Του Κ. Ν. Σταμπολή
Με τις τιμές του πετρελαίου να έχουν πλέον εκτοξευθεί στα ύψη –την εβδομάδα πέρασε η ποικιλία West Texas Intermediate στην αγορά εμπορευμάτων ΝΥΜΕΧ της Ν. Υόρκης έφθασε τα 48 δολ./βαρέλι- καθώς οι δυνάμεις της αγοράς προεξοφλούν μια μακροχρόνια στενότητα σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, οι ανησυχίες εντείνονται από παραγωγούς και καταναλωτές για το που μπορεί να οδηγήσει την διεθνή οικονομία μια ανεξέλεγκτη άνοδος των τιμών του μαύρου χρυσού. Οι προοπτικές για μια γρήγορη επάνοδο σε χαμηλότερες και πλέον λογικές τιμές, στην ζώνη τον 28 – 36 δολ./βαρέλι, δεν είναι εμφανείς, τουλάχιστον για τους αμέσως επόμενους μήνες δηλ. μέχρι τα τέλη του έτους. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις στο Ιρακ και τις προσπάθειες για ειρήνευση, από την πολιτική κατάσταση στη Σαουδική Αραβία, από τις εξελίξεις στη Ρωσία γύρω από τη Yukos αλλά και γενικότερα την πολιτική που πρόκειται ν’ ακολουθήσει ο πρόεδρος Πούτιν στο νευραλγικό τομέα του υδρογονανθράκων που προσπαθεί να ελέγξει, και τέλος από το μέτωπο της ενεργειακής ζήτησης σε ΗΠΑ και Κίνα. Μπορεί οι υψηλές τιμές πετρελαίου να είναι ανάθεμα για τις κυβερνήσεις (των πετρελαιοεισαγωγικών χωρών) και τους καταναλωτές, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι πλέον να προσφύγουν σε αυτοσχέδιες και επώδυνες μεθόδους εξοικονόμησης ενέργειας, αποτελούν όμως σοβαρό κίνητρο για τις εταιρείες πετρελαίου οι οποίες επενδύουν σταθερά σε έρευνα για την ανακάλυψη και ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει σε σχετική αρθρογραφία μας στην ‘Κ’, πολλά δευτερεύοντα η δύσκολα κοιτάσματα με τα οποία ουδείς θα ησχολείτο όσο οι τιμές παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα, αποκτούν τώρα νέα σημασία και παρουσιάζουν ερευνητικό ενδιαφέρον. Στην χώρα μας υπάρχουν αρκετά τέτοια κοιτάσματα τα οποία λόγω μεγάλου βάθους ή και έλλειψης επαρκών στοιχείων έχουν χαρακτηρισθεί στο παρελθόν ως περιθωριακά ή δύσκολα. Σήμερα η Ελλάδα καταναλώνει περί τα 18.0 εκ. τόνους πετρελαίου τον χρόνο οι οποίοι ισοδυναμούν με 360.000 βαρέλια την ημέρα. Με εξαίρεση τα 4.000 βαρέλια που παράγει η γεώτρηση του Πρίνου –είχε φθάσει να παράγει περί τα 30.000 βαρέλια μέσο όρο την περίοδο 1982-1990- όλα τα άλλα εισάγονται. Δηλαδή η χώρα εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από εισαγωγές αργού που προέρχονται κυρίως από την Ρωσία και τον Περσικό Κόλπο. Παρά το γεγονός ότι ζούμε σε μια πλήρως παγκοσμιοποιημένη και εμπορικά απελευθερωμένη αγορά, η οποία λειτουργεί χάρις στην ελεύθερη διακίνηση όλων των αγαθών, το πετρέλαιο παραμένει μια στρατηγικής φύσεως πρώτη ύλη, η εξασφάλιση της οποίας, υπό την μορφή ελεγχόμενων αποθεμάτων, προσδίδει κύρος, πλούτο και σχετική ανεξαρτησία κινήσεων στο κυρίαρχο κράτος. Αν και πρόδηλα τα οφέλη που προκύπτουν από τη ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έκριναν σκόπιμο να σταματήσουν ή και να εμποδίσουν κάθε έρευνα στον Ελληνικό χώρο με το ανεδαφικό επιχείρημα ότι η χώρα μας είναι πτωχή σε κοιτάσματα και δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμεθα με ατελέσφορες ερευνητικές δραστηριότητες. Όμως για το πετρέλαιο, όπως και για τα περισσότερα μεταλλεύματα, ισχύει ο κανόνας της διαρκούς έρευνας βάση του οποίου μόνο εάν ή προσπάθεια είναι συνεχής και καλά οργανωμένη μπορεί να αποδώσει, με την προϋπόθεση ότι τα γεωλογικά στοιχεία, και οι γεωφυσικές συντεταγμένες, να είναι θετικά, κάτι που ασφαλώς συμβαίνει για πολλές περιοχές της χώρας μας. Πέρα από το παραγωγικό κοίτασμα του Πρίνου, η χώρα μας διαθέτει αρκετά άλλα πετρελαιοπιθανά κοιτάσματα σε διάφορες τοποθεσίες (π.χ. Δυτική Ελλάδα, Θερμαϊκός Κόλπος, Νότια Κρήτη) τα οποία επειδή δεν έχουν ερευνηθεί σε μεγάλη έκταση ή βάθος, δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία για την αξιολόγηση τους. Γι’ αυτό έχει διαμορφωθεί μια εσφαλμένη εικόνα βάση της οποίας η Ελλάδα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο πετρελαϊκό ενδιαφέρον. Και όμως υπάρχουν κοιτάσματα τα οποία εάν αξιολογηθούν σωστά θα οδηγήσουν σε μια πλήρη ανατροπή της επικρατούσας άποψης, υποστηρίζουν ξένοι γεωλόγοι πετρελαίου με καλή γνώση των συνθηκών της Ελλάδας. Το Κατάκωλο Ένα τέτοιο κοίτασμα είναι αυτό που βρίσκεται στο Νομό Ηλείας, στη Πελοπόννησο 2-3 χλμ. νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου Κατάκωλο, μέσα στην θαλάσσια περιοχή του Κυπαρισσιακού Κόλπου. Το κοίτασμα αυτό αρχικά ερευνήθηκε από την πάλαι-ποτέ ΔΕΠ μεταξύ 1978-82. Μάλιστα τον Ιούνιο του 1982 ανακαλύφθηκε πετρέλαιο σε περιορισμένες ποσότητες. Πρώτες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για 12.0-14.0 εκ. βαρέλια βεβαιωμένα αποθέματα με δυνατότητα ανάκτησης ενός 20%. Δηλαδή το συγκεκριμένο κοίτασμα περιέχει μόλις 3.0-4.0 εκ. βαρέλια. Σύμφωνα με γεωλόγους πετρελαίου οι οποίοι γνωρίζουν καλά την περιοχή της Δυτικής Ελλάδος, το Κατάκωλο, και όλη την γύρω περιοχή, δεν έχει ερευνηθεί αρκετά αφού η πρώτη γεώτρηση του 1981 έφθασε μόλις τα 2.800 μέτρα ενώ δεν επιχειρήθηκαν τότε συμπληρωματικές γεωτρήσεις. Νέες εκτιμήσεις ομιλούν περί βεβαιωμένων αποθεμάτων της τάξης των 40.0-50.0 εκ. βαρελιών. Υπό την προϋπόθεση ότι θα διενεργηθούν νέες ερευνητικές γεωτρήσεις, ιδίως στο Νότιο Κατάκωλο, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε νέες εκτιμήσεις για συνολικά απολήψιμες ποσότητες των 15.0-20.0 εκ. βαρελιών, ένα μικρό μεν αλά όχι ευκαταφρόνητο κοίτασμα το οποίο θα μπορέσει να παράγει 8.000-10.000 βαρέλια την ημέρα. Πιο βόρεια, στους Παξούς είχε εντοπιστεί επίσης ένα ενδιαφέρον κοίτασμα από την Ιταλική εταιρεία Agip η οποία το 1984 είχε προχωρήσει σε βαθιά γεώτρηση την οποία όμως εγκατέλειψε, με τα ερευνητικά δικαιώματα να έχουν επιστρέψει στο Ελληνικό Δημόσιο. Η Δυτική Ελλάδα Όμως πολύ μεγαλύτερης απόδοσης εκτιμάται ότι είναι τα κοιτάσματα σε χερσαίες περιοχές τόσο στην Ηλεία όσο και στην Ήπειρο όπου πριν από μερικά χρόνια διενεργήθηκαν έρευνες από δυο ξένες κοινοπραξίες, την ‘Enterprise’ και την ‘Triton’, στα πλαίσια του πρώτου διεθνούς γύρου παραχωρήσεων που είχε οργανώσει η ΔΕΠ-ΕΚΥ για λογαριασμό του Υπουργείου Ανάπτυξης στα πλαίσια του Ν. 2289/95. Να σημειώσουμε ότι με την είσοδο τον ΕΛΠΕ στο Χρηματιστήριο Αθηνών το 1998 η ΔΕΠ-ΕΚΥ, (η εταιρεία η οποία είχε την τεχνογνωσία και την ευθύνη για όλες τις έρευνες υδρογονανθράκων στη Ελλάδα και είχε στηθεί επί πρώτης κυβερνήσεως Καραμανλή το 1975), απεροφήθη στο νέο διοικητικό σχήμα και υποβαθμίσθηκε άμεσα σε επίπεδο διεύθυνσης, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των δραστηριοτήτων της και την συρρίκνωση της. Άμεσο αποτέλεσμα του υποβιβασμού και διάλυσης της ΔΕΠ-ΕΚΥ ήτο η αδυναμία των ΕΛΠΕ να παρακολουθήσουν και να ελέγξουν πλήρως το ερευνητικό πρόγραμμα των ξένων εταιρειών στη Δυτική Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι εν λόγω εταιρείες να μην εξαντλήσουν τις ερευνητικές τους υποχρεώσεις. Παρά ταύτα τα στοιχεία που προέκυψαν από τις εν λόγω έρευνες στις περιοχές πέριξ των Ιωαννίνων, της Ηγουμενίτσας, στην Αιτολοκαρνανία και στην Β.Δ. Πελοπόννησο, κρίνονται ως ιδιαίτερα ικανοποιητικά, και μπορούν να οδηγήσουν στην ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων, παρά το γεγονός ότι στην παρούσα φάση δεν κατέστη δυνατή ή πραγματοποίηση έστω και μίας παραγωγικής γεώτρησης. Οι ξένες εταιρείες στο διάστημα 1997-2201 πραγματοποίησαν έρευνες σε χερσαίες περιοχές 10.000 τετρ.χλμ. συνολικά και έξι (6) ερευνητικές γεωτρήσεις επενδύοντας γύρω στα 60 εκ. δολάρια. Σύμφωνα με γεωλόγους, γνώστες της ευρύτερης περιοχής στην Δυτική Ελλάδα, το θέμα γεωλογικών και γεωφυσικών ερευνών δεν έχει κλείσει αφού η γεωλογική δομή της περιοχής είναι συνέχεια αυτής της Νοτίου Ιταλίας και Αλβανίας, όπου έχουν ανακαλυφθεί σημαντικά πετρελαϊκά κοιτάσματα. Η Δυτική Ελλάδα κατέχει το 1/3 της περί-Αδριατικής λεκάνης η οποία μέχρι σήμερα έχει αποδώσει 4.0 δισεκ. βαρέλια πετρελαίου. Εάν η γέννηση υδρογονανθράκων είναι η ίδια με την υπόλοιπη περιοχή, και έχει παρόμοιες παγίδες, τότε τουλάχιστον 2.0 δισεκ. βαρέλια πετρελαίου θα μπορούσαν να είναι παγιδευμένα στην Δυτική Ελλάδα. Ενισχυτικό των πετρελαιοπαραγωγικών δυνατοτήτων της περιοχής είναι ότι αυτή ευρίσκεται κάτω από τεκτονικά ενεργές ζώνες με συνεχή επανάληψη επωθήσεων. Η Επανομή Μια άλλη περιοχή που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι αυτή του Θερμαϊκού Κόλπου και ιδιαίτερα το κοίτασμα της Επανομής το οποίο υπολογίζεται ότι περιέχει 500 εκ. m3 αερίου (in place) εκ των οποίων τα ωφέλιμα απολήψιμα είναι της τάξης των 280-320 εκ. m3. Έχει υπολογισθεί ότι το συγκεκριμένο κοίτασμα θα μπορούσε να υποστηρίξει την λειτουργία ενός σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, συνδυασμένου κύκλου, εγκατεστημένης ισχύος 50-80 MW για μια περίοδο 15 ετών. Ο Πρίνος Η περιοχή πέριξ της Θάσου (ανατολικά, δυτικά και νότια) περικλείει σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων τα οποία μόνο εν μέρει έχουν τύχει εκμετάλλευσης. Η κυριότερη αξιοποίηση πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1981-1997 από την Κοινοπραξία Πετρελαίου Βόρειου Αιγαίου (NAPC) η οποία την δεκαετία του ’80 είχε φθάσει να παράγει κατά μέσο όρο 25.000-30.000 βαρέλια αργού την ημέρα από την γεώτρηση του Πρίνου, ποσού που αναλογούσε τότε με την κάλυψη περίπου 10% των εγχωρίων πετρελαϊκών αναγκών, εισφέροντας πολύτιμο συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας απασχόληση άμεσα και έμμεσα σε 2000 ανθρώπους. Το 1998/99 η NAPC αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την Ελλάδα για διαφόρους λόγους. Η εκμετάλλευση συνεχίστηκε σε μικρότερη κλίμακα από την μέχρι πρότινος Ελληνικών συμφερόντων Kavala Oil, στην οποία συμμετέχουν και οι εργαζόμενοι (33%) και η εταιρεία Ευρωτεχνική (67%). Πέρυσι εξαγοράστηκε η εν λόγω εταιρεία από την Ρουμανο-Βρετανικών συμφερόντων εταιρεία Regal Oil (εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου) ενώ τελευταία προχώρησε σε σημαντική αύξηση του κεφαλαίου της με στόχο την πραγματοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων για εκμετάλλευση του κοιτάσματος της Καλλιράχης (δυτικά της Θάσου) όπου εκτιμήσεις ομιλούν για απολήψιμη ποσότητα μεγαλύτερη των 25 εκ. βαρελιών. Με την πιθανή εκμετάλλευση του εν λόγω πεδίου και της πιο συστηματικής αξιοποίησης του υπό εκμετάλλευση κοιτάσματος του ‘Βορείου Πρίνου’, ο Πρίνος μπορεί να πολλαπλασιάσει την παραγωγή του και να φθάνει τα 15.000-20.000 βαρέλια, ημερησίως εκτιμούν μηχανικοί της Kavala Oil. Σύμφωνα με εκτιμήσεις γεωλόγων πετρελαίου με σημαντική γνώση και εμπειρία στην έρευνα, η περιοχή πέριξ της τάφρου του Βόρειου Αιγαίου περικλείει εκτενείς ψαμμιτικούς σχηματισμούς που συνιστούν ταμιευτήρες συγκεντρώσεως υδρογονανθράκων. Πράγματι η περιοχή γύρω από την Θάσο έχει εξακριβωμένα κοιτάσματα πετρελαίου με απολήψιμες ποσότητες της τάξεως των 100-150 εκ. βαρελιών (STB) και μη εξακριβωμένα άλλα τόσα, ενώ η περιοχή ανατολικά της Θάσου, εκτιμάται ότι περιέχει γύρω στα 900 εκ. βαρέλια (STB) μη εξακριβωμένα. Επαλήθευση των σημαντικών αυτών αποθεμάτων, πολλώ δε μάλλον η εκμετάλλευση τους, δεν μπορεί να γίνει εάν δεν πραγματοποιηθούν προηγουμένως ερευνητικές γεωτρήσεις και εάν δεν επέλθει συμφωνία για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και των χωρικών υδάτων με την Τουρκία. Δυστυχώς η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική της κυβερνήσεως Καραμανλή γύρω από αυτό το θέμα δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας αφού δεν διαφαίνεται διάθεση διαπραγμάτευσης με την άνευ όρων υποστήριξη από Ελληνικής πλευράς της περίφημης Ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Η ομολογουμένως ισχυρή διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος, η οποία ενισχύεται περαιτέρω και από την συμμετοχή της στην Ευρωζώνη, δεν φαίνεται να αξιοποιείται. Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της περιοχής, έστω αυτών εντός των χωρικών μας υδάτων, θα μπορούσε άνετα να εξασφαλίσει ποσότητες της τάξεως των 40.000-50.000 βαρ./ημέρα καλύπτοντας έτσι ένα αξιοσημείωτο ποσοστό της καθημερινής εθνικής πετρελαϊκής κατανάλωσης. Εάν μάλιστα καταστεί δυνατή και η εκμετάλλευση των πετρελαίων ανατολικά της Θάσου, η Ελλάδα θα μπορούσε να στοχεύσει σε παραγωγή άνω των 200.000 βαρ./ημέρα, με το πετρέλαιο να προσφέρει κυριολεκτικά σανίδα σωτηρίας στην σημερινή δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας. Τα ΕΛΠΕ Η μεγαλύτερη καθετοποιημένη εταιρεία πετρελαιοειδών στην Ελλάδα δυστυχώς δεν παράγει ούτε ένα βαρέλι αργού σήμερα. Μια δυσμενής θέση για την μελλοντική πορεία του Ομίλου, αποτέλεσμα μιας εσφαλμένης πολιτικής και λάθος επιλογών (όχι τυχαία) του παρελθόντος (περίοδος 1998-2001). Η νέα διοίκηση των ΕΛΠΕ αναγνωρίζοντας πλήρως την ανάγκη ύπαρξης άμεσα ελεγχομένων παραγωγικών κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου, έχει θέση ως μια από τις άμεσες προτεραιότητες της την αναζήτηση και εξασφάλιση νέων ερευνητικών περιοχών. Προς το παρόν τα ΕΛΠΕ έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε εκτός Ελλάδος περιοχές όπου αναγκαστικά είχε προσανατολισθεί η προηγούμενη διοίκηση (Μωραΐτη-Καραχάλιου) αφού το ΥΠΑΝ δεν συναινούσε στην διενέργεια ερευνών εντός Ελλάδος. Τα ΕΛΠΕ ήδη συμμετέχουν σε έρευνες, σε κοινοπραξίες με άλλες εταιρείες, στην Αλβανία, Λιβύη και Μαυροβούνι όπου έχουν διαπιστωθεί αρκετά πετρελαιοπιθανά κοιτάσματα ενώ σύντομα αναμένονται ανακοινώσεις με τα πρώτα αποτελέσματα από τις έρευνες. Η κινητοποίηση από πλευράς στελεχών και επιστημονικού προσωπικού της εταιρείας είναι σημαντική όπως και οι διερευνητικές επαφές με παράγοντες της διεθνούς αγοράς με στόχο την εξασφάλιση πρόσβασης σε βεβαιωμένα κοιτάσματα. Προς αυτήν την κατεύθυνση εκινήθη εξ’ άλλου και η επίσκεψη του προέδρου των ΕΛΠΕ κ. Τίμου Χριστοδούλου στο Αζερμπαιτζάν τον περασμένο Ιούνιο, στα πλαίσια της επίσημης επίσκεψης του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπου πραγματοποίησε επαφές με την κρατική εταιρεία πετρελαίου SOCAR. Σε κάθε περίπτωση η διοίκηση των ΕΛΠΕ, η οποία ενισχύθει τελευταία με την ανάληψη των καθηκόντων του Διευθύνοντος Σύμβουλου από τον έμπειρο περί τα ενεργειακά κ. Πάνο Καβουλάκο, φαίνεται αποφασισμένη να προχωρήσει στην εξασφάλιση έστω και ενός μικρού μεριδίου σε παραγωγικά κοιτάσματα εκτός Ελλάδος πριν τα τέλη του έτους. Τέλος, ανοικτό παραμένει το θέμα εάν τα ΕΛΠΕ θα εκμεταλλευτούν την σημερινή συγκυρία και θα ζητήσουν από την κυβέρνηση την διενέργεια ενός νέου γύρου παραχωρήσεων στην Ελλάδα, όπου και μπορούν να συμμετάσχουν, για την ανακάλυψη και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων. Μια άλλη εναλλακτική λύση θα ήτο η απευθείας ανάθεση στα ΕΛΠΕ, από την κυβέρνηση, υπό μορφή fαrm out, της εκμετάλλευσης βεβαιωμένων κοιτασμάτων όπως αυτό του Κατάκωλου, και της Επανομής τα οποία μέχρι πρότινος εθεωρούντο αντι-οικονομικά. Όμως με το πετρέλαιο στα 50 δολ. το βαρέλι, και ν’ανεβαίνει, τόσο αυτά όσο και άλλα κοιτάσματα (π.χ. Παξοί), αποκτούν πλέον οικονομικό ενδιαφέρον. Επίσης, τα ΕΛΠΕ μαζί με την Καναδική Denisson συμμετέχουν σε κοινοπραξία η οποία έχει την εκχώρηση δικαιωμάτων για έρευνα των λεγομένων δευτερευόντων κοιτασμάτων του Πρίνου (Ν.Δ. Θάσου) και παραμένει ανοικτό το θέμα εάν τελικά τα ΕΛΠΕ θα δραστηριοποιηθούν στην περιοχή. Τα πλεονεκτήματα της Ελλάδος Όπως παρατηρεί η Γενική Γραμματεύς του Ινστιτούτου Ενεργείας Ν.Α. Ευρώπης (ΙΕΝΕ) και τέως Διευθύνουσα Σύμβουλος της ΔΕΠ-ΕΚΥ, κα. Τερέζα Φωκιανού, η θέση της Ελλάδας σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όσον αφορά στις δυνατότητες έρευνας υδρογονανθράκων είναι αρκετά πλεονεκτική, και οφείλεται στους εξής λόγους: (α) Η χώρα μας είναι η πλέον ανεξερεύνητη περιοχή συγκρινόμενη όχι μόνο με τις χώρες της Μεσογείου αλλά και με αυτές της Κεντρικής, Ανατολικής και Βορείου Ευρώπης. (β) Υπάρχουν ακόμη εκτεταμένες περιοχές στον Ελλαδικό χώρο με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον οι οποίες παραμένουν ανεξερεύνητες. Οι έρευνες μέχρι σήμερα περιορίστηκαν σε ρηχούς στόχους στην ξηρά και τη θάλασσα. Η σημερινή εξέλιξη της τεχνολογίας επιτρέπει την εξερεύνηση και οικονομική εκμετάλλευση βαθύτερων στόχων που θεωρούνται υψηλής προτεραιότητας. (γ) Η Ελλάδα βρίσκεται στην περιοχή της Μεσογείου σε ένα σημαντικό στρατηγικό σημείο. Οποιαδήποτε ανακάλυψη μετά από ερευνητική δραστηριότητα είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ευρύτερη περιοχή (δ) Το υπάρχον νομικό και φορολογικό πλαίσιο σχετικά με την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην χώρα μας καθιστούν ιδιαιτέρως ανταγωνιστική την Ελλάδα όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση το θέμα της εκμετάλλευσης των πετρελαίων της Ελλάδος και του Βορείου Αιγαίου ιδιαίτερα, δεν είναι υπόθεση μιας μεμονωμένης εταιρείας η ομάδος ανθρώπων αλλά θα έπρεπε κανονικά ν’απασχολήσει την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρούν κύκλοι του πετρελαϊκού χώρου. Θα έπρεπε εδώ και αρκετό καιρό ν’αποτελεί αντικείμενο εθνικού σχεδιασμού και οργάνωσης με στόχο την προσέλκυση διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών, όπως πράττουν άλλα κράτη που επιθυμούν να αναπτύξουν τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές. Αντ’ αυτού την τελευταία εξαετία υπήρξε πλήρης απαξίωση της ερευνητικής δραστηριότητας για υδρογονάνθρακες τόσο από πλευράς κυβέρνησης όσο και των ΕΛΠΕ. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς η παρούσα συγκυρία των υψηλών διεθνών τιμών και της επερχόμενης ενεργειακής αστάθειας θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την κυβέρνηση υποχρεώνοντας την να προχωρήσει σε πλήρη αναθεώρηση των προτεραιοτήτων της για έρευνα και ανάπτυξη υδρογονανθράκών σε περιοχές εντός της Ελληνικής Επικράτειας.