Με τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον κ. Λουκά Παπαδήμο έκλεισε μία σελίδα. Η ψυχολογία άλλαξε και όλοι ελπίζουν ότι το νέο κλίμα θα διατηρηθεί προς όφελος της οικονομίας. Ομως το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας παραμένει. Η Κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου προσπάθησε να δώσει την εντύπωση ότι το «κούρεμα» του δημοσίου χρέους αποτελεί την λύση

Με τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον κ. Λουκά Παπαδήμο έκλεισε μία σελίδα. Η ψυχολογία άλλαξε και όλοι ελπίζουν ότι το νέο κλίμα θα διατηρηθεί προς όφελος της οικονομίας.

Ομως το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας παραμένει. Η Κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου προσπάθησε να δώσει την εντύπωση ότι το «κούρεμα» του δημοσίου χρέους αποτελεί την λύση. Ο κ. Ευάγγ. Βενιζέλος στην ομιλία του προς την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, είπε:

«Έχουμε την τιμή και την ευθύνη να είμαστε η κοινοβουλευτική ομάδα που για πρώτη φορά στην ιστορία του έθνους μας θα ελαφρύνει το δημόσιο χρέος κατά 100 δισ. ευρώ».

 

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ας δούμε τα γεγονότα κάπως πιό ρεαλιστικά:

 

Μια υπεύθυνη και αξιόπιστη, διεθνώς, χώρα θα πρέπει να τηρεί, απαρέγκλιτα, όλες τις οικονομικές δεσμεύσεις της ή να κηρύσσει στάση πληρωμών.

 

Η Ελλάδα, αδυνατώντας, εξ ιδίας υπαιτιότητας, να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις, κήρυξε, στην ουσία, πτώχευση, ανεξάρτητα του πώς αυτή αποκλήθηκε (αναδιάρθρωση του χρέους ή ελεγχόμενη, μερική, επιλεκτική χρεωκοπία) για την ωραιοποίηση μιας εντελώς απαξιωτικής κατάστασης που καταρρακώνει τη χώρα.

 

Η χώρα, αρνούμενη να καταβάλλει μέρος των οφειλών της, εξαπάτησε, εκβιαστικά, ορισμένους ιδιώτες κεφαλαιούχους, από τους οποίους αφαίρεσε, αυθαίρετα, μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων, προκειμένου να μειώσει, κατά 100 δισ. ευρώ, το συνολικό της χρέος.

Ήταν, αναμφισβήτητα, μια πράξη που στιγματίζει τη χώρα και τους κατοίκους της, που τους εκθέτει στο διεθνή χλευασμό, που περιθωριοποιεί την ελληνική επιχειρηματικότητα στις σχέσεις της με τις διεθνείς αγορές και μειώνει σημαντικά την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στους θεσμούς μας, σε μια στιγμή, μάλιστα, που η προσέλκυση ξένων επιχειρηματικών κεφαλαίων αποτελεί μοναδική χρηματοδοτική επιλογή μας.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν επίτευγμα το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους που δικαιολογούσε διθυράμβους εκ μέρους μας;

Ως πρόεδρος Επιμελητηρίου, ως επιχειρηματίας και ως απλός νομοταγής πολίτης, δεν μπορώ να αποδεχθώ τη λογική αυτή.

Φαίνεται ότι η κυβέρνηση αγνοεί την ακριβή έννοια του όρου «εκβιασμός», ενώ αδιαφορεί εάν τα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που έφυγαν από τους ώμους του ελληνικού λαού αποσπάσθηκαν από τις τσέπες κάποιων Ευρωπαίων αποταμιευτών, αφήνοντας για πάντα στις πλάτες όλων μας το στίγμα του αφερέγγυου και του ασυνεπούς.

 

Αυτό όμως δεν είναι κατόρθωμα, αλλά αναγνώριση αποτυχίας, δεν είναι λύτρωση αλλά τραγωδία.

Είναι χαρακτηριστικό του σχετικού πλαισίου διαπραγμάτευσης πως την ώρα των τελικών αποφάσεων -όπως μεταδόθηκε- Μέρκελ, Σαρκοζύ και Λαγκάρντ απείλησαν τον εκπρόσωπο των τραπεζών Νταλάρα ότι ή θα δεχθεί να χάσουν οι ιδιώτες τα μισά των δανείων τους ή θα προχωρήσουν σε αναγκαστικό «κούρεμα» (χρεωκοπία της Ελλάδας) οπότε θα χάσουν τα πάντα.

Σε τέτοιες στιγμές, αντί της θριαμβολογίας, προτιμότερος είναι ένας σοβαρότερος προβληματισμός, καθώς οι αγορές δύσκολα ξεχνούν και στις αγορές θα πρέπει και πάλι, το ταχύτερο δυνατόν να προσφύγουμε, εάν θέλουμε να θέσουμε τέρμα στη σημερινή επονείδιστη επιτροπεία.

Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση Γάλλου τραπεζίτη όταν πληροφορήθηκε την απόφαση της BNP Paribas να απολύσει χιλιάδες υπαλλήλους της, λόγω των ζημιών που θα υποστεί από τα ελληνικά ομόλογα: «Είναι άδικο τόσοι υπάλληλοι να χάνουν τη δουλειά τους, επειδή η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα δάνειά της».

Ι. Απορίες προκαλεί και η διατυπωθείσα θέση, ότι το κόστος της διαγραφής των χρεών μας πρέπει να το επωμισθούν οι τράπεζες, αντί των πολιτών, γιατί με τον τρόπο αυτόν καθίσταται πιο δίκαιη η κατανομή των σχετικών βαρών.

Η πολιτική της Κυβέρνησης Παπανδρέου έναντι των τραπεζών είναι αντιφατική, υποκριτική, καιροσκοπική και οπωσδήποτε, εξαιρετικά επικίνδυνη για την οικονομία.

Αρχικά, οι τράπεζες «πιέζονται» -και δυστυχώς υποκύπτουν συγχέοντας, προφανώς, πατριωτικό καθήκον και ορθολογική διαχείριση λαϊκών αποταμιεύσεων- να χρηματοδοτήσουν τα κρατικά ελλείμματα, ακυρώνοντας τον αναπτυξιακό ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα με τη στέρηση της πραγματικής οικονομίας από πολύτιμους αναπτυξιακούς πόρους και στη συνέχεια -για λόγους τώρα, δίκαιης κατανομής των βαρών- επιρρίπτεται στους λογαριασμούς τους, το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών που προκύπτουν από τη διαγραφή των κρατικών χρεών. Το γεγονός αυτό επιτείνει τη σημερινή πιστωτική ασφυξία, η οποία, κατά ένα μεγάλο μέρος, ευθύνεται για τα «λουκέτα», την ύφεση και την ανεργία, ενώ εξαϋλώνει τις μετοχές του πιο κρίσιμου για την οικονομία μας κλάδου.

Ελπίζουμε ότι θα αποφευχθεί -σε εποχή που οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν βασικό στοιχείο της όλης μνημονιακής πολιτικής- η καταστροφική για την οικονομία κρατικοποίηση του τραπεζικού μας συστήματος με αφορμή την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μας, ιδιοκτήτες των οποίων είναι, πέραν ορισμένων «μισητών κεφαλαιοκρατών», τους οποίους η κυβέρνηση ενθυμείται μόνον όταν επισημαίνει την ανάγκη νέων επενδύσεων και χιλιάδες μικρομέτοχοι, οι οποίοι ζουν από τα μερίσματα που ήλπιζαν ότι θα διανείμουν τα ιδρύματα στα οποία εμπιστεύθηκαν τις αποταμιεύσεις τους.

ΙΙ. Πέραν αυτών, διατηρώ αμφιβολίες για την πρόβλεψη, ότι από το 2012 δε θα δημιουργήσουμε νέα χρέη.

Είναι ευχής έργο να καταφέρουμε να πετύχουμε, του χρόνου, πρωτογενές πλεόνασμα. Δυστυχώς, όμως, ο στόχος αυτός δεν είναι ρεαλιστικός. Τα πρόσφατα εισπρακτικά μέτρα θα έχουν, οπωσδήποτε, μικρότερη της προϋπολογιζόμενης απόδοση, αφού τα περισσότερα από αυτά, λόγω διάλυσης του κράτους, βρίσκονται «στον αέρα», ενώ η φοροδοτική ικανότητα επιχειρήσεων και μεγάλων τμημάτων και της μεσαίας πλέον τάξης, έχει ήδη εξαντληθεί, με συνέπεια, το πρωτογενές έλλειμμα του 2011 να είναι, τελικά, μεγαλύτερο του αναμενόμενου, εκτός εάν επιβληθούν και νέοι φόροι ή δεν εξοφληθούν χρέη του δημοσίου προς ιδιώτες ύψους πάνω από 6,5 δισ. ευρώ, τουλάχιστον.

Η πτώση, εξάλλου, των κρατικών εσόδων το 2012, λόγω της βαθιάς ύφεσης του 2011, της γενικευόμενης φτώχειας και της διευρυνόμενης ανεργίας θα είναι κατακόρυφη, τα αναμενόμενα κέρδη από τη μείωση των τόκων λόγω της διαγραφής χρεών μας που, λογικά θα πρέπει να «κουρευτούν» και αυτά για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών επιχορήγησης των ασφαλιστικών μας ταμείων, θα αργήσουν να εμφανισθούν, καθώς η σχετική συμφωνία απαιτεί κάποιο χρόνο για να τεθεί σε εφαρμογή και η βέβαιη κάμψη του ΑΕΠ και κατά την επόμενη χρονιά, μεταθέτουν, κατ’ ανάγκην, το στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων, για το 2013 ή και αργότερα.

Ι. Τέλος, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι μετά το «κούρεμα» και την εφαρμογή του νέου μνημονίου, το χρέος μας, που το 2020 θα αντιπροσωπεύει το 120% του ΑΕΠ, θα είναι βιώσιμο.

· Καταρχήν, προβλέψεις δημοσιονομικής εξέλιξης, σε βάθος δεκαετίας και σε περιόδους έντονων ανακατατάξεων, δεν έχουν καμμία αξιοπιστία, ούτε χρησιμότητα.

· Η Συμφωνία του Μάαστριχτ απαιτεί όπως το κρατικό χρέος των μελών της Ευρωζώνης βρίσκεται κάτω του 60% του ΑΕΠ, προφανώς γιατί τότε θεωρείται βιώσιμο.

· Το ελληνικό χρέος, λίγο πριν από την προσφυγή μας στην τροϊκα, ήταν γύρω στο 120% και δεν ήταν εφικτή η αναχρηματοδότησή του.

· Το σημερινό ιταλικό χρέος αντιστοιχεί στο 120%, περίπου, του ΑΕΠ της χώρας και τα προβλήματα αναχρηματοδότησής του είναι σημαντικά.

· Η επιτευχθείσα, τέλος, συμφωνία για το ελληνικό χρέος εμπεριέχει πολλές ασάφειες και το νέο μνημόνιο που θα συνοδεύσει τη νέα δανειακή σύμβαση ενδέχεται να δημιουργεί και άλλα γκρίζα σημεία. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς, με δεδομένη και τη σχετική εμπειρία, στον υπολογισμό του αναμενόμενου καθαρού αποτελέσματος, από τη συμφωνία. Και, πάντως, χωρίς έμφαση στον παρονομαστή, στην αύξηση του ΑΕΠ, στην ανάπτυξη, δύσκολα και με πολύ υψηλό κόστος, θα πετύχουμε τη σταθερή βιωσιμότητα του χρέους μας.

I. Φοβούμαι, ότι το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, έτσι όπως επιτεύχθηκε, χωρίς να επιλύει κανένα ελληνικό ή κοινοτικό πρόβλημα, στέλνει ένα σαφέστατο μήνυμα στις αγορές: «Μη ξαναδανείζετε, με λογικούς όρους, ούτε την Ελλάδα, ούτε άλλη κοινοτική χώρα που βρίσκεται ή θα βρεθεί αύριο σε «κρίση» και το μήνυμα αυτό, τουλάχιστον όσο οι αγορές δεν τιθασεύονται, αποτελεί μια σοβαρότατη συστημική απειλή, καθιστώντας πιο επιτακτική την ανάγκη επανεξέτασης της σημερινής διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης, της σκοπιμότητας διεύρυνσης της ενδοκοινοτικής αλληλεγγύης και της χρησιμότητας περιορισμού, σε διεθνές επίπεδο, των οικονομικών ανισοτήτων που αποτελούν την κύρια αιτία της σημερινής κρίσης.

II. Φοβούμαι, επίσης, ότι η «ανάσα» την οποία η χώρα πήρε με το «κούρεμα» του χρέους της, που είναι και η τελευταία, γρήγορα θα τελειώσει, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη έγκαιρης διαμόρφωσης ενός ολοκληρωμένου εναλλακτικού εθνικού σχεδίου εξόδου της οικονομίας μας από την κρίση, με θυσίες που θα γεννούν όμως ελπίδες, με υπευθυνότητα, αλλά χωρίς επιτηρήσεις που προσβάλλουν την εθνική κυριαρχία και αξιοπρέπεια, με πληρέστερη αξιοποίηση και όχι ξεπούλημα, όλων των εθνικών πόρων.

Πάνω από όλα όμως αυτά φοβούμαι, μήπως επαληθευθεί, για άλλη μια φορά, ο Ζακ Ντελορ που υποστηρίζει ότι οι εφαρμοζόμενες από το ΔΝΤ πολιτικές εξυγιαίνουν τη δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας, στέλνοντας στον τάφο τους πολίτες της, εξαιτίας του πολύχρονου και χωρίς «καρότο» μαστιγώματός τους.

 

* Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ").