«Τεράστια ευκαιρία» χαρακτήρισε, μιλώντας στους Financial Times, ο γενικός διευθυντής της Eon, Johannes Teyssen, την απόφαση της κυβέρνησης Μέρκελ να στραφεί στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, μετά την εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας. Μάλιστα, θέλησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις σχετικά με το ζήτημα των αποζημιώσεων, ύψους πολλών δις, που εδώ και ένα μήνα διεκδικεί η γερμανική εταιρεία, μαζί με τις RWE και Wattenfall, από το γερμανικό δημόσιο, μετά την απόφαση του τελευταίου να κλείσει τις πυρηνικές μονάδες στη χώρα, υπό την σκιά της τραγωδίας στην Φουκουσίμα

«Τεράστια ευκαιρία» χαρακτήρισε, μιλώντας στους Financial Times, ο γενικός διευθυντής της Eon, Johannes Teyssen, την απόφαση της κυβέρνησης Μέρκελ να στραφεί στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, μετά την εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας. Μάλιστα, θέλησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις σχετικά με το ζήτημα των αποζημιώσεων, ύψους πολλών δις, που εδώ και ένα μήνα διεκδικεί η γερμανική εταιρεία, μαζί με τις RWE και Wattenfall, από το γερμανικό δημόσιο, μετά την απόφαση του τελευταίου να κλείσει τις πυρηνικές μονάδες στη χώρα, υπό την σκιά της τραγωδίας στην Φουκουσίμα.

 

Αν και δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το αίτημα αποζημίωσης, ο κ. Teyssen τόνισε πως το θέμα δεν θα απασχολεί πλέον τη διοίκηση της εταιρείας, αλλά το τμήμα νομικών απαιτήσεων – «το βλέπω κάτι σαν ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα», είπε χαρακτηριστικά.

 

Ο γενικός διευθυντής της Eon είπε ότι, με την νέα πολιτική της κ. Μέρκελ, η Γερμανία θα γίνει «εργαστήριο για την επιταχυνόμενη στροφή προς τις ΑΠΕ», ενώ η εταιρεία του θα συμμετάσχει στην διαδικασία αυτή – «και μετά θα παρουσιάσει ό, τι μάθει από αυτή στον κόσμο». Η στροφή αυτή της γερμανικής κυβέρνησης είναι, κατά τον κ. Teyssen, τεράστια ευκαιρία για να αναπτυχθούν νέες τεχνολογίες και επιχειρηματικά μοντέλα, ιδίως στην αποθήκευση ηλεκτρικής ισχύος, «έξυπνων» δικτύων, κλπ.

 

Ωστόσο, προέβλεψε ότι η εταιρεία θα έχει μειωμένες οικονομικές επιδόσεις εφέτος εξαιτίας της απόφασης της γερμανικής κυβέρνησης για σταδιακή εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας ως το 2020.