του Ευθ. Π. Πέτρου
Ένα κλίμα γενικής ευφορίας, που επικρατεί τους τελευταίους μήνες, μας κάνει να λησμονούμε ή ακόμη και να αγνοούμε τα προβλήματα που υποβόσκουν στην περιοχή μας και που δημιουργούν την απαίτηση να διατηρούμε ένα επίπεδο ετοιμότητος των μηχανισμών και των δυνάμεων αμύνης και ασφαλείας της χώρας. Το επικρατούν κλίμα, ενισχύεται από την επιτυχία της εθνικής ποδοσφαίρου, από την προσμονή των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά ακόμη και από ενδείξεις προσεγγίσεως με την γείτονα Τουρκία. Όμως όλοι αυτοί οι επιφανειακοί παράγοντες, ουδόλως έχουν διαφοροποιήσει την ουσία των πραγμάτων. Τα Βαλκάνια εξακολουθούν να είναι ασταθή. Η Βουλγαρία αδυνατεί να ξεπεράση την οικονομική δυσπραγία και στην Γιουγκοσλαβία η πανηγυρική ανάρρησις του νέου προέδρου, κάθε άλλο, παρά συνεπάγεται περισσότερη σταθερότητα στην περιοχή. Από την άλλη πλευρά, οι αναπτυσσόμενοι οικογενειακοί δεσμοί των πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας, ουδόλως διαφέρουν από τα αλήστου μνήμης ζεϊμπέκικα των υπουργών Εξωτερικών παλαιοτέρων Κυβερνήσεων. Δεν επικρίνουμε τέτοιες κινήσεις. Θεωρούμε ότι είναι ενδεχομένως επιβεβλημένες στο σύγχρονο περιβάλλον των διεθνών σχέσεων. Θα ήταν όμως κολοσσιαίο λάθος να θεωρήσουμε ότι τέτοιες κινήσεις αβροφροσύνης μπορεί να βαρύνουν στην διαμόρφωση πολιτικής. Ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι είναι ειλικρινείς, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγη πως η διακυβέρνησις της Τουρκίας είναι αρκετά σύνθετη υπόθεσις που δεν εξαρτάται μόνον από την κυβέρνησή της. Αλλά και σε κάθε περίπτωση, στην Τουρκία, δεν έχουν ακόμη εξασφαλισθή συνθήκες δημοκρατικής νομιμότητος που να καθιστούν βεβαία την ομαλή εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων. Όπως και να έχη το πράγμα, όταν προσεγγίζει κανείς την Τουρκία πρέπει να διατηρή τις επιφυλάξεις του. Επί της ουσίας αυτό σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται εφησυχασμός και αδράνεια όσον αφορά στην αμυντική μας πολιτική. Οι περισσότερες κρίσεις ξέσπασαν σε εποχές που δεν το περίμενε κανείς. Οι κλιμακούμενες εντάσεις σχεδόν πάντα αντιμετωπίζονται εγκαίρως. Τα λεγόμενα «θερμά επεισόδια» όμως ουδέποτε προαναγγέλλονται. Ουδείς είχε διαβλέψει την εξέλιξη της κρίσεως των Ιμίων. Από τότε μέχρι σήμερα πολλάκις προεβλέφθησαν ανάλογες κρίσεις χωρίς ποτέ να συμβούν. Όπερ έδει δείξαι... Γιατί όμως θέτουμε αυτόν τον προβληματισμό, όταν επί δεκαετίες πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες διαβεβαιώνουν για την ετοιμότητα και το αξιόμαχο των Ενόπλων μας Δυνάμεων; Δυστυχώς τα λόγια από τα έργα απέχουν! Και τις παραμονές των Ιμίων ακόμη παρείχετο η διαβεβαίωσις περί αξιομάχου η οποία δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη. Τι άλλαξε από τότε; Και δεν αναφερόμαστε στους εξοπλισμούς, αλλά στην νοοτροπία. Προβληματίσθηκε κανείς επί της ουσίας; Αναζητήθηκαν τα αίτια της ανεπαρκούς προετοιμασίας των Ενόπλων Δυνάμεων; Είχε κανείς το θάρρος να ομολογήση την ανεπαρκή προετοιμασία; Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Παρατηρήθηκε μια εμμονή στα εξοπλιστικά προγράμματα. Ωσάν αυτά από μόνα τους να ήσαν επαρκή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Ήλθε μάλιστα η εποχή κατά την οποία η αναγγελλία συνεδριάσεως του ΚΥΣΕΑ δημιουργούσε την εντύπωση ότι επίκεινται νέες αποφάσεις αμυντικών προμηθειών. Λες και αυτό είναι το μοναδικό έργο του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Αμύνης. Ακριβώς όμως επειδή -όπως άλλωστε προκύπτει και από τον τίτλο του- το ΚΥΣΕΑ είναι ένα όργανο με ευρύτατες αρμοδιότητες αναφορικά με την εξωτερική και την αμυντική πολιτική της χώρας, θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα πότε συνεδρίασε για τελευταία φορά; Αν ενθυμούμεθα καλώς, περί τα τέλη Μαϊου που ασχολήθηκε με τις κρίσεις των ανωτάτων αξιωματικών. Έκτοτε, δεν υπήρξε κανένα θέμα εξωτερικής ή αμυντικής πολιτικής που να άξιζε να συζητηθή σε αυτό το επίπεδο; Επιμένουμε λοιπόν ότι το πρόβλημα έγκειται κυρίως στην νοοτροπία. Εξ αιτίας της οποίας ουδείς ασχολείται με την ουσία των πραγμάτων. Καλές είναι οι διαβεβαιώσεις πως όλα βαίνουν καλώς. Καλά είναι και τα εξοπλιστικά πργράμματα. Ασχολήθηκε ποτέ κανείς με το εάν και κατά πόσον τα αποκτώμενα ή τα υφιστάμενα όπλα αξιοποιούνται στο 100% από τις Ένοπλες Δυνάμεις μας; Αν όχι γιατί να προχωρήσουμε στην απόκτηση άλλων; Ασχολήθηκε ποτέ κανείς με το ερώτημα αν ο προϋπολογισμός επαρκεί για την τεχνική και λογιστική υποστήριξη των υφισταμένων συστημάτων; Πολύς θόρυβος έχει γίνει σχετικά με την απόκτηση των αρμάτων μάχης «Λέοπαρντ 2». Μήπως θα έπρεπε να έχει ασχοληθή κανείς και με το κόστος λειτουργίας των 1735 αρμάτων μάχης που έχουμε σε υπηρεσία; Και με το εάν αυτά είναι αξιόμαχα! Πριν λίγα χρόνια αρμόδιος αξιωματικός είχε εξομολογηθή ότι ευρισκόμενος μεταξύ ομολόγων του από άλλες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίσθηκε με θαυμασμό λόγω του μεγάλου αριθμού αρμάτων που έχουμε σε υπηρεσία. Ο ίδιος όμως μάλλον οίκτιρε εαυτόν σκεπτόμενος ότι οι λίγες εκατοντάδες αρμάτων των ομολόγων του ήσαν 100% διαθέσιμες, την στιγμή κατά την οποία ο ίδιος δεν ήταν καθόλου βέβαιος για το ποσοστό των ελληνικών αρμάτων που θα μπορούσαν πράγματι να παραταχθούν για μάχη αν απητείτο! Δεν θέλουμε να γινόμαστε μάντεις κακών, αλλά ο προβληματισμός από όσα συμβαίνουν μας υποχρεώνει να γινόμαστε δυσάρεστοι. Γνωρίζουμε ότι δεν θα διαψευσθούμε, αλλά ελπίζουμε ότι τουλάχιστον κάτι θα αλλάξη, κάτι θα βελτιωθή στο μέλλον. (Από την Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ)