Του κ. Νικολάου Λ.Γ. Λιναρδάτου
Πριν από μερικές εβδομάδες ο Γενικός Γραμματεύς των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Αννάν διόρισε τον Πωλ Βόλκερ (Paul Volcker), πρώην Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τραπέζης των Ηνωμένων Πολιτειών, επικεφαλής έρευνας για την εξακρίβωση κατηγοριών για διαφθορά στη διαχείριση του προγράμματος Πετρέλαιο-για-Τρόφιμα (Oil-for-Food) στο Ιράκ. Δεν βλέπω να έχουν γραφεί στον ελληνικό τύπο σχετικές πληροφορίες, αν και το θέμα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Γι’ αυτό μια συνοπτική έκθεση, βασισμένη σε πληροφορίες του βρετανικού κυρίως τύπου, δεν μπορεί να θεωρηθεί άσκοπη. Το πρόγραμμα Πετρέλαιο-για-Τρόφιμα έχει χαρακτηρισθεί ως «η μεγαλύτερη ανθρωπιστική επιχείρηση, που έχει ποτέ αναληφθεί», άρχισε το 1996 ως μια φιλόδοξη προσπάθεια υπό την επίβλεψη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών με σκοπό να ελαφρυνθούν οι κοινωνικές συνέπειες των οικονομικών κυρώσεων κατά του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεϊν. Κατά τα επτά έτη εφαρμογής του προγράμματος η αξία του πωληθέντος στο εξωτερικό πετρελαίου ανήλθε σε 64 δισεκατομμύρια δολλάρια. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών το πρόγραμμα εμείωσε στο μισό τον παιδικό υποσιτισμό, εδιπλασίασε τη διανομή τροφίμων και εβελτίωσε τη νοσοκομειακή περίθαλψη. Εξ άλλου δεν μπορεί να αποκρυβεί το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της προσόδου από την πώληση του πετρελαίου εχρησιμοποιήθηκε σε υπερπολυτελείς δαπάνες του καθεστώτος, στην οικοδόμηση μεγαλοπρεπών μεγάρων και παλατιών, σε πλούσιες παροχές στους φίλους του ιρακινού δικτάτορα. Με την πτώση του Σαντάμ στα αρχεία διαφόρων υπηρεσιών ευρέθησαν φάκελλοι περιέχοντες ενδιαφέροντα στοιχεία. Εξ αυτών συνάγεται ότι το ποσόν, που κατεσπαταλήθη για πολυτελείς και πολυέξοδους σκοπούς καθώς και για την προμήθεια σύγχρονων οπλικών συστημάτων, ξεπερνάει τα δέκα δισεκατομμύρια δολλάρια. Σε ρεπορτάζ και αναλύσεις αγγλικών εφημερίδων παρουσιάζεται μια περίεργη, αλλά και ενδιαφέρουσα εικόνα της εκτελέσεως του ανθρωπιστικού προγράμματος. Η Γαλλία και η Ρωσία εβοήθησαν το Ιράκ να επιτύχει ώστε τις αποφάσεις για το ποιοί θα πωλούν το πετρέλαιο και ποιοί θα προμηθεύουν τα αντίστοιχα αγαθά να τις λαμβάνει η Ιρακινή κυβέρνηση. Ετσι η Βαγδάτη μπορούσε να πωλεί με το αζημίωτο πετρέλαιο σε χαμηλές τιμές και αντιστρόφως να δέχεται υπερτιμολογημένα προϊόντα έναντι υποχρεώσεως των προμηθευτών μέρος των υπερκερδών να διοχετεύονται στον Σαντάμ. Δυστυχώς τα Ηνωμένα Εθνη δεν προσεπάθησαν ή δεν ημπόρεσαν να αποτρέψουν αυτήν την αθέμιτη συναλλαγή, αν και είχαν υποχρέωση να επιβλέπουν την εκτέλεση του προγράμματος έναντι αμοιβής ενός δισεκατομμυρίου δολλαρίων. Σε πρώτη φάση τα Ηνωμένα Εθνη εχρησιμοποίησαν για την επίβλεψη τις υπηρεσίες του Lloyds Register του Λονδίνου. Από το 1998 όμως το έργο ανετέθη από τη γραμματεία του Γενικού Γραμματέως στην ελβετική εταιρεία COTECNA, στην οποία υπηρετούσε ως σύμβουλος ο Κόζο Αννάν, γιος του Κόφι Αννάν. Αποκαλύπτεται ότι η δουλειά είχε στηθεί ως εξής: Ο Σαντάμ, με την ελευθερία επιλογής που του παρεχωρήθη, εκχωρούσε σε πρόσωπα της προτιμήσεώς του τίτλους, με τους οποίους μπορούσαν οι κάτοχοί τους να αγοράσουν συγκεκριμένο αριθμό βαρελιών πετρελαίου. Αυτοί οι τίτλοι μπορούσαν εν συνεχεία να πωληθούν σε εμπόρους πετρελαίου με μεγάλα περιθώρια κέρδους. Ενας τίτλος για ένα εκατομμύριο βαρέλια άξιζε, άφηνε δηλαδή κέρδος στον κάτοχό του, πάνω από 300.000 δολλάρια. Τον περασμένο Ιανουάριο ένας κατάλογος 270 αποδεκτών τέτοιων τίτλων διέρρευσε στην ιρακινή εφημερίδα AL MADA. Στον κατάλογο αυτόν περιλαμβάνονται ονόματα ιδιωτών, πολιτικών κομμάτων και διαφόρων οργανώσεων. Για τα Ηνωμένα Εθνη το πιο δυσάρεστο είναι ότι στον κατάλογο περιλαμβάνεται το όνομα του Benon Sevan, βοηθού γενικού γραμματέως και επισήμως επικεφαλής του προγράμματος Πετρέλαιο-για-Τρόφιμα, στον οποίον αναφέρεται ότι παραχωρήθηκαν 14,2 εκατομμύρια βαρέλια. Σε επιστολή του στον τότε ιρακινό Υπουργό Πετρελαίων, ο Sevan φαίνεται να υποδεικνύει ποια εταιρεία θέλει να χειρισθεί συμφωνία του αξίας 3,5 εκατομμυρίων δολλαρίων. Ο Sevan αρνείται τις κατηγορίες. Οι περισσότεροι από τους αναγραφομένους στον κατάλογο είναι Γάλλοι και Ρώσοι. Ετσι περιλαμβάνονται το γραφείο του Ρώσου Προέδρου Πούτιν, ο Charles Pasqua πρώην υπουργός Εσωτερικών στη Γαλλία (12 εκατομμύρια βαρέλια), ο Jean Bernard Merimee, πρώην πρέσβυς της Γαλλίας στα Ηνωμένα Εθνη (8 εκατομμύρια βαρέλια), ο Patric Maugein, στενός φίλος του Γάλλου Προέδρου Σιράκ. Στον Maugein φέρονται να έχουν παραχωρηθεί 72 εκατομμύρια βαρέλια. Αλλα σημαντικά ονόματα στον κατάλογο είναι το ινδικό κόμμα του Κογκρέσου, ο Jean Marie Benjamin, Γάλλος ιερεύς, που φέρεται να έχει κανονίσει συνάντηση του Tarik Aziz, ιρακινού Υπουργού Εξωτερικών με τον Πάπα, η Πρόεδρος της Ινδονησίας Megawati Sukarnoputri, το PLO και ένας σημαίνων, αλλά ως σήμερα μη κατονομασθείς, Βρεταννός βουλευτής. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται και μερικές ευυπόληπτες εταιρείες πετρελαίων. Ως κατακλείδα αναφέρεται ότι ο Claude Hankes-Drielsma, μέλος του διορισμένου από τις Ηνωμένες Πολιτείες Ιρακινού Κυβερνητικού Συμβουλίου (Iraqi Governing Council), ο οποίος διεξάγει έρευνα για το πρόγραμμα Πετρέλαιο-για-Τρόφιμα υποστηρίζει πως το «πρόγραμμα απετέλεσε ένα βολικό όχημα για τον Σαντάμ Χουσεϊν και το διεφθαρμένο καθεστώς του, μέσω του οποίου εξαγόρασε διεθνή υποστήριξη δωροδοκώντας πολιτικά κόμματα, εταιρείες, δημοσιογράφους και άλλα ασκούντα επιρροή πρόσωπα». Φαίνεται πως δεν είναι απλή σύμπτωση, παρατηρεί, οι χώρες που εμπλέκονται περισσότερο στη διαφθορά –η Ρωσία και η Γαλλία- να είναι εκείνες που εναντιώθηκαν με το μεγαλύτερο πείσμα στην ανατροπή του Σαντάμ. (Aπό την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ)