Προτεραιότητα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας Δίδει η Ευρωπαϊκή Ένωση – Τραγική η Υστέρηση της Ελλάδος (08/10/2004)

Προτεραιότητα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας Δίδει η Ευρωπαϊκή Ένωση – Τραγική η Υστέρηση της Ελλάδος (08/10/2004)
Παρ, 8 Οκτωβρίου 2004 - 16:14
Του Κ. Ν. Σταμπολή
Τόσο ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στην Θεσσαλονίκη όσο και ο Υπουργός Ανάπτυξης κ. Δημ. Σιούφας σε πρόσφατη συνέντευξη του στην Καθημερινή (19/09/2004) κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση πρόκειται να δώσει ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξη τους. Ουδείς μπορεί ν’ αμφιβάλλει για τις καλές τους προθέσεις. Αυτή όμως δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΑΠΕ αναφέρονται ως προτεραιότητα από αυτήν αλλά και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Η υποστήριξη προς τις ΑΠΕ θεωρείται μια «πολιτικά σωστή» θέση από πολιτικούς ανεξαρτήτως παράταξης και χώρας. Και αυτό γιατί η υποστήριξη προς τις ΑΠΕ σημαίνει καθαρή ενέργεια, προστασία του περιβάλλοντος, μείωση των καυσαερίων των μεταφορικών μέσων και των βιομηχανικών ρύπων και γενικότερα τόνωση της προσπάθειας για εξασφάλιση ενός πιο υγιούς τρόπου ζωής. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν, και το δικαιούνται εξ’άλλου, να ζουν σ’ένα χώρο με καθαρή ατμόσφαιρα, με λιγότερα αυτοκίνητα, με άνετους δρόμους και με αρκετό πράσινο. Ουδείς πολιτικός που έχει σώας τας φρένας θα ήθελε να διαφωνήσει με αυτές της ευγενείς επιθυμίες και ζωτικές επιλογές και την γενικότερη διαπίστωση ότι ο περιβάλλον χώρος που ζούμε, ιδιαίτερα στον πυκνά δομημένο χώρο των πόλεων, κάθε άλλο παρά κατάλληλος και υγιεινός για διαβίωση είναι. Άσχετα όμως του εάν είναι πράγματι σε θέση να βελτιώσει τις άθλιες περιβαλλοντικές συνθήκες μπορεί ο κάθε πολιτικός, χωρίς ιδιαίτερο κόστος η άλλες δεσμεύσεις, να υποστηρίζει την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Εκτός από τα προφανή περιβαλλοντικά οφέλη που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των ανέμων, της ηλιακής ενέργειας, την αξιοποίηση των υδροηλεκτρικών έργων και της βιομάζας, η μεγάλη αξία που έχουν οι ΑΠΕ είναι ο ρόλος τους σε μακροπρόθεσμη βάση στην σταδιακή αντικατάσταση των κλασικών και πεπερασμένων σε αποθέματα πηγών ενέργειας καυσίμων όπως το κάρβουνο, το πετρέλαιο ακόμα και το φυσικό αέριο. Προς αυτήν την κατεύθυνση εξ’άλλου στρέφεται και η ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία από την εποχή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (τέλη της δεκαετίας του 1970) σταθερά υποστηρίζει και ενισχύει οικονομικά τις ΑΠΕ μέσα από σωρεία ερευνητικών και επιδεικτικών προγραμμάτων, διακρατικών συνεργασιών και χιλιάδων εφαρμογών τόσο στην Ευρώπη όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μια από τις βασικές κατευθύνσεις της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ εδώ και χρόνια είναι η σταδιακή μείωση του ποσοστού των υδρογονανθράκων στο ενεργειακό ισοζύγιο της Ευρώπης. Οι λόγοι είναι προφανείς και έχουν να κάνουν με τον ευρύτερο πολιτικό στόχο για μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από το εισαγόμενο κυρίως πετρέλαιο αλλά και φυσικό αέριο. Ως γνωστό η Ευρώπη καταναλώνει περισσότερη ενέργεια απ’ ότι παράγει με ελάχιστες πιθανότητες για ενεργειακή αυτάρκεια στο προσεχές μέλλον. Οι βολονταριστικές ενεργειακές πολιτικές (εξοικονόμηση ενέργειας, πυρηνικό πρόγραμμα, διάδοση ΑΠΕ, ενδογενής παραγωγή) που ασκήθηκαν μετά την πρώτη ενεργειακή κρίση του 1973 δεν επαρκούν. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, χάρις στην συστηματική προώθηση της ενδογενούς παραγωγή ενέργειας από το 1973 και μετά, καλύπτει το 50% των ενεργειακών της αναγκών από δικούς της πόρους (Η Ελλάς αντιθέτως δια της βίας καλύπτει το 30%). Οι υπηρεσίες της ΕΕ εκτιμούν ότι εάν δεν ληφθούν νέα αποτελεσματικά μέτρα σε 20 με 30 χρόνια θα εξαρτώμεθα κατά 70% από το εισαγόμενο πετρέλαιο, κατά 70% από το φυσικό αέριο και 100% από τον άνθρακα. Η δε διεύρυνση θα εντείνει τις τάσεις αυτές. Η Ευρωπαία Επίτροπος υπεύθυνη για την Ενέργεια και τις Μεταφορές κα Λογιόλα ντέ Παλάθιο έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και αρκετό καιρό αποστέλλοντας ξεκάθαρη προειδοποίηση προς τα κράτη-μέλη να μειώσουν την εξάρτηση τους από εισαγωγές υδρογονανθράκων. Το μήνυμα της Ευρωπαίας Επιτρόπου είναι σαφές: «Οι ενδογενείς ενεργειακοί πόροι που σήμερα εξασφαλίζουν το ήμισυ των αναγκών μας αρχίζουν να στερεύουν, ενώ η κατανάλωση αυξάνεται. Σε 20 έως 30 χρόνια, εάν δεν γίνει τίποτε, οι περιβαλλοντικές συνέπειες της ενέργειας θα είναι ανυπόφορες και η ενεργειακή εξάρτηση από το εξωτερικό θα αυξηθεί τόσο ώστε να φθάσει κατά μέσο όρο το 70% και μάλιστα 90% για τα πετρελαιοειδή. Η κατάσταση αυτή μας κάνει ευάλωτους, κυρίως γιατί η οικονομική εξάρτηση μας επικεντρώνεται σε ορισμένα είδη ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, και σε ορισμένες χώρες εξαγωγούς, όπως η Ρωσία για το φυσικό αέριο και η Μέση Ανατολή για το πετρέλαιο. Σύντομα πρέπει να ληφθούν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις έτσι ώστε ο εφοδιασμός και η κατανάλωση ενέργειας να είναι πιο ασφαλείς και πιο συμβατές με το περιβάλλον μας». Σήμερα η πολιτική για παρέμβαση στην προσφορά ενέργειας αποτελεί μονόδρομο για την ΕΕ. Η δε προώθηση όλων ανεξαρτήτως των μορφών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας έχει υψίστη προτεραιότητα αφού η εφαρμογή των σε ευρεία κλίμακα προσφέρει σοβαρά παράλληλα πλεονεκτήματα. Αφ’ ενός μεν μειώνει την εξάρτηση της ΕΕ από τα εισαγόμενα καύσιμα και αφ’ ετέρου συμβάλλει στην μείωση των ρύπων στην ατμόσφαιρα, ικανοποιώντας ένα μέρος των υποχρεώσεων της ΕΕ στα πλαίσια της συνθήκης του Κιότο. Επιπλέον η ανάπτυξη των ΑΠΕ βοηθάει στην ανάπτυξη ευρωπαϊκής τεχνογνωσίας και τεχνολογίας κάτι που είναι πλέον αισθητό στις διεθνείς αγορές αφού τα προϊόντα ευρωπαϊκών εταιρειών θεωρούνται τα πλέον αξιόπιστα και ήδη έχουν καταλάβει το μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά ΑΠΕ (π.χ. ανεμογεννήτριες, φωτοβολταικά, ηλιακοί συλλέκτες, μικρές γεννήτριες κλπ). Βάσει της μακροπρόθεσμης ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ και συγκεκριμένα της στρατηγικής που συμφωνήθηκε το 1997, η ΕΕ έχει θέσει τον φιλόδοξο στόχο του 12% για κάλυψη των συνολικών ενεργειακών της αναγκών από ΑΠΕ μέχρι το έτος 2010. Το 1997 η συμβολή των ΑΠΕ υπολογίζετο στο 5.4% ενώ το 2001 είχε φθάσει το 6.0% και σήμερα πρέπει να έχει διαμορφωθεί στο 7.5% με επιταχυνόμενη τάση. Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής και βάση της κοινοτικής Οδηγίας 2001/77/EC οι χώρες μέλη έχουν υιοθετήσει εθνικούς στόχους για την κάλυψη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Εάν οι χώρες μέλη, μέσα από πλέγμα μέτρων και πολιτικών που θα προωθήσουν, καταφέρουν να φθάσουν τους στόχους τους τότε η Ευρώπη των 15 (η Ελλάδα περιλαμβάνεται!) θα έχει επιτύχει να καλύψει το 22% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ μέχρι το 2010. Σύμφωνα με σχετική πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Μάιος 2004) και βάση της αξιολόγησης που έχει γίνει μέχρι σήμερα για την πρόοδο των κρατών μελών στην προσαρμογή τους για την επίτευξη του ανωτέρου Ευρωπαϊκού στόχου, είναι πλέον πιθανή η κάλυψη του 18% - 19% της παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ μέχρι το 2010, (σε σύγκριση με το 14% που ίσχυε το 2000). Όσο αφορά το γενικότερο στόχο συμμετοχής των ΑΠΕ κατά 12% στο ενεργειακό ισοζύγιο της Ενωμένης Ευρώπης αυτό θα επιτευχθεί τελικά στο 10%. Οι κύριοι λόγοι που οδηγούν στις ανωτέρω αποκλίσεις οφείλονται στην ολιγωρία ορισμένων κρατών να εισάγουν με επιτυχία στρατηγικές για την προώθηση των ΑΠΕ, παρατηρεί η Έκθεση. Ως εκ τούτου από τώρα μέχρι το 2010 θα υπάρχει στενή παρακολούθηση από τις υπηρεσίες της Επιτροπής των κρατών εκείνων που έχουν αποτύχει να εισάγουν τα κατάλληλα κίνητρα για τη προώθηση των ΑΠΕ η που με άλλους τρόπους δυσχεραίνουν την είσοδο τους στην διαδικασία παραγωγής ενέργειας. Σύμφωνα με τα λεπτομερή στοιχεία που περιέχονται στην Έκθεση της Επιτροπής για την αξιολόγηση εισαγωγής των ΑΠΕ, οι δυο χώρες που εμφανίζονται τελείως αρνητικές ως προς την υποδοχή και προώθηση των ΑΠΕ είναι η Ελλάδα και η Πορτογαλία, παρά το γεγονός, όπως σημειώνει η Έκθεση, ότι και οι δυο αυτές χώρες διαθέτουν πλούσιο δυναμικό σε ηλιακή, αιολική ενέργεια και βιομάζα. Ο συνοπτικός πίνακας αξιολόγησης της Έκθεσης που δημοσιεύεται είναι λίαν αποκαλυπτικός. Έτσι για μια ακόμη φορά η χώρα μας, παρά τις γενναίες επιδοτήσεις και υποστήριξη από πλευράς ΕΕ, εμφανίζεται το μαύρο πρόβατο σ’έναν τομέα μάλιστα που πριν από μερικά χρόνια (1975 – 1985) είχαμε σημειώσει μια σχετική πρωτοπορία λόγω της προώθησης των ηλιακών θερμικών συστημάτων για θέρμανση νερού χρήσης, η οποία σήμερα βάλλεται πανταχόθεν. Εκτιμάται ότι με την επικράτηση φθηνών τιμών ηλεκτρικού ρεύματος και ακόμα φθηνότερου φυσικού αερίου σε λίγα χρόνια η χρήση της ηλιακής ενέργειας θα έχει περιθωριοποιηθεί. Και αυτό παρά το γεγονός ότι σήμερα η Ελλάδα διαθέτει την μεγαλύτερη αγορά ηλιακών συλλεκτών στη Ευρώπη με σημαντικές εξαγωγές (εξάγεται περίπου το 40% της ετήσιας παραγωγής). Οι αρνητικές διαπιστώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα σε ότι αφορά την προώθηση των ΑΠΕ δυστυχώς δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Δέκα χρόνια μετά την ψήφιση του επαναστατικού όντως Ν 2244/1994 για την προώθηση των ΑΠΕ και παρά την αρχική ευφορία που είχε μεταδώσει ο εν λόγω νόμος (επειδή στην ουσία υποχρέωνε την ΔΕΗ ν’ αγοράζει ηλεκτρικό ρεύμα που παρήγαν οι αυτοπαραγωγοί από ΑΠΕ), η κατάσταση σήμερα είναι στάσιμη έως και αρνητική. Ενώ το διάστημα 1995 μέχρι 2002 υπήρξε έντονη δραστηριότητα στις επενδύσεις για την κατασκευή αιολικών πάρκων και λίγων μονάδων φωτοβολταικών τα τελευταία χρόνια όχι μόνο νέες επενδύσεις και έργα δεν προχωρούν αλλά κινδυνεύουν και τα υπάρχοντα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η συνολική εγκατεστημένη αιολική ισχύς της χώρας δια της βία ξεπερνάει τα 400MW ενώ οι φωτοβολταικές μονάδες στο σύνολο του δεν ξεπερνούν τα 5.0 MW την στιγμή που όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν να δείξουν χιλιάδες μεγαβάτ στην αιολική και εκατοντάδες μεγαβάτ στις ηλιακές εγκαταστάσεις. (Η συνολική εγκατεστημένη ισχύς αιολικών στην ΕΕ 15 ξεπερνάει τα 30,000MW ενώ στα φωτοβολταικά τα 1.000MW.) Κύριος λόγος για την Ελληνική υποανάπτυξη είναι το δαιδαλώδες αδειοδοτικό πλαίσιο και η γενικότερη αρνητική τοποθέτηση των δεκάδων εμπλεκομένων κρατικών φορέων και παραγόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Παρά τις ομολογουμένως καλές της προθέσεις και πλούσιες υποσχέσεις προς επενδυτές και μη, η νέα κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει ακόμη να απλοποιήσει την όλη διαδικασία αδειοδότησης εφαρμόζοντας τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο την διυπουργική απόφαση Ν 1726 του 2003 η οποία απέβλεπε στην μείωση των εμπλεκομένων φορέων από 41 σε 26 ! Οι περισσότεροι επενδυτές αισθάνονται βαθειά απογοήτευση με τους βραδείς και υποτονικούς ρυθμούς στον τομέα της αδειοδότησης, που αναπόφευκτα πλήττει και τα χρηματοδοτικά προγράμματα συγκεκριμένων έργων, με αποτέλεσμα όλοι σχεδόν οι ξένοι επενδυτές να έχουν αποχωρήσει από την Ελλάδα εγκαταλείποντας δια παντός τα οποία σχέδια τους, καταγγέλλοντας συγχρόνως την βυζαντινή γραφειοκρατιά και νοοτροπία που επικρατεί στην χώρα μας. Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται πλέον τέσσερις – πέντε εταιρείες, θυγατρικές μεγάλων κατασκευαστικών, οι οποίες έχουν αποκτήσει οικειότητα με το παράλογο και Καφκικό τοπίο που έχει δημιουργηθεί καταβάλλοντας όπου χρειασθεί το απαραίτητο γρηγορόσημο. Παράλληλα αυξάνονται και οι οργανωμένες αντιδράσεις από τοπικούς φορείς (δηλ. τοπική αυτοδιοίκηση, κατά περίπτωση «οικολογικοί» σύλλογοι, οικοπεδούχοι κλπ) οι οποίοι αποβλέποντας σε οικονομικά ανταλλάγματα μπλοκάρουν σε πρώτη ευκαιρία κάθε απόφαση που απαιτεί έγκριση περιβαλλοντικών όρων σε περιφερειακό η τοπικό επίπεδο. Έτσι έχει δημιουργηθεί μια «φάμπρικα» προσφυγών στο Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο με αποφάσεις που υπερισχύουν αυτών της κεντρικής διοίκησης έχει καταφέρει την ακύρωση κατασκευής και λειτουργίας πολλών μονάδων ΑΠΕ. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα η απόφαση με αριθμό 2569/2004 η οποία επικαλούμενη κυρίως την ανάγκη ένταξης Αιολικών Πάρκων σε Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης (ΠΟΑΠΔ) απορρίπτει αποφάσεις και εγκρίσεις του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Πελοποννήσου και του Γ.Γ. του ΥΠΑΝ για επένδυση ξένης εταιρείας στην περιοχή της Λακωνίας. Όπως επισημαίνουν ειδικοί του χώρου της Αιολική Ενέργειας η συγκεκριμένη απόφαση του ΣτΕ εάν δεν αναιρεθεί με κάποιο τρόπο αποτελεί ταφόπλακα για οποιαδήποτε νέα επένδυση για Αιολικά Πάρκα. Η φιλοσοφία και λογική της απόφασης απαιτεί την εκπόνηση πολύπλοκων μελετών από το ΥΠΑΝ και ΥΠΕΧΩΔΕ η διάρκεια των οποίων ξεπερνά τα δέκα χρόνια. Είναι πλέον ξεκάθαρο, παρατηρούν οι άνω ειδικοί, ότι απαιτείται πλέον παρέμβαση σε υψηλότατο κυβερνητικό επίπεδο για μια συνεννόηση με το ΣτΕ, ανάλογη αυτής που έγινε για τα ολυμπιακά έργα. Μόνο έτσι θα μπορέσει, τουλάχιστον προσωρινά, να ξεπεραστεί και αυτός ο σκόπελος. Σύμφωνα με τον Δρ. Γιάννη Χατζηβασιλειάδη, μηχανολόγο-ηλεκτρολόγο, σύμβουλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Πρόεδρο της Επιτροπής ΑΠΕ του Ινστιτούτου Ενέργειας Ν.Α. Ευρώπης, απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση και νέες δομές για την ανάπτυξη των ΑΠΕ όπως και άλλων αποδοτικών τεχνολογιών, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί η χώρα μας στις υποχρεώσεις της και στους στόχους που συμφώνησε στα πλαίσια της πολιτικής της Ε. Ένωση, όπως πράττουν τα άλλα κράτη. Δεν είναι πάντα αναγκαίο βέβαια αυτή η πολιτική βούληση να συνδυάζεται με την διάθεση δημοσίου χρήματος, παρατηρεί ο κ. Χατζηβασιλειάδης για να συμπληρώσει «Οι εφαρμογές αυτές των ΑΠΕ με προτεραιότητα τα νησιά έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα προς την σωστή κατεύθυνση με πολλαπλά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη. Παράλληλα η Ελλάδα αποτελεί πρόκληση για τέτοιες εφαρμογές και παρά τους όποιους αρνητικούς παράγοντες-κυρίως της απύθμενης γραφειοκρατίας και οι παράλογες τις περισσότερες φορές τοπικές αντιδράσεις – εξακολουθεί να προσελκύει το έντονο ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων». Όμως η Ελλάδα ευρίσκεται μακρά πίσω από τους στόχους που η ίδια έχει θέσει και προβλέπουν την κάλυψη του 21.0% της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ – συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων υδροηλεκτρικών – μέχρι το έτος 2010. Σήμερα είναι ζήτημα εάν το 2.0% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας καλύπτεται από αιολική, ηλιακή και μικρά υδροηλεκτρικά ενώ η παραγωγή της ΔΕΗ το 2003 από μεγάλα υδροηλεκτρικά έφθασε το 11.0%. Σε ότι αφορά την συνολική παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, συμπεριλαμβανόμενης και αυτής των υδροηλεκτρικών, αυτή συνεισφέρει μόνο το 7.6% της τελικής καταναλούμενης ενέργειας (στοιχεία 2002). Με δεδομένο ότι η ΔΕΗ έχει σταματήσει ουσιαστικά την κατασκευή μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων το τελευταίο διάστημα και σχεδόν όλα τα μικρά υδροηλεκτρικά δεν προχωρούν λόγω ισχυρών τοπικών αντιδράσεων είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο στόχος του 21% δεν πρόκειται να επιτευχθεί και αυτό παρά το γεγονός ότι οι ΑΠΕ έχουν ευρεία κοινωνική αποδοχή και μια κυβέρνηση η οποία τουλάχιστον δεν εκφράζεται αρνητικά για το θέμα. Αξιολόγηση ΕΕ για Πρόοδο των ΑΠΕ στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 ☺ = Καλοί Όροι ☹ = Κακοί όροι-Αντικίνητρα M.C. = Αποδεκτοί Όροι N.A. = Δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση Χώρες Μέλη Διοικητικά Εμπόδια Δικτύων Εμπόδια Αυστρία ☺ m.c. Βέλγιο m.c. m.c. Δανία ☹ ☹ Φινλανδία ☺ ☺ Γαλλία ☹ ☹ Γερμανία ☺ ☺ Ελλάδα ☹ ☹ Ιρλανδία ☺ ☹ Ιταλία n.a. n.a. Λουξεμβρούργο n.a. n.a. Πορτογαλία ☹ ☹ Ισπανία ☺ ☺ Ολλανδία ☹ ☺ Μεγάλη Βρετανία m.c. m.c.