Του Παντελή Κάπρου, Καθηγητή στο ΕΜΠ, Προέδρου της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας
Συχνά γράφεται αλλά και διαδίδεται εντέχνως ότι ο λόγος που δεν προχωρούν οι ιδιωτικές επενδύσεις ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα είναι οι χαμηλές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και ότι για να προχωρήσει η απελευθέρωση της αγοράς απαιτούνται αυξήσεις των τιμών αυτών. Πρόκειται περί μύθου ο οποίος προβάλλεται είτε από άγνοια των πραγματικών δεδομένων είτε εκ του πονηρού προκειμένου να αναβληθεί η πολύπαθη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα. Και μάλιστα επιτυγχάνεται ο στόχος, αφού ο φόβος περί δήθεν αύξησης των τιμών ίσως εν μέρει εξηγεί τους δισταγμούς για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά όπως επιβάλλεται από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο αλλά και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας. Υπενθυμίζεται ότι οι τιμές πώλησης του ρεύματος από τη ΔΕΗ εγκρίνονται από την Κυβέρνηση μετά από γνώμη της ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας). Σύμφωνα με τη νομοθεσία, το καθεστώς αυτό θα εφαρμόζεται, παρά την απελευθέρωση, για όσο διάστημα η ΔΕΗ κατέχει περισσότερο από το 70% της αγοράς ηλεκτρισμού. Κατά την πενταετία 1995-2000, για λόγους μακροοικονομικής πολιτικής, οι κυβερνήσεις επέτρεψαν αυξήσεις της τιμής του ρεύματος μικρότερες από τον πληθωρισμό. Από την 1η Σεπτεμβρίου 2000 μέχρι σήμερα, εγκρίθηκαν αυξήσεις της τιμής του ρεύματος συνολικά περίπου 13,5%, δηλαδή αύξηση 3,5% ετησίως. Η τελευταία αύξηση δόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2003. Έτσι σήμερα η ηλεκτρική ενέργεια πωλείται στην Ελλάδα στην τιμή των 78 €/MWh κατά μέσο όρο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΔΕΗ και τις αναλύσεις της ΡΑΕ, η τελική αυτή μέση τιμή αναλύεται περαιτέρω στα εξής: Η παραγωγή και εισαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας κοστίζει κατά μέσο όρο περίπου 50 €/MWh. Αυτό αναλύεται σε περίπου 32 €/MWh για το μέσο κόστος καυσίμου και 18 €/MWh για το κόστος εξυπηρέτησης του απασχολουμένου κεφαλαίου, των κερδών περιλαμβανομένων. Η μεταφορά και η διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των δικτύων της ΔΕΗ κοστίζει κατά μέσο όρο περίπου 22,5 €/MWh στο οποίο περιλαμβάνεται η εξυπηρέτηση κεφαλαίου και το κέρδος. Το υπόλοιπο, δηλαδή περίπου 5,5 €/MWh κατά μέσο όρο, αντιστοιχεί στο κόστος των υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες είναι κυρίως το υπερβάλλον κόστος στα μη διασυνδεδεμένα νησιά και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ανταγωνισμός υφίσταται μόνο στο πρώτο σκέλος, δηλαδή στην παροχή της ηλεκτρικής ενέργειας, με άλλα λόγια στο ποσό των 50 €/MWh κατά μέσο όρο, δεδομένου ότι η μεταφορά, η διανομή και οι υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος έχουν τεθεί από το νόμο σε καθεστώς μονοπωλίου με διοικητικά καθοριζόμενα τιμολόγια και έχουν ανατεθεί κατ’ αποκλειστικότητα στη ΔΕΗ. Είναι διεθνώς γνωστό ότι μία σύγχρονη μονάδα συνδυασμένου κύκλου 400 MW με φυσικό αέριο είναι ο πιο οικονομικός τρόπος να παράγει κανείς ηλεκτρική ενέργεια. Το κόστος από μια τέτοια μονάδα είναι το πολύ 45 €/MWh, περιλαμβανομένων του κόστους καυσίμου, της εξυπηρέτησης του κεφαλαίου και του κέρδους. Κάθε άλλη τεχνολογία (λιγνίτης, άνθρακας, πετρέλαιο, πυρηνικά) παράγει με συνολικό κόστος μεγαλύτερο από τα 45 €/MWh. Η μονάδα με φυσικό αέριο είναι συνολικά πιο οικονομική έναντι μιας νέας μονάδας λιγνίτη, παρά το γεγονός ότι το κόστος του καυσίμου στη λιγνιτική είναι περίπου 20 €/MWh, έναντι 28 €/MWh του φυσικού αερίου, γιατί το κόστος κεφαλαίου της λιγνιτικής είναι πολύ μεγαλύτερο και επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο λόγω των αυστηρών περιβαλλοντικών περιορισμών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέες μονάδες που σχεδιάζουν τόσο οι ιδιώτες όσο και η ΔΕΗ είναι μονάδες φυσικού αερίου. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται κάθε χρόνο με ρυθμό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ευρώπης και το περιθώριο εφεδρείας ισχύος της χώρας έχει φθάσει σε οριακά επίπεδα, όπως και πρόσφατα αποδείχθηκε με την εκτεταμένη διακοπή της 12ης Ιουλίου 2004. Είναι αναμφισβήτητο ότι η χώρα έχει ανάγκη τουλάχιστον τέσσερις νέες μονάδες (καθεμία των 400 MW) να εντάσσονται σταδιακά μέχρι και το 2008. Αφού λοιπόν το ηλεκτρικό ρεύμα πωλείται 50 €/MWh στην παραγωγή και η νέα μονάδα παράγει με συνολική τιμή στα 45 €/MWh (του κέρδους συμπεριλαμβανομένου), πώς είναι δυνατόν να μην συμφέρουν οι νέες επενδύσεις και να χρειάζεται αύξηση των τιμών για να πραγματοποιηθούν και να είναι βιώσιμες; Αν ανατεθούν οι νέες μονάδες στη ΔΕΗ και χωρίς καμιά αύξηση των τιμών πάνω από τον πληθωρισμό, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα κερδοφορίας της επιχείρησης, γιατί οι μονάδες αυτές είναι πιο αποδοτικές από αρκετές υπάρχουσες, γιατί η ζήτηση αυξάνει και η παραγωγή των νέων μονάδων είναι εξασφαλισμένη. Αντίθετα, θα υπάρξει αύξηση κερδών λόγω εξοικονόμησης στο συνολικό λειτουργικό κόστος της ηλεκτροπαραγωγής. Γιατί λοιπόν χρειάζονται αυξήσεις τιμών αν οι μονάδες αυτές γίνουν από ιδιωτικές επενδύσεις; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει αποκλειστικά να αναζητηθεί στις στρεβλώσεις της αγοράς παραγωγής και πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τον παλαιό νόμο για την αγορά ηλεκτρισμού, δηλαδή τον 2773/1999, ο ιδιώτης επενδυτής για να έχει τα απαιτούμενα έσοδα έπρεπε να εξεύρει ο ίδιος πελάτες και μάλιστα πριν την κατασκευή της μονάδας, ώστε αυτός και οι χρηματοδότες του να έχουν διασφάλιση για την ανάκτηση των προς επένδυση κεφαλαίων. Στις στρεβλές συνθήκες της υπό απελευθέρωση αγοράς, που κυριαρχείται από ένα καθετοποιημένο μονοπώλιο, αυτό είναι αδύνατο. Αυτός είναι ο λόγος, και όχι τα κόστη και οι τιμές, που δεν προχώρησαν οι ιδιωτικές επενδύσεις και η απελευθέρωση της αγοράς. Ακριβώς για να λύσει το πρόβλημα αυτό, ο νέος νόμος 3175 που ψηφίσθηκε τον Ιούλιο του 2003, θέσπισε την υποχρεωτική Ημερήσια Αγορά ηλεκτρισμού. Έτσι ο νέος ιδιώτης ηλεκτροπαραγωγός δεν χρειάζεται να εξεύρει πελάτες και να πουλήσει το δικό του ρεύμα, αλλά να πουλήσει την παραγωγή του στην Ημερήσια Αγορά από την οποία όλοι υποχρεωτικά αγοράζουν όχι από καθένα παραγωγό χωριστά, αλλά με βάση τις τιμές του μείγματος ηλεκτρισμού. Πρόκειται για το μοντέλο οργάνωσης της αγοράς (pool – πισίνα ηλεκτρισμού) που εφαρμόσθηκε στην Αγγλία για περισσότερα από δέκα χρόνια και με βάση το οποίο πραγματοποιήθηκαν ιδιωτικές επενδύσεις 15000 MW φυσικού αερίου. Σύμφωνα με το νόμο, ανάλογα με τις οικονομικές προσφορές από κάθε μονάδα παραγωγής, διαμορφώνεται κάθε ώρα στην Ημερήσια Αγορά η Οριακή Τιμή του Συστήματος που αντιστοιχεί στην ακριβότερη προσφορά από μονάδα που ήταν οριακά απαραίτητη για να καλυφθεί η ζήτηση ηλεκτρισμού. Όλες οι μονάδες που έκαναν χαμηλότερες προσφορές επιλέγονται για να λειτουργήσουν και εισπράττουν έσοδα σύμφωνα με την Οριακή Τιμή Συστήματος και όχι σύμφωνα με την οικονομική τους προσφορά. Έτσι έχουν έσοδα πάνω από το λειτουργικό τους κόστος, προκειμένου ακριβώς να εξυπηρετήσουν τις δαπάνες κεφαλαίου. Σε αυτήν την Οριακή Τιμή Συστήματος πληρώνουν όσοι αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια για την κατανάλωση. Δεδομένου ότι η ΔΕΗ έχει όλους σχεδόν τους πελάτες και τα τιμολόγιά της καθορίζονται διοικητικά, έχει κάθε συμφέρον να διαμορφώνει οικονομικές προσφορές από τις μονάδες έτσι ώστε η μέση τιμή σε ένα έτος της Οριακής Τιμής Συστήματος να ευθυγραμμίζεται με τη μέση τιμή των τιμολογίων της, δηλαδή τα 50 €/MWh. Αν η μέση τιμή της Οριακής Τιμής Συστήματος είναι χαμηλότερη, τότε οι πελάτες και οι προμηθευτές τους θα αγοράζουν απευθείας από την Ημερήσια Αγορά, παρακάμπτοντας τη ΔΕΗ η οποία θα υποστεί μείωση εσόδων. Αν η μέση τιμή της Οριακής Τιμής Συστήματος είναι υψηλότερη, πάνω από τα 50 €/MWh, τότε ναι μεν δεν θα χάσει πελάτες, αλλά η ίδια θα υποστεί ζημιά γιατί θα αγοράζει μέσω της Ημερήσιας Αγοράς την παραγωγή του ιδιώτη επενδυτή ηλεκτροπαραγωγής σε υπερβολική τιμή. Κατά συνέπεια, η τιμή χονδρεμπορίου ηλεκτρισμού θα διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στα 50 €/MWh, όσο δηλαδή και σήμερα, και ο ιδιώτης με τη νέα μονάδα φυσικού αερίου θα έχει μια βιώσιμη επιχείρηση με εύλογο κέρδος, δεδομένου ότι, όπως εξηγήθηκε απαιτεί είσπραξη στα 45 €/MWh κατά μέσο όρο για να είναι βιώσιμος και κερδοφόρος. Ο μόνος κίνδυνος είναι να υπάρχει υπερεπάρκεια ηλεκτρικής ισχύος στη χώρα, κατάσταση που απέχει πολύ από τη σημερινή ένδεια ισχύος. Ο κίνδυνος αυτός μειώνεται εφόσον η Διοίκηση εφαρμόσει τις προβλέψεις της νομοθεσίας η οποία μέχρι ένα μέγεθος ισχύος επιβάλλει στη ΔΕΗ όταν κατασκευάζει νέες σύγχρονες μονάδες να θέτει ισόποση ισχύ σε ψυχρή εφεδρεία. Τα παραπάνω έχουν επιβεβαιωθεί με βάση αναλυτικούς υπολογισμούς και μαθηματικά μοντέλα της ΡΑΕ. Εκκρεμούν ασφαλώς θέματα εγγυήσεων και άλλων διασφαλίσεων ώστε να χρηματοδοτηθούν οι νέες μονάδες με ευνοϊκούς όρους από τις Τράπεζες. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα οικονομικής βιωσιμότητας των νέων ιδιωτικών μονάδων υπό το νέο καθεστώς του νόμου 3175/2003 και δεν απαιτείται αύξηση των τιμών του ρεύματος πέραν του πληθωρισμού για να προχωρήσει η απελευθέρωση της αγοράς. Εκκρεμεί βέβαια η θέσπιση των αναλυτικών Κωδίκων Διαχείρισης Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας που έχει εκπονήσει και προτείνει η ΡΑΕ, ώστε να εφαρμοσθεί σωστά το νέο σύστημα οργάνωσης της αγοράς. Τα περί αύξησης των τιμών ηλεκτρισμού για την απελευθέρωση της αγοράς είναι επομένως μύθος και επενεργεί μόνο κινδυνολογικά.