Προτεραιότητες για τους μεγάλους παραγωγούς υγρών καυσίμων-Διεθνείς προοπτικές και προκλήσεις (29/4/2002)

Παρ, 25 Οκτωβρίου 2002 - 17:50
Ομιλία του κ. Κυριάκου Μαμιδάκη προέδρου της εταιρείας Mamidoil-Jetoil στο διήμερο συνέδριο (29-31/1/2002) «Oil, Gas & Electricity-The Latest Developments in the Energy Sector» που διοργάνωσε το περιοδικό The Economist. «Η 50ετής ενασχόλησή μου με τη συστηματική και οργανωμένη εμπορία των υγρών καυσίμων στο εσωτερικό της χώρας και διεθνώς και πάντοτε από τη θέση της επιχειρησιακής ευθύνης σχεδόν όλη αυτή την περίοδο, δύναμαι να πιστεύω ότι έχω αποκτήσει αρκετές εμπειρίες για να μπορώ να εκφράσω άποψη και να κάνω εισηγήσεις επί του θέματος των προτεραιοτήτων, της διεθνούς προοπτικής αλλά και των προκλήσεων που έχει να αντιμετωπίσει το oil industry όπως είθεσθε να αποκαλείται συνολικά. Πριν αναφερθώ στα κεφάλαια του υπό συζήτηση αντικειμένου, θεωρώ χρήσιμο να κάνω μια σύντομη αναφορά στα στερεά τα υγρά και τα αέρια σαν καύσιμο κατά κατηγορία, ιδιαίτερα από απόψεως τάξης μεγέθους, για να στηρίξω τις όποιες απόψεις μου επί των κρισίμων ερωτημάτων του θέματος που μας ετέθη. Oπως όλοι γνωρίζουμε τα καύσιμα γενικώς χωρίζονται σε στερεά και υγρά και το φυσικό αέριο που τα τελευταία χρόνια συμβάλει όλο και περισσότερο στην παραγωγή ενέργειας. Η χρήση των στερεών και ιδιαίτερα του γαιάνθρακα έχει περιορισθεί σημαντικά ως καύσιμος ύλη για πολλούς και διαφόρους λόγους όπως η ρύπανση - μόλυνση του περιβάλλοντος, ήτοι των χώρων διακίνησής του, της ατμόσφαιρας κατά την καύση του, αλλά και το πρόβλημα που δημιουργούνται τα υπολείμματα εκ της καύσεως του. Εντούτοις χρησιμοποιείται ακόμα στην βαριά βιομηχανία όπως τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία σαν καύσιμο, και η ποιότης cocking coal για την παραγωγή coke που χρησιμοποιείται στην διαδικασία παραγωγής του χάλυβα. Επίσης σε πολλούς θερμοηλεκτρικούς σταθμούς ανά τον κόσμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Στη χώρα μας χρησιμοποιείται ακόμα και ο πτωχότερος των γαιανθράκων ο λιγνίτης για την παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας. Τη σκυτάλη όμως στην παραγωγή ενέργειας και αποκλειστικά στην παντός είδους μηχανοκίνηση, κατά ξηρά, θάλασσα και αέρα, έχουν τα υγρά καύσιμα (πετρελαιοειδή) αλλά και το φυσικό αέριο με συνεχώς αυξανόμενο ρύθμό. Τα προϊόντα πετρελαίου παράγονται όπως ξέρουμε από την διύλιση του αργού πετρελαίου, η δε χρήση τους καταλαμβάνει χωρίς υπερβολή την αμέσως μετά τη διατροφή του ανθρώπου σπουδαιότητα. Η παγκόσμια παραγωγή αργού πετρελαίου το έτος 2000 πλησίασε τα 4 δισ. τόνους, η δε κατανάλωση έτοιμων προϊόντων πετρελαίου ξεπέρασε τον ίδιο χρόνο τα 3,6 δισ. τόνους. Την ίδια χρονιά το 2000 τα εντοπισμένα αποθέματα υπολογίζονται παγκοσμίως στα 140-150 δισεκατομμύρια τόνους και κατανέμονται ποσοστιαία κατά ομάδα χωρών ως κάτωθι: Χώρες του OECD 8,0% Πρώην Σοβ. Ενωσης 6,4%(όμως αυξάνει συνεχώς λόγω της ανακάλυψης σοβαρών κοιτασμάτων στις χώρες γύρω από την Κασπία αλλά και στην ίδια την θάλασσα της Κασπίας καθώς και στη μητροπολιτική Ρωσία) Χώρες εκτός ΟΠΕΚ 7,7% Χώρες του ΟΠΕΚ 77,7% ---------- 100% Η παγκόσμια παραγωγή αργού ποσοστιαία, κατανέμεται κατά γκρούπ χωρών πάλι το 2000 ως κάτωθι: Xώρες του ΟECD 62,4% Ενωμένη Ευρώπη 18,0% Λοιπές χώρες 31,8% Η κατανάλωση των πετρελαιοειδών προϊόντων κατανέμεται κατά γκρούπ προϊόντων, πλην της πρώην Σοβιετικής Ενωσης της οποίας η παραγωγή σε προϊόντα το έτος 2000 ανήλθε συνολικά στα 230,6 εκατ. τόνους. Ο διαχωρισμός τους κατά κατηγορία δεν διατίθεται. Ολοι οι τύποι βενζίνης σε τόνους 968,3 εκ. ή 29,1% Μεσαίας απόσταξης “ “ 1240,5 εκατ. ή 37,3% Fuel oil “ “ 519,5 εκατ. ή 5,6% Λοιπά προϊόντα περιλαμβανομένων και των πετροχημικών “ “ 602,0 εκατ. ή 18,0% --------------- -------------- Σύνολο σε τόνους 3.330,3 εκατ. ή 100% Η διαφορά μέχρι τους 4 δισ. τόνους οφείλετε εις το ότι στον ανωτέρω πίνακα δεν συμπεριλαμβάνονται της Πρώην Σοβιετικής Ενωσης, στις απώλειες κατά τη διακίνηση και διύλιση καθώς και στα αποθέματα. Αναφέρω μερικούς χαρακτηριστικούς δείκτες για να αντιληφθούμε το μέγεθος της εξάρτησης της ανθρωπότητας από την επάρκεια των υγρών καυσίμων. Τα αποδεδειγμένα αποθέματα παγκοσμίως μεταξύ 1990 - 2000 αυξήθηκαν 3,7% ήτοι 0,37% το έτος κατά μέσον όρον. Αντίθετα η άντληση αργού την περίοδο 1995 – 2000 αυξήθηκε κατά 9,73% ήτοι 1,95% το έτος κατά μέσον όρον. Εάν οι δύο αυτοί δείκτες ακολουθήσουν αυτή την πορεία, τότε επιταχύνεται η εξάντληση των εξακριβωμένων αποθεμάτων του αργού. Εάν για μια στιγμή (χάριν υπολογισμού) δεχθούμε ότι τα γνωστά παγκόσμια αποθέματα μείνουν εκεί που ήταν το 2000 και ότι η παγκόσμια κατανάλωση μείνει επίσης στα ίδια επίπεδα του 2000, τότε η διαίρεση του μέσου όρου διεθνών αποθεμάτων ήτοι 145 δισεκατομμύρια τόνων, δια της ετήσιας άντλησης αργού του 2000 ύψους 3,7 δισεκατομμύρια τόννους, τότε έχουμε το απογοητευτικό πηλίκων διάρκειας τους κάτω των 40 ετών. Κατά τη γνώμη μου, με τις καλές προοπτικές για περαιτέρω ανακάλυψη νέων αποθεμάτων σε συνδυασμό με κάποιο περιορισμό στην κατανάλωση ίσως διαρκέσουν για 60-70 χρόνια, και κατά παραχώρηση ας δεχθούμε ότι θα διαρκέσουν έως και 100 χρόνια εάν η ανθρωπότητα σταθεί τυχερή. Τι είναι όμως 100 χρόνια μπροστά στην αιωνιότητα; σαν μια σταγόνα θάλασσας στον ωκεανό. Σε ότι αφορά το φυσικό αέριο αυτό μας αφήνει μια ενθαρρυντική ελπίδα, με την όλο και μεγαλύτερη ανακάλυψη αποθεμάτων η δε χρήσης του όλο και επεκτείνεται λόγω του μικρότερου κόστους του, παρά τις δυσκολίες στην διακίνηση του, αλλά και λόγω της ευγενούς συμπεριφοράς του στο περιβάλλον και την ατμόσφαιρα. Τα μέχρι το έτος 2000 διαπιστωμένα αποθέματα φυσικού αερίου υπολογίζονται σε περίπου 150 τρισεκατομμύρια μ3. Η παραγωγή το έτος 1999 ανήλθε στα 2.420.000.000.000 μ3, το δε έτος 2000 ξεπέρασε τα 2,6 τρισεκατομμύρια μ3 με συνεχώς και μεγαλύτερες αυξητικές τάσεις. Ενδεικτικά επίσης αναφέρουμε ότι η παγκόσμια δυναμικότητα διύλισης αργού το έτος 2000 ήταν σε τόνους 4 δισ., ο δε αριθμός των διυλιστηρίων ανά τον κόσμο φθάνει τα 800. Ο παγκόσμιος αριθμός πρατηρίων διανομής καυσίμων (gasoline stations) ξεπερνά το 1.500.000 μαζί με της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει 120.000, η δε Ελλάδα από μόνη της ξεπερνά τα 7000. Η αξία του παραχθέντος κατά το έτος 2000 αργού σε δολάρια ανήλθε σε 656 δισεκατομμύρια η δέ αξία των αντίστοιχων τελικών προϊόντων ξεπέρασε τα 850 δισεκατομμύρια δολάρια. Εάν σ’αυτά προστεθεί η αξία της ετήσιας κατανάλωσης γαιάνθρακα, cocking coal και φυσικού αερίου, τότε ξεπερνάνε σημαντικά το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, ήτοι περίπου το 3,7% του Παγκόσμιου Μικτού Εθνικού Εισοδήματος. Ολη η παραπάνω κατά προσέγγιση παρουσίαση των μεγεθών είναι για να καταδειχθεί πόσο αναγκαίο είναι, οι ενασχολούμενοι με την διακίνηση γενικά των περιγραφέντων καυσίμων με κύριους διακινητές κατά κανόνα τις αποκαλούμενες πολυεθνικές (major oil companies), γνωστές από παλιά ως οι 7 αδελφές, από κοινού με τους αρμόδιους διεθνείς Οργανισμούς και κυβερνήσεις, να ταξινομήσουν και να κωδικοποιήσουν τις προτεραιότητες τους, προκειμένου δι’αυτών να εξασφαλίσουν τον ομαλό ανεφοδιασμό της παγκόσμιας αγοράς, την παντοιοτρόπως μείωση του κόστους κατά στάδιο, δηλαδή της έρευνας, της εξόρυξης, της μεταφοράς, της διύλισης, της εμπορίας, της διανομής, ούτως ώστε να φθάσει στον τελικό καταναλωτή με το μικρότερο δυνατό κόστος, δεδομένης της μεγάλης συμμετοχής του στο κόστος της ζωής του ανθρώπου. Άλλες προτεραιότητες είναι δια μέσου της τεχνολογικής εξέλιξης η βελτίωση της ποιότητας των παραγομένων προϊόντων, προς χάριν της ελαχιστοποίησης της ρύπανσης - μόλυνσης του περιβάλλοντος και της ατμόσφαιρας, της λειτουργικής φθοράς των μηχανών που τα χρησιμοποιούν, αλλά και πάλι μέσω της εφαρμογής καταλλήλου τεχνολογίας και προληπτικών μέτρων, κατά στάδια διακίνησης, ν’ αποφεύγεται η ρύπανση -μόλυνση ξηράς, θάλασσας και αέρος που μαζί με άλλους ρυπογόνους παράγοντες έχει καταστεί μάστιγα και απειλεί τους ίδιους τους φυσικούς πόρους και τα φυσικά αγαθά που εξασφαλίζουν την υγιεινή της καθημερινής φυσικής ζωής του ανθρώπου. Αλλη προτεραιότητα είναι μέσω επίσης της τεχνολογικής εξέλιξης να καταστεί πιο εύκολη, πιο ακριβής και πιο έγκαιρη η διαπίστωση τυχόν νέων αποθεμάτων. Επίσης πάλι δια της τεχνολογίας η διασφάλιση του ευκολότερου τρόπου άντλησης στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό του περιεχομένου αργού στις υπόγειες δεξαμενές, καθώς επίσης της ασφαλούς και δια της συντομότερης οδού μεταφοράς του στα διυλιστήρια προς επεξεργασία. Ενώ ορισμένες από τις παραπάνω προτεραιότητες είναι και προκλήσεις (challenges), όμως το καθήκον των οργανωμένων εταιρειών σε συνεργασία με τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς, αλλά και με την απόλυτη συνεργασία και μέριμνα των διεθνών οργανισμών, να εργασθούν σκληρά για την ανακάλυψη και αξιοποίηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας κατά το δυνατόν ανανεώσιμων και μη ρυπογόνων, μέσω των οποίων να διασφαλίζεται απ’ αυτήν την πλευρά το απώτερο μέλλον της ανθρωπότητας. Δυστυχώς οι προοπτικές δεν φαίνονται να είναι λαμπρές, αλλά τίποτε δεν αποκλείεται, όπως π.χ. η αναφορά τελευταία εις την τήξη του υδρογόνου, μέθοδος που όπως ξέρουμε από καιρό έχει επιτευχθεί, αλλά δεν έχει κατορθώσει η επιστήμη να εγκλωβίσει την εξ’αυτής παραγόμενη ενέργεια για να την αποθηκεύσει και να την προορίσει εκεί που ο άνθρωπος την χρειάζεται. Ας ελπίσουμε σε κάποιο θαύμα. Επειδή όμως εγώ δεν είμαι επιστήμων αλλά επιχειρηματίας, θέλω να καταλήξω στις κατά την γνώμη μου, αναγκαίες ενέργειες και πρωτοβουλίες σταδιακής πρακτικής εφαρμογής, που όμως είναι πρωτίστως συντηρητικής κατεύθυνσης. Με δεδομένο ότι η διάρκεια της επάρκειας των υγρών και αερίων καυσίμων των οποίων η προέλευση είναι ορυκτή, έχουν σχεδόν κάπου στο απώτερο μέλλον ημερομηνία λήξεως, την οποία λήξη επιταχύνει η αλόγιστη και πολλές φορές καταχρηστική χρήση τους, θεωρώ αναγκαίο να γίνει μεταξύ των άλλων μια Διεθνής διαφωτιστική εξόρμηση προς την διεθνή κοινότητα και κατά προτίμηση προς τα τμήματα εκείνα που ευημερούν, που έχουν εθισθεί στην καταχρηστική χρήση των καυσίμων, προκειμένου να την μειώσουν και να αρκούνται στην τελείως αναγκαία και δι’αυτού του τρόπου να συμβάλουν στο να παραταθεί η διάρκεια της διαθεσιμότητάς τους. Ο περιορισμός της κατανάλωσης των υγρών και αερίων θα έχει τεράστιες ευνοϊκές επιδράσεις στην επαναταξινόμηση της ζωής του ανθρώπου και ιδιαίτερα, εκεί που επικρατεί ο αχαλίνωτος ευδαιμονισμός και η ακόρεστος καταναλωτική βουλιμία. Πρόσθετος λόγος είναι η ίδια κατηγορία της κοινωνίας να αναθεωρήσει την υπέρμετρη καταναλωτική της τάση, ώστε το περίσσευμα της βαθμηδόν, στο βάθος του χρόνου, να περάσει στις πτωχές και σχεδόν λιμοκτονούσες κοινωνίες προκειμένου να συμβάλει στην βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη του πνευματικού και κοινωνικού του επίπεδου, και εξαιτίας της μιας κάποια στοιχειώδους επιμόρφωσής τους να περιορίσουν και να ελέγξουν την υπεργεννητικότητά τους, μεταξύ των άλλων έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια αυτοελεγχόμενη Διεθνής Κοινότητα με θεσμοθέτηση από την ίδια, αρχών και κανόνων, που θα τις επιτρέψουν ν’αποφύγει την αυτοκαταστροφή, καθότι εκτός από την επαπειλούμενη έλλειψη καυσίμων για κίνηση και ενέργεια, υποβόσκει και η ακόμη μεγαλύτερη απειλή που λόγω της υπέρμετρης αύξησης του πληθυσμού της γης, θα αδυνατεί αυτή να τον θρέψει εξαιτίας της μή επάρκειας των μέσων διατροφής. Η ανωτέρω συντηρητική άποψη συνιστάται στην περίπτωση ακόμη και που οι προσπάθειες για εναλλακτικές πηγές θ’ αποδώσουν στον αναγκαίο βαθμό και χρόνο, όμως πολύ περισσότερο εαν δεν αποδώσουν στον επιθυμητό βαθμό και χρονική περίοδο. Έχοντας υπόψη μας ότι είναι και θα παραμείνουν τα υγρά καύσιμα μαζί με το υγραέριο για πολλά χρόνια η φθηνότερη πρώτη ύλη συνιστάται και δι’αυτόν το λόγο η παράταση της διάρκειας της χρήσης των όσο είναι δυνατόν για να μην έχουμε μεγάλες ανατροπές στο κόστος ζωής. Ενας άλλος επίσης σοβαρός λόγος της λογικής χρήσης των υγρών και αερίων καυσίμων είναι ότι η γρήγορη εξάντλησή τους, θα μας αποστερήσει από την δυνατότητα παραγωγής πετροχημικών προϊόντων ακόμη δε και κάποιων μορφών φαρμάκων ή συστατικών αυτών. Φοβάμαι ότι από επιχειρηματίας στην ρύμη του λόγου μου έγινα ιεραπόστολος. Εάν αυτή την εντύπωση σας έδωσα ζητώ συγγνώμη για την κατάχρηση του χρόνου σας. Πρέπει όμως να πω ότι το θάρρος για έκφραση αυτού του είδους απόψεων το άντλησα από το μέρος της επικεφαλίδος του αντικειμένου του κεφαλαίου που αναφέρετε στις προκλήσεις (challenges). Για μένα αυτό είναι πρόκληση ασχέτως του εάν δεν ενθουσιάζει, είναι δηλαδή αρνητικής κατεύθυνσης, απέναντι στην αυστηρώς επιχειρηματική δεοντολογία».

Διαβάστε ακόμα