Του Κ.Κόλμερ
Είς άρθρον του Βόλφγκανγκ Μούνχαου στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» (6.9.04.), με τίτλο «Οι αδυναμίες που απειλούν την ευρωζώνη» (The flaw that threatens the eurozone) μεταξύ άλλων δυσοιώνων προβλέψεων δια τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ενώσεως (ΕΝΕ) αναφέρεται ότι «ένας άλλος μηχανισμός μέσω του οποίου η νομισματική ένωσις ημπορεί να αποτύχει είναι μια Τραπεζική κρίσις, με αφετηρία μια χώρα και διάχυσις στις υπόλοιπες. Είναι αδιευκρίνιστον εισέτι εάν και κατά πόσον το παρόν σύστημα συντονισμού της επιστασίας των Τραπεζών στην ευρωζώνη θ’αποδειχθή αποτελεσματικό στην περίπτωσιν αυτή.» Πέραν δηλαδή του υψηλού πληθωρισμού σε μία χώραν νομισματικής ενώσεως( που πιθανόν να είναι το συχνότερο αίτιο διαλύσεως της) και της ελλείψεως μέσων διεθνών πληρωμών (που αρνείται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να διευκολύνει bail out) υπάρχει κι ο κίνδυνος της καταρρεύσεως μιας Τραπέζης, με κατακλυσμιαία αποτελέσματα για το Τραπεζικό σύστημα της ΕΝΕ. Ο κίνδυνος αυτός είναι υπαρκτός στην Ελλάδα : Τρεις τουλάχιστον Τράπεζες ευρίσκονται στο χείλος της καταρρεύσεως, χωρίς την δυνατότητα του κράτους να παρέμβει σωτηρίως, όπως στην περίπτωση της Τραπέζης Κρήτης επί Κοσκωτά. Την αδυναμία αυτή υπογραμμίζουν ξένα Τραπεζικά συμφέροντα που αδιαφορούν τελείως για την εξαγορά κρατικών Τραπεζών, οι οποίες κατά το παρελθόν διεσώθησαν υπό του φορολογουμένου και με χρήση (ή κατάχρηση) του εκδοτικού προνομίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως γνωστόν, έχασε τη δυνατότητα αυτήν μετά το 2001. Οι επιπτώσεις της αδυναμίας μιας Τραπέζης να καλύψει τις υποχρεώσεις της θα είναι καταστρεπτικές επί των καταθετών, καθώς έχει εκλείψει επίσης η εγγύησις των για αποταμιεύματα των 20.000 ευρώ ανά καταθέτη. Η κρίσις μπορεί να πλήξει Τραπεζικό σύστημα από δύο πλευρές: Αφ’ ενός από τυχόν αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων και αφ’ ετέρου από την μεγάλη πιστωτική επέκταση, μέσω των καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών, καθώς η ποιότης των έχει υποβαθμισθή. Ο Τραπεζικός ανταγωνισμός για μερίδα της αγοράς έχει οδηγήσει στην χαλάρωση των μηχανισμών ελέγχου των οφειλετών ενώ η κάμψις των εισοδημάτων και της απασχολήσεως έχει προκαλέσει καθυστερήσεις στην εξυπηρέτηση των καταναλωτικών δανείων. Ανάλογο πρόβλημα παρουσιάζουν και πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το φαινόμενον έχει ανησυχήσει τις νομισματικές αρχές που το συζήτησαν προσφάτως με τις Τράπεζες στα πλαίσια της Ενώσεως των. Η προοπτική και μόνον ανόδου των επιτοκίων φοβίζει την Τράπεζα της Ελλάδος για την αντοχή του Τραπεζικού συστήματος. Οι κεντρικές Τράπεζες είναι αναγκασμένες να ανεβάσουν τα επιτόκια, μέσα σε ένα κλίμα ανόδου των τιμών του πετρελαίου, ώστε να διατηρήσουν σταθερά τα πραγματικά (μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού) επιτόκια. Αυτό που δεν ομολογείται επισήμως και που αποκρύπτεται σε ολόκληρη την ευρωζώνη είναι η πραγματική άνοδος του κόστους ζωής, η οποία έχει καταστήσει αρνητικά τα επιτόκια όχι μόνο των καταθέσεων αλλά και των ομολόγων. Η απόκλησις των επισήμων εκτιμήσεων του πληθωρισμού και της αγοραίας πραγματικότητας( την βιώνουν τώρα οι γονείς με την έναρξη του σχολικού έτους με ανατιμήσεις άνω του 15%) αποδίδεται αφ’ενός μεν στην παραπλανητική στατιστική του τιμαρίθμου κόστους ζωής, αφ’ετέρου δε στην πανευρωπαϊκή συνωμοσία, ν’ απαλλαγεί το ευρώ της μομφής ότι ευθύνεται για την άνοδο του κόστους ζωής στις χώρες που το υιοθέτησαν το 2001. Εν τούτοις, όμως οι αποκρύψεις των δημοσίων ελλειμμάτων της κυβερνήσεως Σημίτη έτσι και το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων έχει ημερομηνία λήξεως. Την ημέρα κατά την οποία οι διεθνείς χρηματαγορές θα επιβάλουν ένα επασφάλιστρο (risk premium) επί των ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου, τα τραπεζικά επιτόκια θα λάβουν την ανιούσα. Η μέρα αυτή δεν απέχει πολύ, ιδίως εάν συνεχισθούν τα υπέρογκα ελλείμματα του προϋπολογισμού- οπότε θα χαθεί και η μοναδική ευχέρεια του ευρώ: της χαμηλώσεως του κόστους του χρήματος.