Στις δύο εβδομάδες που πέρασαν από τις σημαντικές για την Ελλάδα αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της ευρωζώνης, πλήθος είναι τα μηνύματα που μας έρχονται από όλον τον κόσμο. Μπορούμε να τα διακρίνουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα άρθρα και τις αναλύσεις που επιμένουν ότι αποκλείεται να τα καταφέρουμε χωρίς νέα, πολύ πιο εκτεταμένη διαγραφή υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου προς τις τράπεζες και τα άλλα κεφάλαια που το έχουν δανείσει
Στις δύο εβδομάδες που πέρασαν από τις σημαντικές για την Ελλάδα αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της ευρωζώνης, πλήθος είναι τα μηνύματα που μας έρχονται από όλον τον κόσμο. Μπορούμε να τα διακρίνουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα άρθρα και τις αναλύσεις που επιμένουν ότι αποκλείεται να τα καταφέρουμε χωρίς νέα, πολύ πιο εκτεταμένη διαγραφή υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου προς τις τράπεζες και τα άλλα κεφάλαια που το έχουν δανείσει, με επιφανέστερο ίσως εκπρόσωπο τον Βίλεμ Μπούιτερ, επικεφαλής οικονομολόγο της Citicorp εδώ και ενάμιση χρόνο (καθηγητή Οικονομικών στο LSE και, προηγουμένως, σύμβουλο της κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας), χθες, στους «Financial Times». 
Τώρα που οι κυβερνήσεις του ευρώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκαναν το βήμα να αποδεχτούν μια αξιολόγηση χώρας-μέλους από τους εντεταλμένους οίκους σε «επιλεκτική» ή «μερική χρεοκοπία», είναι το σκεπτικό του, δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν και νέες αναδιαρθρώσεις του ελληνικού χρέους σε αναγκαστική πλέον, όχι εθελοντική βάση. Ο ίδιος υπολογίζει ότι απαιτείται διαγραφή 65 έως 80% του χρέους για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας και, ώσπου να γίνει, θα μπαινοβγαίνουμε στην αξιολόγηση της «χρεοκοπίας», ενώ φαιές είναι οι προβλέψεις του για όλη την ευρωζώνη. Δεν περιμένει να διαλυθεί αλλά ούτε να μετατραπεί σε δημοσιονομική ένωση.
Στη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονται οι τοποθετήσεις όλων όσοι υποστηρίζουν ότι μετά τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου η Ελλάδα θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση του χρέους, με την προϋπόθεση να ακολουθεί τις αναγκαίες πολιτικές, όπως περιγράφονται σε Μνημόνιο και Μεσοπρόθεσμο, θα προβλέπονται στο Μνημόνιο-2 κ.ο.κ.: μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, συμπίεση δημοσίων δαπανών, πληρωμή περισσότερων φόρων, που θα οδηγήσουν στη δημιουργία πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων και ταυτόχρονα, με στήριξη και από την Ευρώπη, θα επαναφέρουν ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να αρχίσουν και πάλι να αυξάνονται εισοδήματα και απασχόληση από τα οδυνηρά μειωμένα τωρινά επίπεδα. Προβάλλονται από τους θεσμικούς παράγοντες, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εν μέρει από αντιπολιτευόμενα κόμματα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ, τον ΟΟΣΑ με έμφαση χθες στη νέα έκθεσή του για τη χώρα μας, αλλά από σχετικά λίγους ανεξάρτητους οικονομολόγους.

Η πλειονότητα όσων αρθρογραφούν στον διεθνή Τύπο μάλλον συμμερίζεται την εκτίμηση του κ. Μπούιτερ, ότι παρά την ελάφρυνση στην εξυπηρέτηση του χρέους που συμφωνήθηκε - χαμηλότερα επιτόκια, περίοδος χάριτος, μακρές διάρκειες για την εξόφληση - και πάλι οι υποχρεώσεις είναι υπέρογκες για να αντεπεξέλθει η χώρα. Δεν έχουν όλοι ίδιο συμφέρον να προτρέπουν στην αναγκαστική αναδιάρθρωση του χρέους. Δεν έχουν όλοι στοιχηματίσει σε CDS ελληνικών ομολόγων για να αποκομίσουν υπερκέρδη από μια τέτοια χρεοκοπία, τη διαγραφή χρέους ζητούν άλλωστε και οικονομολόγοι της Αριστεράς. Ο κοινός τους παρονομαστής είναι η δυσπιστία στην πολιτική και την κοινωνία.

Στη μεν οικονομική σκέψη που επικρατεί από τη δεκαετία του 1980 κυριαρχεί η πρωτοκαθεδρία των αγορών. Κοινωνία δεν υπάρχει, είχε πει η Μάργκαρετ Θάτσερ, η πολιτική δεσμεύεται από επιμέρους συμφέροντα ψηφοφόρων και χρηματοδοτών, δέσμιο τέτοιων συμφερόντων γίνεται αναποτελεσματικό το κράτος, οπότε βέλτιστες λύσεις μπορούν να προκύψουν μόνο μέσα από τον ανταγωνισμό ιδιωτικών συμφερόντων (μεγάλων εταιρειών/τραπεζών, μεμονωμένων επαγγελματιών ή και εργατών, αδιάφορο!) στην αγορά. Αυτόν τον σωτήριο ανταγωνισμό νοθεύει κάθε απόπειρα διαπραγμάτευσης, συλλογικής ιδίως, ή κοινωνικής συμφωνίας, συνεπώς περιττεύει, βλάπτει. Μόνο μέσα από την απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών θα επιτευχθούν οι επιβαλλόμενες προσαρμογές, όπου το κόστος (πόσοι θα εξαθλιωθούν, πόσα δημόσια αγαθά θα καταστραφούν, πόσο θα διευρυνθούν οι ανισότητες) θα είναι προσωρινό! Αλλά τη χρησιμότητα διαπραγματεύσεων και συμφωνιών στις πραγματικές, δύσκολες σημερινές συνθήκες αδυνατούν να αντιληφθούν και ορκισμένοι εχθροί του νεοφιλελευθερισμού για εντελώς διαφορετικούς λόγους: στις καταιγιστικές εξελίξεις της τριακονταετίας έχασαν την εμπιστοσύνη σε μεταρρυθμίσεις που θα συνδιαμόρφωναν ασθενέστερες και προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις, προτιμούν τη συνολική αντίθεση προς το κυρίαρχο οικονομικο-κοινωνικό σύστημα, συνδέονται ίσως με οργανωμένα συμφέροντα, πρωτοπόρα άλλοτε, αλλά όλο και πιο συντηρητικά πλέον, καθώς ο κόσμος αλλάζει. Το κόστος μιας σύγκρουσης με τον τοίχο δεν το μετρούν, το καταγγέλλουν.

Από την πορεία που ακολουθούμε ενάμιση χρόνο τώρα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε απαισιόδοξοι. Ιδιοκτήτες φορτηγών πέρυσι, ταξί αυτές τις μέρες, πολυάριθμες άλλες επαγγελματικές κατηγορίες έχουν βαλθεί να δικαιώσουν τη ρήση ότι κοινωνία δεν υπάρχει, ούτε δημόσιο, κοινό συμφέρον. Λιγότερο θεαματικά και προβαλλόμενα όμως υπάρχουν γύρω μας και πολλά ενθαρρυντικά σημάδια παραγωγικών πρωτοβουλιών, αλληλέγγυων εκδηλώσεων στην αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμα το παιχνίδι παίζεται. Με όλες τις καθυστερήσεις, αδικίες και ανεπάρκειες που μπορεί να επικρίνει κανείς στην κυβέρνηση, η συζήτηση για την αναμόρφωση του Φορολογικού που εγκαινιάστηκε προχτές είναι μία ακόμα ευκαιρία.
(από την εφημερίδα "Τα Νέα")