Του Ηλία Ευθυμιόπουλου
H έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την ατμοσφαιρική ρύπανση που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από δύο εβδομάδες, επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά αυτό που ήδη ήταν γνωστό στις προηγούμενες δεκαετίες. Ότι, δηλαδή, η κατανομή των πιο επικίνδυνων ρύπων προσβάλλει αφενός τους φτωχούς (τις χώρες του Τρίτου Κόσμου) και αφετέρου τις μεγαλουπόλεις (οι περισσότερες από τις οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τριτοκοσμικές). Κοινός παρονομαστής και στις δύο περιπτώσεις τα παιδιά, των οποίων το 1/3 είναι εκτεθειμένο σε ανθυγιεινές συνθήκες περιβάλλοντος, αιτία πολλών ασθενειών, ακόμη και θανάτων. Σύμφωνα με την έκθεση, οι πιο επικίνδυνοι ρύποι είναι τα μικροσωματίδια, στερεές ουσίες ελαχίστων διαστάσεων που προσβάλλουν τα αναπνευστικά όργανα. Ένα μεγάλο μέρος των μικροσωματιδίων προέρχεται από τις εν γένει βιομηχανικές και αστικές δραστηριότητες (θα μπορούσαμε ποιητική αδεία να χρησιμοποιήσουμε τον όρο τοξική σκόνη), ένα άλλο (γύρω στο 50%) από τις πετρελαϊκές καύσεις. Με άλλα λόγια, οι βιομηχανικές καύσεις, η πετρελαϊκή κεντρική θέρμανση και τα πετρελαιοκίνητα οχήματα (ταξί, λεωφορεία, φορτηγά) είναι οι πηγές που κάνουν τη μεγαλύτερη ζημιά. Τα μικροσωματίδια, είτε είναι από μόνα τους τοξικά είτε αποτελούν πυρήνες συγκέντρωσης άλλων επικίνδυνων ουσιών, όπως είναι για παράδειγμα οι καρκινογόνοι αρωματικοί υδρογονάνθρακες. Επί πλέον, και κάτω από ορισμένες συνθήκες, συμβάλλουν στη δημιουργία του φωτοχημικού νέφους. Από τα παραπάνω είναι προφανές, πως σε ό,τι αφορά τις μετακινήσεις, ένα βασικό μέτρο είναι η στροφή στα καθαρά και ταχύτερα μέσα μεταφοράς. Στην Αθήνα, το μετρό, το τραμ και ο προαστιακός ήταν η αυτονόητη αλλαγή που ήρθε με δεκαετιών καθυστέρηση. Το άλλο μέτρο είναι η υποκατάσταση των καυσίμων. H επιλογή του φυσικού αερίου, είτε στην οικιακή κατανάλωση είτε στις δημόσιες μεταφορές, ήταν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, θα διαφωνήσουμε όμως ως προς τους ρυθμούς. H Αθήνα, ως Ολυμπιακή πλέον πόλη, δεν έκανε τη διαφορά. Οι δομές της, τόσο ως προς τον στόλο των λεωφορείων όσο και ως προς την επέκταση του δικτύου αερίου πόλης, παρέμειναν καθηλωμένες στα ποσοστά της προηγούμενης τετραετίας, ενώ το πρόβλημα των ακατάλληλων (τόσο ως προς το καύσιμο όσο και ως προς τη συντήρηση) ταξί μάλλον επιδεινώθηκε. Να σημειώσουμε πως τα ως άνω οχήματα εκτελούν το 20% του συνολικού μεταφορικού έργου, ενώ εκπέμπουν έως και 100 φορές περισσότερα μικροσωματίδια απ' ό,τι ένα μέσο βενζινοκίνητο αυτοκίνητο με καταλύτη. Εκτός όμως από την αστική ρύπανση, τα τροχοφόρα έχουν το σημαντικότερο μερίδιο στη «ρύπανση του θερμοκηπίου». Είναι από τις πιο ενεργοβόρες μηχανές, αν μάλιστα κάνει κανείς μια ανάλυση κόστους - οφέλους ή αν τα αξιολογήσει με όρους συμβολής τους στην παραγωγικότητα. Και καθώς ο στόλος των αυτοκινήτων αυξάνει με θεαματικούς ρυθμούς, η επίκληση και μόνο του πατριωτισμού (μην χρησιμοποιείτε το I.X. αν δεν υπάρχει πραγματική ανάγκη) δεν θα έχει επαρκή αποτελέσματα. Χρειάζονται μέτρα στην καρδιά της αγοράς. Ένα απ' αυτά είναι η φορολογική μεταρρύθμιση. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες κινούνται ήδη προς αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς να περιμένουν τη χρονίζουσα ρύθμιση μέσω μιας Κοινοτικής Οδηγίας. H Γαλλία, για παράδειγμα, μελετά ένα σύστημα που από το 2005 θα επιβάλει μια ειδική επιβάρυνση (από 400 έως 3.200 ευρώ) στα αυτοκίνητα που θα εκπέμπουν πάνω από 180 γραμμ. διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρο. Αντίθετα, εκείνα τα οχήματα που θα βρίσκονται κάτω από το όριο των 140 γραμμ. θα έχουν ένα όφελος γύρω στα 1.000 ευρώ. H ρύθμιση που προφανώς στοχεύει στην ταχύτερη είσοδο των υβριδικών, αποδοτικών και καθαρότερων αυτοκινήτων στην αγορά, έχει μελετηθεί με τρόπο που να διατηρεί στο ίδιο επίπεδο τα δημόσια έσοδα (μεγάλο μέρος των οποίων προέρχεται από τη φορολογία των αυτοκινήτων). Στην εξαγγελία αυτή αντέδρασε αμέσως η αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία κατηγόρησε την κυβέρνηση πως δημιουργεί κλίμα αβεβαιότητας μεταξύ των υποψήφιων αγοραστών. Πέρα όμως από τις λεπτομέρειες, ένα τέτοιο μέτρο επαναφέρει με συγκεκριμένο τρόπο την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», που αν και θεωρητικά γίνεται από όλους αποδεκτή, στην πράξη υπονομεύεται από εκείνους τους πολιτικούς που προτιμούν να αναλάβουν οι... επόμενοι το πολιτικό κόστος. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που η φορολογική ελάφρυνση των καυσίμων (και ειδικά του πετρελαίου) θεωρήθηκε μέτρο φιλολαϊκό. Όσοι το υποστηρίζουν παραβλέπουν σκόπιμα τη συσχέτιση της (υπερ)κατανάλωσης με τη δημόσια υγεία. *Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρώην υφυπουργός. (Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ)