Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΪΤΑΝΤΖΙΔΗ
Ενώ η αντιπρόεδρος της Κομισιόν Λογιόλα ντε Παλάθιο έθεσε προχθές εκ νέου τους προβληματισμούς της για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών πετρελαίου, με κύριο μέσο την αξιοποίηση των αποθεμάτων ασφαλείας των κρατών-μελών, οι κυβερνήσεις, φυσικά και η ελληνική, αυτοσχεδιάζουν, αξιοποιώντας η κάθε μία τα μέσα που διαθέτει. Σε ό,τι μας αφορά, το υπουργείο Ανάπτυξης έχει εστιάσει τις προσπάθειές του στους συνεχείς ελέγχους και στις συνεννοήσεις με τις εταιρείες εμπορίας, κρίνοντας ότι η μέχρι στιγμής συμπεριφορά της αγοράς -βοηθούσης και της ισοτιμίας του ευρώ με το δολάριο- έχει περιορίσει στο ελάχιστο τη μεταφορά στην κατανάλωση των ανατιμήσεων του αργού. Επιπλέον, και σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, το υπουργείο Ανάπτυξης έχει καταλήξει στο ότι η διαμόρφωση των τιμών σε σχετικά χαμηλά επίπεδα προέρχεται κυρίως από τον ανταγωνισμό που έχει αναπτυχθεί, όχι τόσο μεταξύ των εταιρειών που κατέχουν τα μεγάλα μερίδια στην αγορά (γύρω στο 20% η κάθε μία), αλλά ανάμεσα στις μεγάλες και στις λεγόμενες μικρές εταιρείες. Φθηνότερες οι μικρότερες εταιρείες Οι τελευταίες, ως γνωστόν, με μερίδια μέχρι 4% η κάθε μία, διαθέτοντας μεγαλύτερη ευελιξία και χαμηλότερο κόστος διαχείρισης δικτύου, στην προσπάθειά τους να κερδίσουν μερίδια λειτουργούν με χαμηλότερα περιθώρια, ευνοώντας έτσι τη διατήρηση των τιμών σε σχετικά ικανοποιητικά επίπεδα. Ετσι, δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα και εφ' όσον τα πράγματα «αγριέψουν» από την άποψη των τιμών, να δούμε κινήσεις από το ΥΠΑΝ που εμμέσως θα διευκολύνουν την επέκταση των μικρών εταιρειών. Βεβαίως, οι κινήσεις αυτές υποκρύπτουν και κάποιους κινδύνους. Υπάρχει η γενικότερη αντίληψη ότι τα δίκτυα των λεγόμενων μικρών εταιρειών είναι περισσότερο ευπρόσβλητα από τα κυκλώματα της διακίνησης παράνομων προϊόντων και οι πρατηριούχοι τους περισσότερο επιρρεπείς σε νοθείες. Το πρόβλημα αυτό το ΥΠΑΝ σκοπεύει να αντιμετωπίσει με την εντατικοποίηση των ελέγχων από τα ΚΕΔΑΚ (κινητές μονάδες ελέγχου), τα οποία από την περασμένη εβδομάδα έχουν ενισχυθεί με συμβασιούχους υπαλλήλους που προσελήφθησαν από τον ΟΑΕΔ. Τυπικές και πραγματικές τιμές αργού Πέρα όμως από αυτά, έχει ενδιαφέρον να γίνει γνωστό ότι οι τιμές του αργού επιδρούν πολύ λίγο στο πραγματικό κόστος παραγωγής των προϊόντων (βενζίνες, ντίζελ κ.λπ.). Οπως αναφέρουν ειδικοί στην πετρελαιαγορά, είναι σχεδόν αδύνατον μία εταιρεία διύλισης να πληρώνει το αργό πετρέλαιο στις τιμές που ανακοινώνονται καθημερινά ως τιμές χρηματιστηρίων προϊόντων και φυσικά δημιουργούν το ανατιμητικό κλίμα στην αγορά. Συγκεκριμένα, στον προσδιορισμό της τιμής αγοράς αργού, η τιμή είναι το τελευταίο πράγμα που λαμβάνεται υπ' όψιν, καθώς αποτελεί μία σταθερά που δημοσιεύεται καθημερινά στα χρηματιστηριακά δελτία. Οι παράγοντες που διαμορφώνουν την τιμή του αργού είναι, για παράδειγμα, το ιξώδες του (ΑΡΙ), είναι η περιεκτικότητά του σε θείο, είναι οι όροι παραλαβής, αν δηλαδή αυτή γίνεται με μακροχρόνιο συμβόλαιο που προβλέπει σταθερές ημερομηνίες παράδοσης, αν η σύμβαση αγοράς αφορά ιδιωτική εταιρεία ή είναι διακρατική. Για παράδειγμα, όσο πιο «βαρύ» είναι το αργό ή όσο μεγαλύτερη πρόσμιξη σε θείο έχει, τόσο φθηνότερο είναι. Ακόμη, αν ο προμηθευτής είναι υποχρεωμένος να το παραδίδει σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, επιβάλλει επιπλέον τέλος. Επίσης, οι διακρατικές συμφωνίες είναι πάντα πιο συμφέρουσες οικονομικά από τις καθαρά εμπορικές. Τι πετρέλαιο «παίρνει» το διυλιστήριο; Ακόμη πρέπει να πούμε ότι κάθε διυλιστήριο είναι σχεδιασμένο για συγκεκριμένους τύπους αργού πετρελαίου, που είναι συνήθως ευκολότερα διαθέσιμοι στην περιοχή που βρίσκεται. Ο σχεδιασμός επιτρέπει, με την πρόσμιξη των διαφόρων τύπων αργού, στη διαδικασία διύλισης, να υπάρχει το καλύτερο αποτέλεσμα. Δηλαδή να παράγεται ο καλύτερος και πιο κερδοφόρος συνδυασμός προϊόντων. Για παράδειγμα, το διυλιστήριο του Ασπρόπυργου είναι σχεδιασμένο να τροφοδοτείται με αργό προελεύσεως Ρωσίας και Ιράν (βαρύ). Οι δε τιμές που καταβάλλει είναι χαμηλότερες κατά 4-5 δολάρια το βαρέλι από τις τιμές που ισχύουν στο μπρεντ την ημέρα της παραλαβής. Πέρα όμως από αυτά, η διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων, μικρή σχέση έχει με τις τιμές του αργού. Και αυτό επειδή και στα προϊόντα οι τιμές διαμορφώνονται στα χρηματιστήρια με βάση την προσφορά και τη ζήτηση. Ετσι, και με φθηνό αργό πετρέλαιο, εφ' όσον ενσκύψει βαρύς χειμώνας και αυξηθεί υπερβολικά η ζήτηση για πετρέλαιο θέρμανσης, η τιμή του τελευταίου θα ανεβεί. Επίσης, αν για οποιονδήποτε λόγο περιοριστεί η παραγωγή βενζίνης την άνοιξη, τότε είναι βέβαιο ότι η τιμή της θα εκτοξευθεί, όπως συνέβη φέτος με τον περιορισμό των αποθεμάτων βενζίνης στις ΗΠΑ, λόγω διακοπής λειτουργίας ορισμένων διυλιστηρίων. Η σχέση κόστους παραγωγής καυσίμων και εμπορικής τιμής είναι θέμα που το εξετάζουν εδώ και πολύ καιρό οι αρμόδιες αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, χωρίς μέχρι στιγμής να έχουν καταλήξει σε συγκεκριμένη άποψη, ενώ θεωρητικά αντίστοιχη έρευνα πραγματοποιεί και η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού. Πιστεύουμε ότι πολύ θα ήθελαν οι ελληνικές κυβερνήσεις να αποκτήσουν μία σαφή εικόνα για το πραγματικό κόστος παραγωγής των καυσίμων στα διυλιστήρια, για να μπορέσουν να επέμβουν και εκεί. Αλλά κάτι τέτοιο το βρίσκουμε από δύσκολο έως πολύ δύσκολο, γιατί, αν ήταν εύκολο, θα είχαν πετύχει προηγούμενες προσπάθειες. (Από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία)