Του Κ. Ν. Σταμπολή Την περασμένη εβδομάδα το πετρέλαιο ξεπέρασε τα 50 δολ. το βαρέλι στις διεθνείς αγορές σημειώνοντας ένα νέο ιστορικό ρεκόρ ακρίβειας. Στο Λονδίνο, στο χρηματιστήριο ΙΡΕ οι τιμές του αργού ποικιλίας Brent έφθασαν τα 46,30 δολάρια ενώ στην Ν. Υόρκη στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων ΝΥΜΕΧ η υψηλότερη τιμή διαπραγμάτευσης ήταν τα 50,47 δολ./ βαρέλι για την ποικιλία του ελαφρού πετρελαίου τύπου West Texas Intermediate (WTI). Με τις τιμές του αργού να αυξάνονται σταθερά κατά τους τελευταίους 10 μήνες - με μικρές περιόδους αυξομειώσεων και αναπροσαρμογής – αλλά όχι απότομα, πολλοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι το ψυχολογικό φράγμα των 50 δολαρίων το βαρέλι θα έσπαζε περί τα τέλη Οκτωβρίου με μέσα Νοέμβριου όταν και παρατηρείται συνήθως αύξηση της ζήτησης λόγω του χειμώνα. Όμως οι εξελίξεις τις τελευταίες 15 ημέρες υπήρξαν ραγδαίες και απρόβλεπτες με αποτέλεσμα η ανοδική φορά να επιταχυνθεί. Όπως έχουμε εξηγήσει σε σχετικά πρόσφατη αρθρογραφία μας στην ‘Κ’ οι υποκείμενοι λόγοι, τα γνωστά fundamentals, δεν έχουν αλλάξει το τελευταίο διάστημα ούτε προβλέπεται ότι θα διαφοροποιηθούν σημαντικά μέσα στους επόμενους 12 μήνες τουλάχιστον. Η βασική και σταθερή αιτία που ωθεί τις τιμές σε ανώτερα επίπεδα έχει να κάνει με την ζήτηση σε παγκόσμια κλίμακα η οποία ευρίσκεται σε ιστορικά υψηλά. Και αυτό γιατί πέρα από την υπολογίσιμη και αναμενόμενη ζήτηση από τις ώριμες αγορές της Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, υπάρχει πλέον έντονη και απρόβλεπτη σε μέγεθος ζήτηση από τις αγορές της Ν.Α. Ασίας (Κίνα και Ινδία) οι οποίες εξασκούν κυρίως τις ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Εν συντομία οι λόγοι που συμβάλουν στην άνοδο των τιμών του αργού έχουν ως εξής: ·Υψηλή ενεργειακή ζήτηση τους τελευταίους 18 μήνες, αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης διεθνούς οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης, η οποία σύμφωνα με τη Διεθνή Τράπεζα τρέχει μ’ένα πρωτοφανή ετήσιο ρυθμό 5.0%. ·Υψηλή ζήτηση πετρελαίου το 3ο τρίμηνο του 2004 στα 81.4 εκ. βαρέλια/ ημέρα, και πρόβλεψη για 83.9 εκ. βαρέλια/ ημέρα το 4ο τρίμηνο (αύξηση κατά 2.5% σε σύγκριση με πέρυσι). ·Εξαιρετικά χαμηλές εφεδρείες σε παγκόσμια κλίμακα (spare capacity) της τάξης του 1.0 με 1.5 εκ. βαρέλια/ ημέρα. ·Αδυναμία της Σαουδικής Αραβίας να πείσει τις καταναλώτριες χώρες για δυνατότητα παραγωγής άνω των 10.5 εκ. βαρέλια/ ημέρα. ·Αδυναμία των μεγάλων εταιρειών πετρελαίων (π.χ. Shell, BP, Exxon κ.α.) ν’ ανακαλύψουν νέα μεγάλα κοιτάσματα. ·Συνεχιζόμενη και εντεινόμενη γεωπολιτική αστάθεια στην Μέση Ανατολή (βλέπε Ιράκ, Παλαιστίνη) και άλλου. (π.χ. Νιγηρία, Σουδάν, Τσετσενία). ·Ο ενισχυμένος ρόλος των χρηματαγορών και του μηχανισμού διαμόρφωσης τιμών μέσα από συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (oil futures). Υπολογίζεται ότι η κερδοσκοπία των αγορών επιβαρύνει το βαρέλι με 8-10 δολ. ·Χαμηλά αποθέματα αργού και προϊόντων στις ΗΠΑ. ·Προβλήματα διύλισης και διανομής (bottlenecking) προϊόντων υψηλών προδιαγραφών στην Β. Αμερική. ·Χαμηλή διυλιστική ικανότητα σε Ευρώπη (προσωρινές διακοπές διυλιστηρίων λόγω εργασιών συντήρησης) και λόγω προσφάτων τυφώνων στις Ν.Α. πολιτείες των ΗΠΑ. Σύμφωνα με εκθέσεις διεθνών αναλυτών η όλη κατάσταση από πλευράς προσφοράς δεν πρόκειται να βελτιωθεί μέσα στους επόμενους μήνες. Τουναντίον αναμένεται ότι θα χειροτερέψει. Παράλληλα η ζήτηση, λόγω του επερχόμενου χειμώνα στο βόρειο ημισφαίριο, πρόκειται ν’ αυξηθεί. Έτσι πολλοί αναλυτές ομιλούν πλέον περί περαιτέρω ανόδου του αργού στα επίπεδα των 60 δολ./βαρέλι ή και υψηλότερα μέχρι το τέλος του έτους. Η άνοδος της τιμής του μαύρου χρυσού μοιάζει ασταμάτητη, καθώς από την αρχή του χρόνου αυτή έχει ενισχυθεί κατά 55% και κατά τις απόψεις ορισμένων σοβαρών μελετητών έπεται συνέχεια: «Με τόσο μεγάλη γεωπολιτική αβεβαιότητα, ραγδαία αύξηση της ζήτησης και περιορισμένη παραγωγική δυναμικότητα, έκπληξη θα πρέπει να προξενεί όχι ότι το πετρέλαιο έφτασε τα 50 δολάρια, αλλά ότι δεν διαπραγματεύεται στα 70 δολάρια το βαρέλι», σχολιάζει ο καθηγητής Ρόμπερτ Μάμπρο, πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης. «Ποτέ δεν είχαμε τέτοια σύμπτώση αρνητικών παραγόντων». Στο ίδιο μήκος κύματος και η Μerrill Lynch παρατηρεί ότι σε πραγματικούς όρους (δηλαδή σε αποπληθωρισμένη βάση) το πετρέλαιο βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα των 80 δολαρίων το βαρέλι που είχε προσεγγίσει μετά την Ιρανική Επανάσταση το 1979. «Το πετρέλαιο ίσως να είναι ακόμα φθηνό. Εάν η αύξηση των τιμών του αργού απλώς συμβάδιζε με την αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή (χωρίς τον παράγοντα ενέργεια) από το 1980, οι τιμές θα είχαν φτάσει σήμερα στα 95 δολάρια το βαρέλι», εκτιμά σε έκθεσή της η ΜL. Οι Επιπτώσεις στην Οικονομική Ανάπτυξη, ο ΟΠΕΚ και η Ρωσία Πέρα από τα εφιαλτικά αυτά σενάρια για τιμές του αργού στα 60 και 70 δολ. ή και υψηλότερα, ήδη με τις τιμές στα 45 με 50 δολ. το βαρέλι επικρατεί μεγάλος προβληματισμός στα επιτελεία των διεθνών οικονομικών οργανισμών και κυβερνήσεων για τις επιπτώσεις των υψηλών τιμών στην διαμόρφωση του τιμάριθμου και κατ’επέκταση στην ανάπτυξη. Ήδη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προβλέπει μείωση της παγκόσμιας ανάπτυξης για το 2005 στο ρυθμό των 4.3% ενώ η κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρεί πλέον ανέφικτη την ανάπτυξη της οικονομίας με ρυθμούς 4.0% το β’ εξάμηνο, η οποία αναμένεται πλέον να διαμορφωθεί στο 3.3%. Ανησυχίες εκφράζονται πάντως και από το Οργανισμό Πετρελαιεξαγωγικών Χώρων, τον ΟΠΕΚ, ως προς την ανοδική πορεία των τιμών. Ναι μεν οι οικονομίες των χωρών αυτών θα ωφεληθούν πλουσιοπάροχα αφού εκτιμάται ότι μόνο οι παραγωγοί των χωρών της Μέσης Ανατολής (μέλη του GCC) θα έχουν καθαρό πλεόνασμα στον προϋπολογισμό τους, του 2004, περί τα 180 δισεκ. δολάρια, όμως αυτό είναι δυνατόν να έχει αρνητικές μακροχρόνιες επιπτώσεις. Έτσι δεν είναι λίγες οι φωνές των ανησυχούντων στους κόλπους του ΟΠΕΚ οι οποίοι προειδοποιούν ότι η επικράτηση υψηλών τιμών, δηλ. πάνω από τα 50 δολ./ βαρέλι, για διάστημα ενός εξαμήνου και πλέον θα έχει το αποτέλεσμα ν’αναγκάσει τις κυβερνήσεις και εταιρείες των καταναλωτριών χωρών να επιταχύνουν τα μέτρα για ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας κάτι που θα μειώσει μακροπρόθεσμα τον ρόλο του πετρελαίου και αργά ή γρήγορα θα έχει αντίκτυπο στην παραγωγή και άρα θα πλήξει τις οικονομίες των χωρών μελών του Οργανισμού. Όμως η γενικότερη προοπτική για τις χώρες μέλη του ΟΠΕΚ, οι οποίες συνολικά παράγουν 29.0 εκ. βαρέλια από τα 80.5 εκ. βαρέλια της παγκόσμιας καθημερινής κατανάλωσης (δηλ. το 36%) δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές αφού αδυνατούν πλέον να ελέγξουν αποτελεσματικά την επιπλέον απαιτούμενη παραγωγή (δηλ. το excess capacity). Τον ρόλο αυτό μπορεί σύντομα να είναι σε θέση να τον εκπληρώσει η Ρωσία της οποίας η παραγωγή, παρά τα οποία προβλήματα με την εταιρεία Yukos, διαρκώς αυξάνεται (έχει ξεπεράσει πλέον τα 9.0 εκ. βαρέλια/ ημέρα). Επιπλέον, η Ρωσία μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια θα έχει το μοναδικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα να μπορεί να παραδώσει πετρέλαιο (και φυσικό αέριο) σε τρεις διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες ταυτόχρονα (Βόρεια Ευρώπη, Μεσόγειος, Άπω Ανατολή). Τι θα Κάνει η Ελλάδα Για μίαν ακόμη φορά η χώρα μας εμφανίζεται εντελώς απροετοίμαστη ν’αντιμετωπίσει την επερχόμενη κρίση. Σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις άλλες χώρες της Ευρώπης των 15, αλλά και σε σύγκριση με αρκετά νέα μέλη, τα τελευταία 15 χρόνια,( όταν δηλαδή ο κόσμος απήλαυε χαμηλές τιμές πετρελαίου) η Ελλάδα αντί να μειώσει τη συμμετοχή της εισαγόμενης ενέργειας στην παραγωγική διαδικασία, απεναντίας την αύξησε. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 εμφανιζόταν να έχει ενεργειακή ένταση 137% σε σχέση με την Ευρώπη των 15. Κατ’ επέκταση αύξησε (αντί να μειώσει) την εξάρτησή της από το εισαγόμενο πετρέλαιο με αποτέλεσμα σήμερα το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας να κυριαρχείται από πετρέλαιο, το οποίο και αυτό εισάγεται εξ ολοκλήρου (98,7%). Στις άλλες χώρες της ΕΕ τα τελευταία 20 χρόνια η συμμετοχή των υδρογονανθράκων στον ενεργειακό τομέα έχει μειωθεί εντυπωσιακά, έτσι που στις περισσότερες χώρες να είναι κάτω του 50% σε σύγκριση με την Ελλάδα που τείνει να ξεπεράσει πλέον το 65%. Στην Ελλάδα, σημειώνουν ξένοι ειδικοί, παρατηρείται ένας πρωτοφανής, για ανεπτυγμένη οικονομία, ενεργειακός ανορθολογισμός ο οποίος βασίζεται σε μία εντελώς στρεβλή χρήση ενέργειας αφού οι καταναλωτές έχουν αφεθεί εντελώς ελεύθεροι να εισάγουν και να χρησιμοποιούν κατά βούληση όποια ηλεκτρική συσκευή ή όχημα επιθυμούν αγνοώντας πλήρως τις περιορισμένες δυνατότητες της ενεργειακής υποδομής της χώρας. Χωρίς κανόνες, χωρίς ουσιώδη κίνητρα ή αντικίνητρα και με εξαιρετικά «χαμηλές» τιμές (για πετρέλαιο και ηλεκτρισμό), πάντα σε σύγκριση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα αναπτύσσεται, αυξάνοντας συνεχώς την ενεργειακή κατανάλωση ανά κάτοικο η οποία πράγματι υπολείπεται αυτής των άλλων χωρών. Όμως, η ενεργειακή της ανάπτυξη θα μπορούσε να γίνει με σεβασμό προς το περιβάλλον, με εξοικονόμηση ενέργειας (όρος παντελώς άγνωστος στο μέσο Έλληνα) και με την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε μαζική κλίμακα κάτι που είναι επιθυμητό και εφικτό λόγω των ήπιων κλιματολογικών συνθηκών της χώρας (όμως υπάρχουν ισχυρά αντικίνητρα για την προωθήσει των ΑΠΕ!) Ο ενεργειακός ευδαιμονισμός του σύγχρονου Έλληνα, αποτέλεσμα κυρίως των χαμηλών ενεργειακών τιμών και των φθηνών και με εύκολη απόκτηση οχημάτων, δε φαίνεται ότι θα διαρκέσει για πολύ ακόμη. Η ευνοϊκή ισοτιμία ευρώ-δολαρίου, προς όφελος του ευρώ, που έχει μέχρι σήμερα προστατέψει την Ευρωπαϊκή και κατ’ επέκταση την Ελληνική αγορά, δεν μπορεί να θωρακίσει επ’ άπειρο τους καταναλωτές, παρατηρεί ανώτερο στέλεχος μεγάλης πετρελαϊκής εταιρείας στην Αθήνα. Όταν οι διεθνείς τιμές διαμορφωθούν σταθερά για ένα διάστημα πάνω από τα 50 δολ/ βαρέλι οι επιπτώσεις στις τιμές των προϊόντων θα είναι πολύ σοβαρές αφού αυτές θ’ αρχίσουν να ενσωματώνουν σε λίγες εβδομάδες τις διεθνείς ανατιμήσεις. Μία κατάσταση η οποία θα γίνει ιδιαίτερα αντιληπτή και επίπονη εάν τελικά το βαρέλι φθάσει τα 60 δολάρια. Εάν εξαιρέσουμε την γενναία κίνηση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κ. Αλογοσκούφη, να προχωρήσει στην κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2005, με παραδοχή τα 40 δολάρια το βαρέλι (μία τιμή που ίσως σύντομα ξεπερασθεί από τις διεθνείς εξελίξεις) δεν υπάρχει ουδεμία άλλη πρόνοια από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της επερχόμενης κρίσης. Ούτε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας, ούτε σκέψεις για περιορισμό της κατανάλωσης, ούτε επιτάχυνση της χρήσης φυσικού αερίου και της εισαγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Απεναντίας επικρατεί ένα παράξενο κλίμα εφησυχασμού με στόχο τη διατήρηση, έναντι οποιοδήποτε κόστους, της υπάρχουσας φρούδας κατάστασης (δηλ. business as usual). Όχι μόνο δεν υπάρχουν σκέψεις μείωσης της κατανάλωσης πετρελαίου αλλά ο ίδιος ο Υπουργός Ανάπτυξης πρεσβεύει ακριβώς το αντίθετο αφού μέσα σε διάστημα λιγότερο των τεσσάρων μηνών προσέφυγε στη Ε. Ένωση ζητώντας την μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης με στόχο «την προώθηση μιας αποδοτικής κοινοτικής νομοθεσίας που θα εισάγει έναν αυτόματο μηχανισμό σταθεροποίησης εσόδων που προκύπτουν από την φορολογία των πετρελαϊκών προϊόντων». Η αξιέπαινη πρωτοβουλία αυτή του Υπουργού Ανάπτυξης ασφαλώς ελήφθη με γνώμονα την μείωση της επίδρασης των υψηλών τιμών πετρελαίων στον τιμάριθμο, και κατ΄επέκταση στην τόνωση της (έτσι και αλλιώς φθίνουσας στην Ελλάδα) ανταγωνιστικότητας. Η προσέγγιση αυτή του κ. Σιούφα ενδεχομένως να είχε θετικά αποτελέσματα εάν η Ελλάς είχε ένα μέσο Ευρωπαϊκό προφίλ στην κατανάλωση ενέργειας, που όμως δεν έχει αφού η συμμετοχή των καυσίμων στο ΑΕΠ είναι 3.0%, όταν ο μέσος όρος για την ΕΕ είναι 1.5%. Επιπλέον, η διεθνής συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή για την διατήρηση καθεστώτων χαμηλών ή επιδοτούμενων ενεργειακών τιμών. Είναι χαρακτηριστικά τα σχόλια του Διευθύνοντος Σύμβουλου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) κου Ροντρίγκο Ράτο ο οποίος την περασμένη εβδομάδα, επ’ευκαιρία της έκδοσης της ετήσιας έκθεσης του ΔΝΤ World Economic Outlook δήλωσε ότι «Οι υψηλές τιμές πετρελαίου αντανακλούν την υψηλή διεθνή ζήτηση και τις περιορισμένες εφεδρείες, αλλά και φόβους που πηγάζουν από τρομοκρατικές ενέργειες και γεωπολιτικούς κινδύνους. Είναι ανάγκη όπως οι πετρελαιοεισαγωγικές χώρες διατηρήσουν λογικούς (βλέπε υψηλούς) φόρους ώστε να εμποδίσουν την κατανάλωση πετρελαίου και να προωθήσουν την χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας».