Του Βαγγέλη Νικολακάκη
Ηταν ίσως αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα υπήρχε η επιθετική συμπεριφορά κάποιων «μεγάλων» που θα ήθελαν να ελέγξουν περισσότερο το χώρο μέσω των εταιρειών που κατέχουν την τεχνογνωσία και κυρίως διότι η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας αποτελεί βασική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λόγους ανεξαρτησίας ενεργειακού εφοδιασμού και προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και κοινωνικής και οικονομικής συνοχής. Μετά τη μεγάλη άνθηση του τομέα που εμφανίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1990 με τις μεγάλες επιχορηγήσεις του τότε αναπτυξιακού νόμου να ωφελούν τις επενδυτικές προσπάθειες, ακολούθησε μια απότομη πτωτική πορεία με αποτέλεσμα σήμερα - με εξαιρέσεις σημαντικές μεν αλλά όχι ικανές να ανατρέψουν την εικόνα - να παρουσιάζεται σημαντικός ρυθμός υστέρησης στις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και κυρίως στην αιολική ενέργεια. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι μεταξύ των χωρών μελών της Ε.Ε η Ελλάδα και η Πορτογαλία είναι τα μόνα κράτη - μέλη (στην Ε.Ε. των «15») τα οποία φαίνεται πως καταβάλλουν τις λιγότερες προσπάθειες για την επίτευξη των στόχων της E.E., εμφανίζουν στασιμότητα στις εν χρήσει ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αν και οι καιρικές συνθήκες - όσον αφορά τουλάχιστον στη χώρα μας - ευνοούν την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων. Ολοι παραδέχονται ότι οι επενδύσεις αιολικής ενέργειας στην Ελλάδα βρίσκονται σε αδιέξοδο και υποστηρίζουν ότι «με την εφαρμογή της τροποποίησης του αναπτυξιακού νόμου 2601/98 οι αιολικές επενδύσεις καθίστανται σε πολλές περιπτώσεις μη βιώσιμες». Αναφέρουν δε ως τα κυριότερα προβλήματα που οδηγούν - εφόσον δεν υπάρξει σημαντική αναθεώρηση των κανόνων - σε στασιμότητα αν όχι σε παρακμή (για τους πλέον απαισιόδοξους) τις ελληνικές επενδύσεις στην αιολική ενέργεια, τα εξής: - Τη μείωση του ποσοστού επιχορήγησης των επενδύσεων από 40% σε 30%, - Τη μείωση από το 100% στο 70% της φορολογικής απαλλαγής, μείωση που επήλθε με την αναμόρφωση του νόμου, αλλά και την κατάργηση της επιδότησης του επιτοκίου. Σημαντικό επίσης πρόβλημα - που βέβαια δεν είναι νέο αλλά παλαιό - αποτελεί η μεγάλη καθυστέρηση κάθε φορά στην καταβολή του μεγαλύτερου (άνω του 70%) της επιχορήγησης, καθυστέρηση που φτάνει και μήνες μετά την έναρξη των όποιων έργων. Ως αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων εκτιμάται ότι έως το Φεβρουάριο του 2004 υπήρχαν απώλειες για την Ελλάδα εγκεκριμένων κοινοτικών επιχορηγήσεων ύψους 60 εκατ. ευρώ για έργα που αφορούσαν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η πραγματικότητα Η πραγματικότητα λέει ότι, σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο αλλά και την Οδηγία 2001/77, η Ελλάδα υποχρεώνεται να παράγει έως το 2010, το 20,1% της συνολικής παραγόμενης ενέργειας στη χώρα από τις ΑΠΕ. Οπως όμως αναφέρεται και πιο πάνω, στη χώρα μας, μετά την ψήφιση του νόμου 2244/94, με τον οποίο δόθηκε ουσιαστική ώθηση σε σχετικές επενδύσεις από ιδιώτες και περί το τέλος της δεκαετίας του 1990, υπήρξε σημαντική ανάπτυξη στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Μετά όμως από το θετικό αυτό ξεκίνημα, ενώ θα περιμέναμε συνεχή πρόοδο και περαιτέρω ανάπτυξη, υπήρξε μείωση του ρυθμού ανάπτυξής τους. Έτσι σήμερα παρότι το σύνολο της ισχύος των αδειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε έργα ΑΠΕ, ανέρχεται σε περίπου 4.200 MW, η συνολική ισχύς έργων με άδεια λειτουργίας (μη συμπεριλαμβανόμενων των έργων ΣΗΘ) είναι 425ΜW, ενώ άδεια εγκατάστασης έχουν λάβει έργα ισχύος 892MW. Το μέγεθος αυτό είναι πολύ μικρό εάν ληφθεί υπόψη τόσο ο αριθμός των επενδυτικών προτάσεων έργων ΑΠΕ οι οποίες δεν αξιοποιήθηκαν, όσο και το υφιστάμενο δυναμικό, το οποίο παρέμεινε ανεκμετάλλευτο (πρόκειται για μια από τις χώρες με τους υψηλότερους δείκτες ηλιοφάνειας και αιολικού δυναμικού στην Ευρώπη). Γίνεται φανερό έτσι ότι ο στόχος του 20,1% της συνολικής παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ, ο οποίος πρέπει να επιτευχθεί έως το 2010, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στην επίλυση όλων των προβλημάτων που δυσκολεύουν την ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα μας. Τα κυριότερα προβλήματα τα οποία σήμερα δημιουργούν εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ αφορούν στην έλλειψη υποδομών, στις αδειοδοτικές διαδικασίες και στις τοπικές αντιδράσεις λόγω μη πλήρους ενημέρωσης. Απογοήτευση Για τους ανωτέρω λόγους από το 2001, οπότε και απελευθερώθηκε τυπικά η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, πολλές επιχειρήσεις που προσπάθησαν να διεισδύσουν στην ελληνική αγορά ενέργειας, επενδύοντας σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, απογοητεύτηκαν και εγκατέλειψαν είτε κατά τη διαδικασία έκδοσης της άδειας εγκατάστασης των έργων (χρονοβόρες διαδικασίες εγκρίσεων κ.λπ.), είτε κατά τη διαδικασία εγκατάστασης των έργων (τοπικές αντιδράσεις, ανυπαρξία δικτύων, αδυναμία έγκαιρων συμφωνιών σύνδεσης των έργων ΑΠΕ με το υπάρχον Δίκτυο, κ.λπ.), είτε κατά τη διαδικασία λειτουργίας των έργων ΑΠΕ (προβλήματα φθοράς και ανυπαρξίας συντήρησης των Δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας). Στην Ελλάδα η εγκατεστημένη ισχύς από αιολικά πάρκα για την περίοδο από το 1996 έως το 1999 σχεδόν πενταπλασιάστηκε - από 27MW σε 110 MW- και στη συνέχεια το έτος 2000 εγκαταστάθηκαν μόνο 105MW, το 2001 84MW, το 2002 μόνο 57MW, ενώ το 2003 λιγότερα από 20MW. Συγκριτικά αναφέρουμε ότι στη Γερμανία το 2001 εγκαταστάθηκαν 2.659MW, στην Ισπανία 861MW, στην Ιταλία 270MW κ.ο.κ. Κατόπιν αυτού πολλοί επενδύτες αντιμετωπίζοντας προβλήματα, όπως τα ανωτέρω, για επενδύσεις σε περιοχές υψηλού αιολικού δυναμικού, αναγκάζονται να αναζητήσουν άλλες περιοχές, σαφώς χαμηλότερου δυναμικού. Έτσι είναι πιθανόν το γεγονός αυτό να παίξει κάποιο ρόλο στη μη επίτευξη των εθνικών στόχων που έχουν τεθεί. Με βάση τα στοιχεία του ΚΑΠΕ, κατά το έτος 2001, η παραχθείσα ενέργεια από ΑΠΕ ανήλθε σε 0,00102 TWH προερχόμενη κατά 74.12% από τα αιολικά πάρκα, 18.14% από μικρά υδροηλεκτρικά έργα και 7.75% από βιοαέριο, ενώ το 2002 δεν προέκυψε αισθητή διαφοροποίηση λόγω της μικρής αύξησης της εγκατεστημένης ισχύος. Σήμερα η συμμετοχή των ΑΠΕ χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα στο σύνολο της εγχώριας ενεργειακής κατανάλωσης φτάνει το 1,6%. Οι προβλέψεις για τη μελλοντική εξέλιξη της αγοράς αιολικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι, γενικά, ευοίωνες. Βάσει του υπάρχοντος ενεργειακού σχεδιασμού και του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί σταθερά, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, η αύξηση του μεριδίου αιολικής ενέργειας στη συνολική παραγωγή ηλεκτρισμού. Σύμφωνα µε την 2η Εθνική Έκθεση για το επίπεδο διείσδυσης της ανανεώσιμης ενέργειας το έτος 2010 (Οκτώβριος 2003) και βάση του συντηρητικού σεναρίου προβλέψεων εκτιμάται ότι η εγκατεστημένη ισχύς αιολικής ενέργειας θα διαμορφωθεί σε 1.200 MW έναντι περίπου 450 MW που είναι σήμερα. Πρέπει να επισημανθεί ότι η Ελλάδα, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει βάσει του Πρωτοκόλλου του Κιότο και των σχετικών Κοινοτικών Οδηγιών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, είναι υποχρεωμένη να ενισχύσει την ανάπτυξη σημαντικών υποδομών και έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει περιθώριο να αυξήσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως 25% μέχρι το 2012, σε σχέση µε το αντίστοιχο επίπεδο εκπομπών του 1990. Ωστόσο, όπως διαφαίνεται, έχουν ήδη εξαντληθεί τα όρια που έχουν τεθεί, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην εκτεταμένη χρήση λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Με βάση μάλιστα τα στοιχεία μελέτης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών για λογαριασμό του ΥΠΕΧΩΔΕ οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου το 2010 προβλέπεται να αυξηθούν σε σχέση µε το έτος βάσης (1990) κατά 36% υπερβαίνοντας κατά πολύ τους τεθέντες στόχους. Η αδυναμία επίτευξης των συγκεκριμένων στόχων θα έχει σοβαρές επιπτώσεις, καθώς η χώρα µας θα είναι υποχρεωμένη να δαπανήσει σημαντικά ποσά, είτε µε τη μορφή προστίμων είτε για την εξαγορά δικαιωμάτων ρύπων άλλων χωρών. Ανταγωνισμός Ο κλάδος της αιολικής ενέργειας έχει παρουσιάσει έναν αξιοσημείωτο ρυθμό ανάπτυξης και στη χώρα µας, μετά και την εγκατάσταση του πρώτου ιδιωτικού αιολικού πάρκου, το 1998, από τον leader και σήμερα αλλά και κάτοχο σημαντικής τεχνογνωσίας όμιλο της «Μεταλλοβιομηχανία Αρκαδίας Χ. Ρόκας ΑΕ». Ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά επικεντρώνεται στην κατοχύρωση αδειών παραγωγής σε περιοχές µε ισχυρό αιολικό δυναμικό. Ωστόσο, η εξασφάλιση άδειας παραγωγής κάθε άλλο παρά συνεπάγεται την ανάπτυξη του αιολικού πάρκου, καθώς η διαδικασία επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων όπως η διαθεσιμότητα σύνδεσης µε σύστημα μεταφοράς, οι δυσχέρειες στη λήψη άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας, η έλλειψη ακρίβειας στις μετρήσεις αιολικού δυναμικού κ.ά. (Από την εφημερίδα Ναυτεμπορική)