικαστήριο για το δίκαιο της Θάλασσας που εδρεύει στο Αμβούργο, ως πλέον ειδικό για την επίλυση τέτοιων διαφορών, (το οποίο εξ’ άλλου επέλεξε η χώρα μας επικυρώνοντας την νέα σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας). Τυχόν αδυναμία από πλευράς κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί την σημερινή ευνοϊκή για την χώρα μας συγκυρία ενέχει το κίνδυνο όπως αυτή η εκκρεμότητα, και ότι συσχετίζεται με αυτήν, διαιωνιθεί αδρανοποιόντας κατ’ ουσίαν κάθε προσπάθεια εκμετάλλευσης των σοβαρών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων τα οποία έχουν εντοπισθεί σε διάφορες τοποθεσίες στο Αιγαίο. Διότι με την «ειρηνική» και «κατευναστική» νοοτροπία που έχει επικρατήσει όλα αυτά τα χρόνια, η Ελλάδα έχει απεμπολήσει τα δικαιώματα της για έρευνες ακόμη εντός των δικών της χωρικών υδάτων. Θα ήτο μία καταφανής αδικία και σχήμα οξύμορο μία εξέλιξη βάσει της οποίας η Τουρκία θα συζητά τους όρους εισδοχής της στην ΕΕ και εμείς να μην μπορούμε να συζητήσουμε ούτε την δυνατότητα εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών μας πηγών εντός των ιδίων χωρικών υδάτων.