Του Σπύρου Παλαιογιάννη*
Οι εθνικές ενεργειακές αγορές αλλά και η ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά στο σύνολό της είναι χωρίς αμφιβολία σήμερα περισσότερο ανοικτές στο εμπόριο, στον ανταγωνισμό και στις ξένες επενδύσεις από οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο στο παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά όμως, το άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών στο πραγματικό ανταγωνισμό μάλλον καθυστερεί, σε αντίθεση με τις επίμονες επιδιώξεις των σχετικών Οδηγιών της Ε.Ε. για τη θέσπιση κοινών κανόνων για την εσωτερική αγορά στους τομείς του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου και για την επιτάχυνση της διαδικασίας απελευθέρωσης των αγορών αυτών. Η καθυστέρηση αυτή αποδίδεται σε μια σειρά από υπαρκτά και πολλές φορές δικαιολογημένα εμπόδια που παρατηρούνται στις επιμέρους ενεργειακές αγορές της διευρυμένης με νέα κράτη μέλη Ευρωπαϊκής Ένωσης που ειδικότερα αφορούν : ·στην καταλληλότητα των ρυθμίσεων που προβλέπουν οι σχετικές οδηγίες της Ένωσης για όλες τις αγορές των κρατών μελών της δεδομένου ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές και ιδιαιτερότητες μεταξύ αυτών των αγορών, ·στην ασφάλεια παροχής ενεργειακών αγαθών και υπηρεσιών στις αγορές ·στην οικονομική, περιφερειακή και κοινωνική ανάπτυξη των χωρών μελών με σεβασμό στο περιβάλλον και την ποιότητα ζωής ·στα διαφορετικά συμφέροντα των παραγωγών και των καταναλωτών ενέργειας ·στις παρενέργειες που γεννά η εν δυνάμει αντίθεση μεταξύ του κέρδους που επιδιώκουν οι ενεργειακές επιχειρήσεις και της προστασίας του δημόσιου συμφέροντος που επιδιώκουν (ή για να είμαστε ακριβείς που πρέπει να επιδιώκουν) οι κυβερνήσεις και οι καταναλωτές και τέλος ·στις πάσης φύσεως αντιδράσεις των ήδη εγκαθιδρυμένων ενεργειακών επιχειρήσεων για την είσοδο νέων παικτών στις αγορές. Οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς ως γνωστόν υποστηρίζουν ότι η ενίσχυση του ανταγωνισμού σε οποιοδήποτε κλάδο οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να επιφέρει από μόνη της θετικά αποτελέσματα για την οικονομία και τους καταναλωτές. Όμως, παρ’ όλη την μετατόπιση του κέντρου βάρους της αντίληψης που για δεκαετίες ήθελε την ενέργεια ως ένα βασικό (κοινωνικό) αγαθό, προς την θεώρηση ότι η ενέργεια είναι ένα κοινό καταναλωτικό προϊόν και επομένως διέπεται από τη νομοτέλεια του κέρδους, το θέμα της απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας παρουσιάζει εκ των πραγμάτων πολλές ιδιαιτερότητες και εμπεριέχει πληθώρα κρίσιμων παραμέτρων που πρέπει να τύχουν ειδικής μελέτης και προσοχής από όλους τους ενδιαφερόμενους και αρμοδίους. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα να αγνοηθούν παράμετροι όπως η ιδιαίτερη κατάσταση που επικρατεί σε κάθε αγορά, η ασφάλεια εφοδιασμού κάθε αγοράς με ενέργεια, η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών (ιδιαίτερα των πιο μικρών εξ αυτών), η προστασία του περιβάλλοντος, η τύχη των ήδη εγκαθιδρυμένων παικτών κλπ., κλπ. Ο βασικός στόχος δεν πρέπει να είναι απλά η με γοργά βήματα απελευθέρωση των αγορών ενέργειας, αλλά το πως θα δημιουργηθούν στην αγορά οι κατάλληλες συνθήκες για να μπορέσουν να συνυπάρξουν και να συνεργασθούν όλοι οι επιμέρους εμπλεκόμενοι παίκτες και ενδιαφερόμενοι αλλά και για να μπορέσουν να εξυπηρετηθούν οι (αποκλίνουσες πολλές φορές) ανάγκες και προσδοκίες τους. Με άλλα λόγια η απελευθέρωση των αγορών ενέργειας δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο για μια βιώσιμη ανάπτυξη που θα επιτρέπει λογικά κέρδη στις επιχειρήσεις αλλά και θα αποβαίνει σε όφελος των καταναλωτών, του περιβάλλοντος και της οικονομίας. Η πραγματικότητα αυτή πρέπει πρωτίστως να γίνει κατανοητή από τις κυβερνήσεις, τις ρυθμιστικές αρχές και τις επιχειρήσεις ενέργειας. Μέσα από ουσιαστικό διάλογο θα πρέπει να αναζητηθούν και να εγκαθιδρυθούν αποτελεσματικά θεσμικά και ρυθμιστικά πλαίσια που θα δημιουργούν το κατάλληλο για κάθε αγορά και χώρα περιβάλλον ανάπτυξης του ανταγωνισμού, με διαφανείς και ισότιμους κανόνες παιχνιδιού για όλους αφενός και αφετέρου που θα λαμβάνουν μέριμνα για την ομαλή ανάπτυξη και τροφοδοσία των αγορών με ενέργεια και θα προστατεύουν τα συμφέροντα των καταναλωτών, του περιβάλλοντος και της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης κάθε χώρας. Επαναλαμβάνουμε ότι σημασία πρέπει να έχει ο τελικός στόχος της δημιουργίας συνθηκών για την ύπαρξη πραγματικά ανταγωνιστικών αγορών ενέργειας και όχι η ταχύτητα επίτευξης αυτού του στόχου, αφού αναπόφευκτα, στα αρχικά τουλάχιστον στάδια αυτής της διαδικασίας υπάρχουν εμπόδια και σοβαροί κίνδυνοι για μερικούς έστω από τους εμπλεκόμενους / ενδιαφερόμενους. Η απελευθέρωση των αγορών ενέργειας στην Ελλάδα Σε αντίθεση με την κινητικότητα και τις αργές αλλά σταθερές εξελίξεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στις ενεργειακές αγορές των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, ο ενεργειακός τομέας στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη ακινησία και αδράνεια. Ο τομέας του ηλεκτρισμού στη χώρα μας απελευθερώθηκε, θεωρητικά τουλάχιστον, για τους καταναλωτές που είναι συνδεδεμένοι στο δίκτυο μέσης και υψηλής τάσης (6.500 καταναλωτές ή περίπου το 34% της συνολικής αγοράς) από τις αρχές του 2001 με το νόμο 2773/99. Στη πράξη όμως δεν λειτουργεί η δυνατότητα επιλογής άλλου προμηθευτού πλην της ΔΕΗ, με εξαίρεση κάποιες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας που γίνονται από κάποιους ελάχιστους μεγάλους καταναλωτές. Επιπρόσθετα παρά την χορήγηση ενός μεγάλου αριθμού αδειών ηλεκτροπαραγωγής από το 2001 και εντεύθεν καμία ιδιωτική μονάδα ηλεκτροπαραγωγής δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί (με εξαίρεση αυτήν των ΕΛΠΕ που βρίσκεται σε στάδιο κατασκευής και την μονάδα κάλυψης εφεδρικής ισχύος της ΤΕΡΝΑ που πρόσφατα τέθηκε σε λειτουργία). Πολλοί αποδίδουν αυτήν τη στασιμότητα στο άτολμο, ανεπαρκές και σε κάθε περίπτωση ημιτελές ακόμα εθνικό θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, αλλά είναι βέβαιο ότι υπάρχουν και άλλου είδους εμπόδια και περιορισμοί για την είσοδο νέων παικτών στην αγορά του ηλεκτρισμού. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας από τις πολλές αιτίες που δημιουργούν καθυστέρηση στην απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας, είναι ο πολυσυζητημένος Κώδικας Διαχείρισης του Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας που προετοίμασε και έθεσε σε δημόσια διαβούλευση η ΡΑΕ, μετά τη θέσπιση του νέου νόμου 3175/2003 που τροποποίησε το νόμο 2773/99 και στοχεύει στην αναδιοργάνωση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις, ο εν λόγω Κώδικας (όπως διαμορφώθηκε ύστερα από τις διαβουλεύσεις με όλους τους ενδιαφερόμενους δηλαδή επενδυτές, τράπεζες, ΔΕΣΜΗΕ, ΔΕΗ, κλπ) δεν έχει ακόμη εγκριθεί και επί του παρόντος δεν είναι ορατό το εάν και πότε τούτο θα συμβεί. Όμως, παρά τις όποιες επιφυλάξεις ή και αντιθέσεις από τα ενδιαφερόμενα μέρη για το περιεχόμενο του συγκεκριμένου σχεδίου του Κώδικα, όλοι γνωρίζουν ότι χωρίς την ύπαρξη ενός τέτοιου Κώδικα (του συγκεκριμένου ή κάποιου άλλου) δεν είναι δυνατό να μιλάμε ούτε για επενδύσεις ιδιωτών ούτε για απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας. Στο τομέα του φυσικού αερίου η πορεία προς την απελευθέρωση της ελληνικής αγοράς δεν έχει ακόμη αρχίσει αφού με τη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Οδηγία 30/1998/ΕΚ και 55/2003/ΕΚ που την αντικατέστησε από 01/07/2004) έχει δοθεί στην Ελλάδα εξαίρεση από την υποχρέωση του ανοίγματος της αγοράς του φυσικού αερίου στον ανταγωνισμό μέχρι τα τέλη του 2006 επειδή : α)είναι αναδυόμενη αγορά κυρίως, αλλά και γιατί β)έχει έναν προμηθευτή αερίου (ρωσική Gazexport) που προμηθεύει τη χώρα με αέριο σε ποσοστό μεγαλύτερο του 75%. Ένα πρώτο βήμα ωστόσο έγινε με το ν. 3175/03 που προβλέπει το άνοιγμα της αγοράς του φυσικού αερίου στον ανταγωνισμό για τις χρήσεις του στην ηλεκτροπαραγωγή και τη μεγάλη συμπαραγωγή (με ετήσια κατανάλωση άνω των 25 εκ. Nm3) την 01/7/2005. Η απελευθέρωση όμως αυτή είναι μέχρι σήμερα τουλάχιστον χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, αφού ακόμη δεν έχει γίνει η προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στην ευρωπαϊκή, ώστε να γίνουν γνωστοί οι θεσμικοί και ρυθμιστικοί κανόνες που θα διέπουν την απελευθερωμένη αγορά του φυσικού αερίου στη χώρα μας. Μόλις πρόσφατα η ΡΑΕ έδωσε στη δημοσιότητα το πακέτο των προτάσεών της για το υπό διαμόρφωση θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο για τον τομέα του φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις που υπήρξαν σχετικά με τις προτάσεις αυτές εκ μέρους κυβερνητικών παραγόντων αλλά και από την παραίτηση του προέδρου της ΡΑΕ καθηγητή Παντελή Κάπρου που ακολούθησε, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν έχουν ωριμάσει ακόμη οι συνθήκες για την ψήφιση της σχετικής νομοθεσίας. Οι προτάσεις της ΡΑΕ για τη απελευθέρωση της αγοράς του Φυσικού Αερίου Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω διαπίστωση, θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αξιολόγηση των πρόσφατων προτάσεων της ΡΑΕ για την απελευθέρωση της αγοράς του φυσικού αερίου στη χώρα μας καθώς και την καταγραφή κάποιων γενικών κατευθύνσεων που κατά την άποψή μας θα πρέπει να διέπουν τη νέα νομοθεσία για το φυσικό αέριο. Το προταθέν από ΡΑΕ θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο εισηγείται : ·ένα βαρύ και πολύπλοκο πλέγμα ρυθμίσεων για την απελευθέρωση της αγοράς του φυσικού αερίου στη χώρα μας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι πρόκειται ακόμη για μια αγορά σε στάδιο ανάπτυξης και απέχει αρκετά από τις ώριμες αγορές άλλων χωρών (για τις οποίες πιθανόν το προταθέν πλαίσιο να ήταν κατάλληλο), ·την υιοθέτηση μιας σειράς γραφειοκρατικών διαδικασιών, διοικητικών μέτρων και άλλων εργαλείων προώθησης του ανταγωνισμού, που για την περίπτωση μιας μικρής και ανώριμης αγοράς κρίνονται μάλλον αναποτελεσματικές και άσκοπες, αφού κατά πάσα βεβαιότητα θα οδηγήσουν σε επιβάρυνση (αντί για όφελος) των καταναλωτών και ενδεχομένως θα δημιουργήσουν προβλήματα στην ομαλή τροφοδοσία της αγοράς με αέριο, ·την ταχύτατη, χωρίς εξαιρέσεις και χωρίς καμιά σταδιακή λογική απελευθέρωση της αγοράς του φυσικού αερίου κατά τρόπο μάλιστα ώστε να γεννώνται αμφιβολίες αν η αγορά θα καταστεί δυνατόν να προσαρμοσθεί και να λειτουργήσει ομαλά χωρίς προβλήματα, ·την προώθηση του ανταγωνισμού μέσα από τον δραστικό περιορισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ΔΕΠΑ. Η επιλογή αυτή είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει προβλήματα βιωσιμότητας στην ΔΕΠΑ, αφού προτείνονται απαράδεκτα και πέραν των απαιτήσεων της Ευρωπαϊκής Οδηγίας εμπόδια που θα περιορίσουν την προοπτική ανάπτυξής της ενώ ταυτόχρονα δεν προβλέπονται ρυθμίσεις για την προστασία της από κινδύνους που απορρέουν από τις υφιστάμενες συμβατικές της υποχρεώσεις. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι οι προτάσεις της ΡΑΕ δημιούργησαν ήδη αρκετές ανησυχίες σχετικά με την ολοκλήρωση της διαδικασίας τοποθέτησης στρατηγικού επενδυτή στη ΔΕΠΑ ·την θέσπιση αυξημένων αποφασιστικών αρμοδιοτήτων για την ΡΑΕ που φτάνουν ακόμα και στον έλεγχο των στρατηγικού χαρακτήρα αποφάσεων και που κανονικά θα έπρεπε να ανήκουν στο κράτος και στον υποκείμενο σε ρυθμιστικό έλεγχο Διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (π.χ. για επεκτάσεις / διασυνδέσεις του Συστήματος). Η ελληνική αγορά φυσικού αερίου είναι μια νέα, ανώριμη και υπό ανάπτυξη αγορά. Αυτό που απαιτείται είναι ένα ασφαλέστερο και πιο ήπιο μοντέλο για την απελευθέρωση της που μέσα από μια σταδιακή και προσεκτικά προδιαγεγραμμένη πορεία θα καταστεί δυνατόν να φτάσουμε συντεταγμένα στο τελικό στόχο της δημιουργίας μιας πραγματικά ανταγωνιστικής αγοράς στο τομέα του φυσικού αερίου στη χώρα μας, χωρίς να υπάρξουν κίνδυνοι για την ομαλή λειτουργία και ανάπτυξης της αγοράς, την ασφάλεια τροφοδοσία της, τη ΔΕΠΑ και τους καταναλωτές. Προς αυτή την κατεύθυνση οι βασικές αρχές και κατευθύνσεις που θα έπρεπε κατά την άποψη μας να διέπουν το νέο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο είναι : α)η ύπαρξη σταθερής βούλησης για το σταδιακό άνοιγμα της ελληνικής αγοράς φυσικού αερίου στον ανταγωνισμό και την χωρίς εμπόδια είσοδο νέων παικτών στην αγορά, σύμφωνα με το πνεύμα των ευρωπαϊκών οδηγιών, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής πραγματικότητας, αλλά και το γεγονός ότι πρόκειται για δραστηριότητα κοινής ωφέλειας, β)η απρόσκοπτη ανάπτυξη της αγοράς του φυσικού αερίου στη χώρα μας, γ)η ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού της χώρας με αέριο δ)η διασφάλιση της βιωσιμότητας και της ανάπτυξης του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς Φ.Α. σε νέες περιοχές της χώρας με ταυτόχρονη υποστήριξη των διασυνδέσεών του με συστήματα άλλων χωρών ε)η εγκαθίδρυση ισότιμων και υγιών όρων ανταγωνισμού στις εμπορικές δραστηριότητες χωρίς ακραία περιοριστικά μέτρα για τον ήδη εγκαθιδρυμένο παίκτη στην αγορά στ)η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών αερίου, του περιβάλλοντος και της εθνικής οικονομίας, μέσα από όρους διαφάνειας και αποφυγής διακρίσεων αλλά και θέσπισης κατάλληλων τιμολογίων πρόσβασης στο Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς Φυσικού Αερίου ώστε να διασφαλίζεται μια εύλογη απόδοση στα επενδεδυμένα κεφάλαια της ΔΕΠΑ και να εξυπηρετείται ο στόχος της επέκτασης και της ασφαλούς λειτουργίας του Συστήματος και τέλος ζ)η υιοθέτηση ενός θεσμικού και ρυθμιστικού πλαισίου που θα έχει τα χαρακτηριστικά της απλότητας, της αποτελεσματικότητας και της λειτουργικότητας ώστε να είναι εύληπτο, κατανοητό και χρήσιμο για όλους τους εμπλεκόμενους. Το εγχείρημα σίγουρα είναι δύσκολο, όχι όμως και ακατόρθωτο. Απαιτείται κοινή λογική και βούληση συνεννόησης και διαλόγου όλων, για να υπάρξουν απτά αποτελέσματα ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο στα επόμενα χρόνια. * Χημικός, MBA Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας Ν.Α. Ευρώπης