Ενθαρρύνοντας τους καταναλωτές να «αγοράσουν πράσινα» κάνοντας τα φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα φθηνότερα, θα μπορούσαν να υπάρξουν συνέπειες, μιας και το πολύ επίφοβο «rebound effect» θα μπορούσε να ωθήσει σε περαιτέρω μεγαλύτερη κατανάλωση, αναφέρουν οι περιβαλλοντολόγοι.

Ενθαρρύνοντας τους καταναλωτές να «αγοράσουν πράσινα» κάνοντας τα φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα φθηνότερα, θα μπορούσαν να υπάρξουν συνέπειες, μιας και το πολύ επίφοβο «rebound effect» θα μπορούσε να ωθήσει σε περαιτέρω μεγαλύτερη κατανάλωση, αναφέρουν οι περιβαλλοντολόγοι.

Τα φιλικά προς το περιβάλλον αγαθά είναι συχνά υπερτιμημένα για πολλούς καταναλωτές και όσο η οικονομική κρίση συνεχίζει να προκαλεί προβλήματα, πολλοί προτείνουν να υπάρξουν αλλαγές στην φορολογία με στόχο να γίνουν τα πράσινα προϊόντα πιο οικονομικά.

Αλλά τα ενδιαφερόμενα μέλη συγκεντρωμένα σε μια διάσκεψη αφιερωμένη στην απόδοση των πόρων νωρίτερα αυτό τον μήνα (11 Οκτωβρίου) προειδοποίησαν ότι «πουλώντας» την απόδοση των πόρων για την εξοικονόμηση χρημάτων θα μπορούσαν να προκύψουν σοβαρές συνέπειες.

«Πουλώντας την απόδοση των πόρων για την εξοικονόμηση δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα καθώς οι άνθρωποι θα πάνε να αγοράσουν διαφορετικά προϊόντα.» υπογράμμισε ο υπεύθυνος των εκστρατειών της WWF Μεγάλης Βρετανίας David Norman.

Το ίδιο πρόβλημα προκύπτει για παράδειγμα στην αύξηση ενεργειακής απόδοσης, που λαμβάνεται από την αποτελεσματικότερη αποθήκευση που αντισταθμίζεται από την τακτική προσθήκη νέων gadgets που καταναλώνουν ενέργεια στα σπίτια μας, ανέφερε ο Νorman.

Το αυτοαποκαλούμενο «rebound effect” έχει ήδη αναγνωριστεί σαν ένα πρόβλημα στις συζητήσεις σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Για παράδειγμα οι ιδιοκτήτες αυτοκινήτων με αποδοτικότητα καυσίμου θα μπορούσαν ευκολότερα να μπουν στον πειρασμό να οδηγήσουν περισσότερο και τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν από την θέρμανση χάρις την μόνωση θα μπορούσαν να ξοδευτούν για διακοπές στο εξωτερικό.

Ενώ ο Norman αναγνώρισε πως τα rebound effects δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένα από ακαδημαϊκή έρευνα, τόνισε την ανάγκη για αναζήτηση νέων αξιών, όπως την εκτίμηση της αξίας των ποιοτικών προϊόντων αντί της κατανάλωσης των φθηνών.

Ερωτώμενος για τις ενδεχόμενες λύσεις για το πρόβλημα του rebound effect, ο Steve Stone από την οικονομική και εμπορική εταιρία UNEP επέμενε στην σημασία της τιμής. «Οι τιμές δεν αντικατοπτρίζουν τους πόρους που χρησιμοποιήθηκαν» είπε, αναφέροντας πως η τιμή των μη βιώσιμων προϊόντων δεν είναι αρκετά υψηλή.

Ο Norman συμφώνησε πως η τιμή ήταν ένας «θεμελιώδης» παράγοντας και πως «είναι απαραίτητο να την ανεβάσουμε όσο πιο ψηλά γίνεται». Αλλά είπε επίσης πως «θα πρέπει να επικεντρωθούμε στις αξίες γιατί στο τέλος δεν είναι μόνο οικονομικό θέμα, αλλά επίσης και επέκτασης χώρου για ανθρώπους σε άλλα μέρη του κόσμου και διασφαλίζοντας πως οι επόμενες γενιές μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους και των οικογενειών τους επίσης».

«Κοινωνία μίσθωσης»

O Gerben-Jan Gerbrandy, Ολλανδός φιλελεύθερος Ευρωβουλευτής ο οποίος επεξεργάζεται τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφορικά με τον Οδικό Χάρτη επάρκειας πόρων της Επιτροπής πρότεινε ότι μπορεί να βρεθεί τρόπος όχι απαραίτητα για να καταναλώνουμε λιγότερο, αλλά «πιο έξυπνα».

Για παράδειγμα, ανέφερε ότι η χρήση υλικών όπως το γυαλί, το οποίο είναι απείρως ανακυκλώσιμο, είναι ενδεδειγμένη «εάν το ανακυκλώνουμε κάθε φορά στο 100%».

Επίσης πρότεινε να εξεταστεί στενότερα το ενδεχόμενο μιας «κοινωνίας μίσθωσης», στην οποία οι καταναλωτές δε θα αγοράζουν απαραίτητα προϊόντα, για παράδειγμα τηλέφωνα, αλλά θα πληρώνουν για να τα χρησιμοποιούν. Μετά τη χρήση, οι καταναλωτές θα τα επιστρέφουν και αυτά θα τίθενται είτε προς επαναχρησιμοποίηση είτε προς ανάκτηση μέσω ανακύκλωσης.

Μία τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε σε κυκλική οικονομία, συμπέρανε ο Gerbrandy.

Βοηθούν οι επιχειρήσεις στην αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς;

Μιλώντας στη διάσκεψη, ο Thomas Lingard, νομικός σύμβουλος της Unilever, ανέφερε ότι οι μεγάλες πολυεθνικές έχουν την εμπειρία να «περνούν» μηνύματα, επομένως μπορούν να βοηθήσουν στην προώθηση καλής περιβαλλοντικής συμπεριφοράς.

Εξήγησε για παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο η Unilever είχε αυξήσει τις πωλήσεις οδοντόκρεμας στη βόρεια Αφρική χωρίς να τονίσει άμεσα ότι το πλύσιμο των δοντιών είναι καλό για την υγεία. Αντί γι’ αυτό, η Unilever συνέδεσε το πλύσιμο των δοντιών με ένα υποσυνείδητο μήνυμα – π.χ.: την αντίληψη να μοιράζεσαι χρόνο με τους γονείς και τα παιδιά σου.

Πράγματι, μεγάλες διαφημιστικές εταιρίες ξοδεύουν αρκετό χρόνο και χρήματα στο να συνειδητοποιήσουν τη συμπεριφορά του καταναλωτή, προκειμένου να ασκήσουν την κατάλληλη επιρροή. Γι’ αυτό αρκετοί προτείνουν ότι οι πολυεθνικές, εξαιτίας της εμβέλειάς τους, θα μπορούσαν να προωθήσουν μία πιο βιώσιμη καταναλωτική συμπεριφορά.

Προτεραιότητα η πράσινη παραγωγή

Όμως δεν πρέπει να επικεντρωθούμε μόνο στην καθοδήγηση της καταναλωτικής συμπεριφοράς ή στην παρότρυνση ορισμένων περιβαλλοντικά ευσυνείδητων αγοραστών να προτιμούν αγαθά που είναι «καλύτερα για το περιβάλλον». Η πλευρά της παραγωγής είναι εξίσου σημαντική, εάν όχι πιο σημαντική, δεδομένου ότι οι καταναλωτές πρέπει να έχουν την ευκαιρία να επιλέγουν πράσινα αγαθά.

Σε συνέδριο για τη βιώσιμη προμήθεια των τροφίμων που διοργανώθηκε στις Βρυξέλλες την περασμένη εβδομάδα (19 Οκτωβρίου), σημειώθηκε ότι ενώ ο μέσος καταναλωτής επιθυμεί να «κάνει το σωστό» και να αγοράσει πράσινα προϊόντα, ελάχιστοι είναι αυτοί που το πράττουν.

Γενικά, οι καταναλωτές τείνουν να σκέφτονται ότι κάποιος άλλος θα κάνει το σωστό και για τους ίδιους. Στο λιανικό εμπόριο, η πρακτική να κατευθύνεις τους καταναλωτές προς συγκεκριμένες επιλογές ονομάζεται «choice-editing».

Με το choice-editing εννοούμε ότι τα επιβλαβή για το περιβάλλον προϊόντα απομακρύνονται για παράδειγμα από τα ράφια των καταστημάτων μέσω ρυθμίσεων και προτύπων, ή από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, εθελοντικά, ως ένδειξη δημιουργίας βιώσιμων προϊόντων.