Του Κ. Ν. Σταμπολή
Ενώ οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου συνέχισαν ν’ανεβαίνουν καθ’όλη την διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας, καταρρίπτοντας το ρεκόρ των τελευταίων 25 ετών για να φθάσουν τα 45 δολ. τα βαρέλι στο NYMEX της Ν. Υόρκης και στα 41.7 δολ. στο ΙΡΕ του Λονδίνου, τίθεται το εύλογο ερώτημα μέχρι που πραγματικά μπορεί να φθάσουν. Οι περισσότεροι αναλυτές τείνουν να συμφωνήσουν ότι η ανοδική πορεία τους θα συνεχισθεί και οι τιμές στα διεθνή χρηματιστήρια μπορεί άνετα να φθάσουν τα 50 και πλέον δολάρια το βαρέλι μέσα στις επόμενες εβδομάδες, πριν υποχωρήσουν και σταθεροποιηθούν στην ζώνη των 40-42 δολ./βαρέλι. Διατυπώνονται βέβαια και κάποιες ακραίες εκτιμήσεις που ομιλούν για συνεχή αύξηση των τιμών και διαμόρφωση τους στα 75-80 δολ. το βαρέλι μέχρι και τα τέλη Νοεμβρίου. Κάτι που ενδεχομένως θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση νέων μεγάλων τρομοκρατικών ενεργειών και περαιτέρω πολιτικής αστάθειας στη Μ. Ανατολή. Οι εκτιμήσεις περί συνεχιζόμενης ανόδου των τιμών βασίζεται στην κατάσταση που επικρατεί αυτήν την εποχή στο διεθνές σύστημα παραγωγής, μεταφοράς και ζήτησης πετρελαίου. Παρά τα πολύ πρόσφατα στοιχεία για μείωση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας (το πρώτο επτάμηνο του έτους διαμορφώθηκε στο 15.5% με στόχο το 12% για το έτος σε σύγκριση με το 23% του 2003) και την αναμενόμενη μικρή κάμψη της παραγωγικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ το Β’ εξάμηνο του 2004, η ζήτηση για αργό και προϊόντα θα εξακολουθήσει ν’αυξάνεται στο άμεσο μέλλον κάτι που θα γίνει ιδιαίτερα αισθητό το τελευταίο τρίμηνο του έτους όπου υπάρχουν αυξημένες ανάγκες για φορτία πετρελαίου λόγω της χειμερινής περιόδου θέρμανσης. Από την άλλη πλευρά, δηλαδή αυτή της παραγωγής, η κατάσταση χαρακτηρίζεται ως κρίσιμη αφού η παγκόσμια παραγωγή φαίνεται να μην μπορεί να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση. Η Σαουδική Αραβία, ο μεγαλύτερος παραγωγός αργού στον κόσμο και διαθέτοντας τα υψηλότερα βεβαιωμένα αποθέματα υδρογονανθράκων (25% των παγκοσμίως γνωστών αποθεμάτων) θεωρείται ο ρυθμιστής του παγκοσμίου παραγωγικού συστήματος αφού μόνο αυτή, εν είδη μπαλαντέρ, μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαθέσει την επιπλέον απαιτούμενη παραγωγική δυνατότητα, ικανή να ικανοποιήσει περιοδικές ελλείψεις της αγοράς. Η Σ. Αραβία η οποία παράγει συνήθως 8.0-8.5 εκ. βαρέλια την ημέρα, αυτήν την στιγμή παράγει 9.8 εκ. βαρέλια με δυνατότητα μέγιστης παραγωγής τα 10.2 εκ. βαρέλια/ημέρα. Δηλαδή έχουν μειωθεί σοβαρά οι εφεδρείες της, αν και τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι μέχρι τα τέλη του έτους η παραγωγή της θα έχει αυξηθεί κατά 800.000 βαρέλια/ημέρα, αποτέλεσμα της αναβαθμιστής δυο γνωστών κοιτασμάτων. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η διαφορά μεταξύ παραγωγής και ζήτησης έχει μειωθεί επικίνδυνα πλέον στα 1.0-1.5 εκ. βαρέλια την ημέρα σε μια παγκόσμια ζήτηση η οποία, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνή Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) φθάνει τα 83.5 εκ. βαρέλια την ημέρα και η οποία μέχρι πρόσφατα είχε υποεκτιμηθεί. Ένα τόσο μικρό νούμερο δεν αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμού αφού ένα αναπάντεχο γεγονός (π.χ. φυσική καταστροφή, σαμποτάζ, τεχνικές βλάβες, απεργίες) μπορεί ν’ανατρέψει την κατάσταση από την μια ημέρα στην άλλη δημιουργώντας έλλειμμα στο εύθραυστο παγκόσμιο ισοζύγιο παραγωγής-ζήτησης, κάτι που μόνο τα στρατηγικά αποθέματα των διαφόρων χώρων και ιδιαίτερα αυτό των ΗΠΑ θα μπορούσαν να καλύψουν. Για αυτόν ακριβώς το λόγο η Κοινοτική Επίτροπος, υπεύθυνη για θέματα ενέργειας, κα. Λογιόλα Παλάθιο, ζήτησε πριν από μερικές ημέρες από την Ευρωβουλή να εξετασθεί πρόταση της Επιτροπής για αύξηση του ορίου αποθεμάτων από 90 σε 120 ημέρες για όλες τις χώρες της Ε.Ε. Πιθανή αποδοχή του αιτήματος της Ευρωπαίας Επιτροπού θα είχε άμεσες και σοβαρές επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής αφού θα εσήμανε μεγάλες επενδύσεις σε Ευρωπαϊκή κλίμακα, για αύξηση των αποθηκευτικών χώρων, ενώ δεν θ’άφηνε ανεπηρέαστες και τις διεθνείς τιμές αφού θα παρατηρείτο αυξημένη ζήτηση από την Ευρωπαϊκή ήπειρο, έστω και πρόσκαιρα. Μακροχρόνια όμως αυτό θα ενίσχυε περαιτέρω το αίσθημα ασφαλείας των Ευρωπαίων καταναλωτών ενώ θα αναβάθμιζε και την διαπραγματευτική θέση των περισσότερων Ευρωπαϊκών διυλιστηρίων, που είναι και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και εμπλεκόμενοι στην διαδικασία των αποθεμάτων. Όμως το πιο ουσιώδεις ερώτημα που τίθεται μετ’επιτάσεως πλέον από παραγωγούς και καταναλωτές παρομοίως, οι οποίοι προσπαθούν να εκτιμήσουν στοιχειωδώς τα έσοδα και εκταμιεύσεις τους αντιστοίχως για τους επόμενους 12 μήνες, αφορά το επιθυμητό επίπεδο της τιμής του πετρελαίου. Εδώ οι απόψεις και τα συμφέροντα διίστανται και οι τιμές διαμορφώνονται ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία αντικρίζει ο κάθε ενδιαφερόμενος την σκηνή. Σήμερα, οι εκτιμήσεις για μια σωστή και δίκαιη τιμή του πετρελαίου διαφέρουν ανάλογα με την θέση και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί ο καθένας: ·Το καρτέλ του ΟΠΕΚ επιθυμούσε μέχρι πρόσφατα οι τιμές του πετρελαίου να κυμαίνονται μεταξύ 22-28 δολάρια το βαρέλι. Τώρα, έχει αναθεωρήσει την στάση του και προσανατολίζεται για μια νέα επιθυμητή ζώνη τιμών 28-34 δολ/βαρέλι. ·Η Σ. Αραβία επισήμως υποστηρίζει ότι θα ητο ευχαριστημένη με 30 δολάρια το βαρέλι άλλα ουδείς σοβαρός παρατηρητής δεν την πιστεύει. Πάντως είναι γεγονός ότι με την τιμή του πετρελαίου μικρότερη από τα 28 δολάρια/βαρέλι το Βασίλειο την Σαούδ θα έχει μεγάλο πρόβλημα να εξυπηρέτηση το δημόσιο χρέος του που αγγίζει πλέον τα 170 δισ. εκατ. δολ. (πάντως μικρότερο αυτού της Ελλάδας!) ·Οι πετρελαϊκές εταιρείες έχουν αποδεχθεί αυτό το νέο φάσμα τιμών, διότι τους δίνει κίνητρα για έρευνα κα ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων. Οι ίδιες πάντως, δεν θα είχαν αντίρρηση να δουν τις τιμές και λίγο πιο ψηλά, δηλαδή στα 35-40 δολάρια το βαρέλι. ·Οι καταναλωτές, ιδιώτες και εταιρείες, θα έβλεπαν με ευχαρίστηση την τιμή του πετρελαίου να κινείται κάτω από τα 15 δολάρια το βαρέλι. ·Οι κυβερνήσεις των πετρελαιοεισαγωγικών χώρων θα επιθυμούσαν το βαρέλι γύρω στα 20-25 δολ. ώστε να μπορούν να έχουν κάποια σοβαρά φορολογικά έσοδα, χωρίς η τιμή του να εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη. ·Ο Οσάμα Μπίν Λάντεν τέλος, πιστεύει ότι το πετρέλαιο πρέπει να τιμάται στα 144 δολάρια το βαρέλι! Σε ένα από τα λιγότερα γνωστά κείμενα του προ της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, σε μια πραγματεία του περί πετρελαίου και οικονομικών του Βασιλείου, υποστήριζε ότι οποιαδήποτε τιμή χαμηλότερη από τα 144 δολάρια αποτελεί καταλήστευση της Σ. Αραβίας εκ μέρους των ΗΠΑ. Και τις κατηγορούσε ότι με την παρουσία τους στον Κόλπο υποχρεώνουν τους παραγωγούς να πωλούν το πετρέλαιο σε εξευτελιστικές τιμές. Ο Μπιν Λάντεν είχε υπολογίσει ότι η Αμερική χρωστά στον Αραβικό κόσμο 36 τρισεκ. δολάρια, ποσό που τώρα ίσως υπερβαίνει τα 50 τρισεκ. δολάρια. Εξυπακούεται ότι εάν η τιμή του πετρελαίου ξεφύγει κατά πολύ προς τα άνω οι υψηλές τιμές του θα επιδράσουν αρνητικά την παγκόσμια οικονομία με αποτέλεσμα την επάνοδο σε μια νέα εποχή στασιμοπληθωρισμού. Κάτι που δεν επιθυμούν ούτε οι ίδιες οι παραγωγοί χώρες. Όμως, τους τελευταίους 10 μήνες η οικονομία κινείται και αναπτύσσεται σ’έναν κόσμο με σχετικά υψηλές τιμές πετρελαίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν είναι τόσο μεγάλες, τουλάχιστον μέχρι τα 35 δολ/βαρέλι. Αυτό, σύμφωνα με αναλυτές, οφείλεται στο γεγονός ότι η παγκόσμιος οικονομία, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι σήμερα πολύ λιγότερο εξαρτημένη από το πετρέλαιο απ’ότι ητο τις δεκαετίες του 70 και 80. Οι πρόσφατες εξελίξεις στις διεθνείς αγορές οδηγούν σ’ένα πρώτο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει μια χρυσή τομή στην διαμόρφωση των τιμών πετρελαίου, οι οποίες απ’έδω και στο εξής θα κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα και θα καθορίζονται τελείως ελεύθερα από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.