Του Θ. Λιανου
Κατά τους τελευταίους μήνες οι τιμές του πετρελαίου αποκτούν σταθερότητα σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Αυτή την εβδομάδα η τιμή του αργού πετρελαίου στην αγορά της Νέας Υόρκης υπερέβη τα 50 δολ. ανά βαρέλι. Οι ανατιμήσεις αυτές αποδίδονται σε δύο βασικές αιτίες, πέραν της κερδοσκοπίας που δεν λείπει ποτέ αλλά γίνεται πιο έντονη σε περιόδους αβεβαιότητας. Η μία αιτία είναι η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση που προέρχεται από τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως της Κίνας και των Ινδιών. Η άλλη αιτία είναι η αυξανόμενη αβεβαιότητα στο Ιράκ, λόγω της πολιτικοστρατιωτικής κατάστασης, ως προς την ικανότητα αδιάλειπης προσφοράς. Τις τελευταίες ημέρες η αβεβαιότητα αυξήθηκε λόγω των απειλών των ανταρτών της Νιγηρίας, η οποία είναι πετρελαιοπαραγωγός χώρα. Η ταυτόχρονη αύξηση της ζήτησης και η (ενδεχόμενη) μείωση της προσφοράς οδηγούν και διατηρούν την τιμή σε υψηλά επίπεδα. Ως πρόσφατα οι ειδικοί υποστήριζαν ότι υπάρχει αρκετό πετρέλαιο και εύκολα διαθέσιμο ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών. Η εξέλιξη των τελευταίων μηνών δείχνει πως ίσως η πραγματική κατάσταση είναι διαφορετική. Τι θα συμβεί αν και οι άλλες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής καταφέρουν να επιτύχουν σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και συνεπώς υπάρχει συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση πετρελαίου; Σε ποιο επίπεδο θα σταθεροποιηθεί η τιμή του πετρελαίου; Θα υπάρχει αρκετή αύξηση της προσφοράς ώστε να επιτευχθεί σταθεροποίηση ή μήπως η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίσει μια συνεχώς αυξανόμενη τιμή πετρελαίου; Η συνεχιζόμενη αύξηση της ζήτησης πετρελαίου δείχνει ότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την ύπαρξη φυσικών πόρων και ακόμη δείχνει ότι μπορεί να δημιουργείται σιγά σιγά μια ανισορροπία μεταξύ της επιθυμητής και επιδιωκόμενης ανάπτυξης και των φυσικών πόρων της γης. Με δεδομένη την τεχνολογία που έχουμε στη διάθεσή μας, η ανισορροπία αυτή θα γίνεται συνεχώς πιο έντονη και οι συνέπειες επί της οικονομίας θα γίνονται συνεχώς πιο δυσάρεστες. Η σχετική έλλειψη πετρελαίου είναι πιθανό να δημιουργήσει προβλήματα πολιτικοστρατιωτικού χαρακτήρα μεταξύ των χωρών της Δύσης που απολαμβάνουν τα προϊόντα της οικονομικής ανάπτυξης και των χωρών που διαθέτουν πετρέλαιο αλλά δεν έχουν ανάλογους ρυθμούς ανάπτυξης. Η ανάπτυξη πολιτικοστρατιωτικών εντάσεων φυσικά θα χειροτερεύσει την κατάσταση. Ίσως πρέπει να σκεφτούμε ότι το πετρέλαιο είναι πλέον ένας συντελεστής παραγωγής, η έλλειψη του οποίου γίνεται συνεχώς πιο έντονη με αρνητικές, φυσικά, συνέπειες στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Η «λύση» σε αυτό το πρόβλημα μπορεί να προκύψει από δύο πλευρές. Από τη μια, ο μηχανισμός των τιμών θα μειώσει τη ζητούμενη ποσότητα και συνεπώς τη χρησιμοποίηση του πετρελαίου και των παραγωγών του στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Από την άλλη, η υποκατάσταση του πετρελαίου θα μειώσει τη ζήτηση με τη χρησιμοποίηση άλλων παραγωγικών μεθόδων. Η υποκατάσταση του πετρελαίου όμως δεν είναι πάντοτε εφικτή ή εύκολη. Είναι πιθανόν η παρούσα πετρελαϊκή κρίση να υποχωρήσει και η τιμή πάλι να μειωθεί σε χαμηλά επίπεδα. Η μακροχρόνια τάση όμως θα είναι ανοδική, εφόσον δεν βρεθεί ικανοποιητικό υποκατάστατο. Αυτό πρέπει να ανησυχεί τη διεθνή οικονομική κοινότητα. (Από την εφημερίδα Το Βήμα)