Του Κ. Ν. Σταμπολή
Αυτές τις ημέρες πρόκειται να επαναληφθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και της Ισπανικής ενεργειακής εταιρείας Gas Natural για την πώληση του 35% των μετοχών της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ). Η επιλογή της Gas, Natural έγινε βάσει διεθνούς διαγωνισμού που πραγματοποιήθηκε το 2002 για την εξεύρεση «στρατηγικού εταίρου» ο οποίος θα υποχρεούτο να επενδύσει στη ΔΕΠΑ αγοράζοντας ένα σημαντικό πακέτο μετοχών της και συγχρόνως θ’ ανελάμβανε την διοίκηση της εταιρείας, η οποία κατά την εκτίμηση της τότε κυβερνήσεως έπρεπε να «εκσυγχρονισθεί» και αυτή ώστε έτσι να οδηγηθεί σε νέους επιχειρηματικούς ορίζοντες. Τότε είχαν εκφράσει το ενδιαφέρον τους δέκα μεγάλες διεθνείς εταιρείες, απ’ όπου επελέχθη η Gas Natural. Σήμερα έχουν περάσει 2 ½ περίπου χρόνια αφ’ ότου η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε την διαδικασία «ιδιωτικοποίησης» της ΔΕΠΑ στην οποία ως αντιπολίτευση η Νέα Δημοκρατία για διαφόρους λόγους και με πειστικά επιχειρήματα είχε αντιταχθεί. Οι ενστάσεις της Ν.Δ. τότε ενάντια στην πώληση της ΔΕΠΑ ήσαν και επί της ουσίας και επί της διαδικασίας. Μία από τις βασικές αντιρρήσεις της τότε αντιπολίτευσης ήτο ότι η ΔΕΠΑ δεν ήτο «ώριμη» προς πώληση αφού η Επιχείρηση ευρίσκετο σε στάδιο ανάπτυξης μη έχοντας ολοκληρώσει πλήρως όλες τις υποδομές που θα της επέτρεπαν να εκμεταλλευθεί το μοναδικό στρατηγικό της πλεονέκτημα στην Ελληνική αγορά. Ως εκ τούτου η ανάληψη της διοίκησης από μία ιδιωτική εταιρεία ενείχε τον κίνδυνο όπως σταματήσει η περαιτέρω ανάπτυξη και εξάπλωση της εταιρείας αφού θ’ αλλάζαν πλέον οι επιχειρηματικές προτεραιότητες. Αφού μία ιδιωτική εταιρεία λογικό είναι ότι θα ενδιαφέρετο περισσότερο για την επίτευξη κερδών παρά για την συνέχιση της δημιουργίας υποδομών και την εξυπηρέτηση ενός διευρυμένου πελατολογίου το οποίο δεν υπόσχεται πάντα υψηλές αποδόσεις. Τα δεδομένα αυτά δεν έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα, παρατηρούν παράγοντες της αγοράς, γι’ αυτό και αποτελεί έκπληξη πως η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει στροφή 180 μοιρών στην εκφρασμένη πολιτική της με μόνο ώφελος την είσπραξη ενός μάλλον ισχνού ανταλλάγματος της τάξης των 280 εκ. €, την στιγμή που η πραγματική αξία της ΔΕΠΑ, βάσει τελευταίων εξελίξεων, εκτιμάται ότι είναι κατά πολύ υψηλότερη. Σύμφωνα με εκπροσώπους διεθνών επενδυτικών τραπεζών (investment banks) οι οποίοι έχουν ειδικευθεί στα ενεργειακά θέματα, η σημερινή συνολική αξία της ΔΕΠΑ ξεπερνάει κατά πολύ το 1.0 δις. € που είχε εκτιμηθεί το 2002 ότι άξιζε τότε η Επιχείρηση. Σημερινές συντηρητικές εκτιμήσεις τοποθετούν την αξία της Επιχείρησης στο 1.6 δισεκ. € κατ’ ελάχιστον. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η αξία της ΔΕΠΑ έχει αυξηθεί οφείλεται στο γεγονός ότι εν τω μεταξύ η εταιρεία προχώρησε επιτυχώς στην υλοποίηση του στρατηγικού της σχεδίου για διαφοροποίηση και επέκταση των πηγών προμήθειας φ. αερίου μέσω της υλοποίησης συμφωνίας με την Τουρκική εταιρεία αερίου BOTAS, και την κατασκευή σχετικού αγωγού που θα συνδέσει το Ελληνικό με το Τουρκικό δίκτυο. Η σύνδεση πρόκειται να λειτουργήσει το 2006 και η Ελλάδα θα προμηθευθεί σταδιακά ποσότητες μέχρι 0.75 δισεκ. κυβικά μέτρα σε πρώτη φάση, ενώ αργότερα πολύ μεγαλύτερες ποσότητες. Το αέριο αυτό το οποίο θα προμηθεύεται η ΔΕΠΑ από την BOTAS θα προέρχεται είτε από το Ιράν είτε από το Αζερμπαϊτζάν, βάσει μακροχρονίων συμβάσεων. Παράλληλα, όπως παρατηρεί εκπρόσωπος επενδυτικής τραπέζης του Λονδίνου, η ΔΕΠΑ τους τελευταίους 18 μήνες έχει προχωρήσει επιτυχώς στην επέκταση του δικτύου της στην Στερεά και Βόρεια Ελλάδα ενώ έχει ξεκινήσει την διαδικασία για την κατασκευή δικτύου στην Πελοπόννησο έχοντας σε πρώτη φάση εγκρίνει την κατασκευή κυρίως αγωγού προς τους Αγίους Θεοδώρους (βλέπε πρόσφατη σύμβαση της με MOTOΡΟΙΛ) προς την Κόρινθο και στην συνέχεια προς την Πάτρα. Εξ’ ίσου εντυπωσιακό είναι ότι η ΔΕΠΑ τα τελευταία 5 χρόνια έχει σχεδόν διπλασιάσει τον όγκο αερίου που διακινεί και πωλεί μέσω του δικτύου της. ( 1,400 δις. κυβ. το 1999 και 2,500 κυβ. το 2004, με εκτιμήσεις για 3.0 δισεκ. για το 2005). Μάλιστα με την υλοποίηση της συμφωνίας με την Τουρκία εδραιώνεται η προοπτική για την κατασκευή του υπεραγωγού Βορείου Ελλάδος – Ιταλίας (ένα έργο συνολικής αξίας 1.0 δις. €) μέσω του οποίου η Δυτική Ευρώπη θ’ αποκτήσει μία τρίτη εναλλακτική πηγή προμήθειας φ. αερίου (προερχόμενο κυρίως από το Ιράν) επιπλέον των υπαρχόντων σήμερα από την Ρωσία (δηλ. από την GAZPROM) μέσω του Ρωσικού βορείου αγωγού και από την Αλγερία (δηλ από την SONATRACH) μέσω του υποθαλάσσιου αγωγού στην Νότιο Ιταλία. Η συμμετοχή της ΔΕΠΑ στο ανωτέρω έργο θεωρείται κομβική και είναι αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχή έκβαση του. Τα δε αναμενόμενα οικονομικά οφέλη της ΔΕΠΑ, η οποία θα εισπράττει αξιόλογα transit-fees θα είναι σημαντικά, σταθερά και εις βάθος χρόνου. Τέλος, όπως παρατηρούν ξένοι ενεργειακοί αναλυτές, η σημασία του φυσικού αερίου ως καύσιμου πρώτης γραμμής το τελευταίο διάστημα έχει αναβαθμιστεί κατά πολύ αφού αυτό θεωρείται τώρα η υπ’ αριθμόν ένα εναλλακτική πηγή ενέργειας, μετά το πετρέλαιο, η ανοδική τιμή του οποίου επηρεάζει, όπως αναμένεται εξ’ άλλου, και το φυσικό αέριο, η τιμή του οποίου εξαρτάται κατά 70% περίπου από την βασική τιμή του αργού. Σύμφωνα μάλιστα με έρευνα του περιοδικού Economist (βλέπε Καθημερινή της 1.09.2004) το φυσικό αέριο και ιδιαίτερα το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), πρόκειται ν’ αναδειχθεί ως κύρια συνιστώσα στο ενεργειακό γίγνεσθαι στα αμέσως επόμενα χρόνια σε ευθεία αντιπαράθεση με το πετρέλαιο. Η ΔΕΠΑ, μέσω του υπερσύγχρονου σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου που διαθέτει στη Ρεβυθούσα, (μόνο η σημερινή αξία του terminal της Ρεβυθούσας ξεπερνάει τα 700 εκ. €) χωρητικότητας 120,000m3 (και ο οποίος πρόκειται σύντομα να επεκταθεί) μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην εμπορία LNG στην Ανατολική Μεσόγειο αποκομίζοντας ταυτόχρονα υψηλά οικονομικά οφέλη. Έλληνες και ξένοι εκπρόσωποι επενδυτικών τραπεζών που έχουν ασχοληθεί με το θέμα του φυσικού αερίου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, συμφωνούν ότι η πώληση ενός σημαντικού τμήματος της ΔΕΠΑ είναι βεβιασμένη και πρώιμη, εν όψει των εξελίξεων που συντελούνται μέσα στην ίδια την Επιχείρηση (ραγδαία ανάπτυξη) και των ευρύτερων διεργασιών στην περιοχή της Ν.Α. Ευρώπης αλλά και της κυρίως Ευρώπης, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα της υπό εξέλιξη τώρα απελευθέρωσης της Ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου. Αυτό που προέχει τώρα, υποστηρίζουν οι ανωτέρω αναλυτές, είναι να προχωρήσει η Ελληνική κυβέρνηση στην απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου με την ενεργό συμμετοχή της ΔΕΠΑ (αντ’ αυτού η κυβέρνηση με πρόσφατη επιστολή που έστειλε στις Βρυξέλλες ζητεί παράταση για την απελευθέρωση μέχρι τα τέλη του 2006) όπως επίσης και να επισπεύσει την διασύνδεση της με τα Ευρωπαϊκά δίκτυα (μέσω του αγωγού Β. Ελλάδος-Ιταλίας και ενδεχομένως μέσω άλλου αγωγού Β. Ελλάδας – Δυτικών Βαλκανίων). Τότε μόνο η ΔΕΠΑ θ’ αποτελεί έναν υπολογίσιμο παίκτη στην απελευθερωμένη πλήρως μέχρι τότε Ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά. Βάσει ποίας λογικής, διερωτώνται οι ανωτέρω αναλυτές, η Ελληνική κυβέρνηση επιδεικνύει τέτοια σπουδή στην εκχώρηση ενός τόσο σοβαρού στρατηγικού οφέλους και μάλιστα με σχετικά χαμηλό τίμημα; Την ίδια χρονική περίοδο η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) με εμπεριστατωμένες προτάσεις, οι οποίες ανακοινώθηκαν την περασμένη Πέμπτη (02/09/04), προτείνει τον διαχωρισμό της ΔΕΠΑ σε τρεις λειτουργικές μονάδες, ξεχωριστές εταιρείες, οι οποίες θ’ αναλάβουν το έργο της μεταφοράς, διανομής και εμπορίας Φυσικού Αερίου. (όπως θα έπρεπε κανονικά να έχει γίνει και στην περίπτωση της ΔΕΗ προ της μετοχοποίησης της). Οι προτάσεις της ΡΑΕ διατυπώνονται στο πλαίσιο επίσπευσης της απελευθέρωσης της αγοράς Φυσικού Αερίου (σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/55/ΕΚ) έτσι ώστε σε πρώτη φάση να υπάρχει ελεύθερη επιλογή προμηθευτή για τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και την ηλεκτροπαραγωγή και επ’ ουδενί λόγο μπορεί να θεωρηθούν απαγορευτικές της περαιτέρω μετοχοποιήσεις της ΔΕΠΑ. Φανερώνουν όμως το σύνθετο περιβάλλον και το νέο ανταγωνιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται τώρα ν’ αναπτυχθεί το φυσικό αέριο στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις φαίνεται ότι έχουν ξεπεράσει την κυβέρνηση, τονίζουν παράγοντες της αγοράς, αφού εάν το ζητούμενο είναι ο στρατηγικός επενδυτής αυτός υπάρχει ήδη στο πρόσωπο των ΕΛΠΕ, η οποία ως ιδιωτική εταιρεία πλέον συμμετέχει με το 35% στο κεφάλαιο της ΔΕΠΑ. Εάν από την άλλη πλευρά το ζητούμενο είναι τα χρήματα, τα οποία αναζητεί η κυβέρνηση για να καλύψει τις μαύρες τρύπες του προϋπολογισμού και να μειώσει το δημόσιο χρέος, τότε βάσει της κοινής λογικής αλλά και της διεθνούς επιχειρηματικής πρακτικής θα πρέπει να δοθούν δικαιώματα πρώτης άρνησης στους υφιστάμενους μετόχους, δηλ. τα ΕΛΠΕ, και όχι να τρέχουμε στα πέρατα του κόσμου προς εξεύρεση επενδυτών, τα μακροχρόνια σχέδια των οποίων παραμένουν εν πολλοίς άγνωστα, εάν όχι αντίθετα από αυτά της χώρας μας, υποστηρίζουν οι ανωτέρω παράγοντες. Τα ΕΛΠΕ όπως έχουν πρόσφατα δηλώσει ανώτερα στελέχη της θα ήσαν πρόθυμα να εξετάσουν μία αύξηση της συμμετοχής της στην ΔΕΠΑ χωρίς απαραίτητα να θέσουν θέμα διοίκησης αφού ήδη συμμετέχουν εδώ και αρκετό καιρό με περισσότερο απ’ έναν τρόπους στην διαμόρφωση και λήψη των κρίσιμων αποφάσεων που επηρεάζουν την πορεία της Επιχείρησης. Πάντως όπως επισημαίνει ανώτερο στέλεχος του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα, η κυβέρνηση εάν δεν είναι ήδη πολύ αργά, θα πρέπει ν’ αναθεωρήσει πλήρως τις απόψεις περί πώλησης της ΔΕΠΑ, να ξεπεράσει τον εγκλωβισμό της από την ξεπερασμένη έτσι και αλλιώς λογιστική εκτίμηση της αξίας της Επιχείρησης, να κηρύξει άγωνο το διαγωνισμό του 2003 και να βοηθήσει την σημερινή διοίκηση στο έργο της με την πλήρη υποστήριξη και συμπαράσταση του υπάρχοντος στρατηγικού επενδυτή, δηλ. των ΕΛΠΕ. Άμεσος στόχος θα πρέπει να είναι η μεγιστοποίηση της χρήσης του Φυσικού Αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, η συμμετοχή της ΔΕΠΑ στην Ευρωπαϊκή αγορά και η απελευθέρωση της αγοράς Φυσικού Αερίου με την δημιουργία ανταγωνιστικών συνθηκών Η περαιτέρω μετοχοποίηση της ΔΕΠΑ μπορεί να προγραμματισθεί για αργότερα οπότε και θ’ αποφέρει πολλά περισσότερα χρήματα.