Του Μ. Δούντα
Περί την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει διαμορφωθεί κλίμα διάχυτης -αλλά αβασάνιστης- αισιοδοξίας. Ο λαός ελπίζει ότι ευρωενωσιακή Τουρκία θα ενισχύσει την ασφάλεια της χώρας μας και θα αποδώσει επωφελή συνεργασία. Υποστηρίζεται επίσης ότι προβλεπομένη ύφεση, κατά την πολυετή διαπραγματευτική περίοδο, θα μας απαλλάξει από το οικονομικό βάρος των εξοπλισμών. Και, προσέτι, ότι θ’ αμβλύνει τις επεκτατικές σε βάρος της Ελλάδος ποικίλες τουρκικές εκδηλώσεις. -Ομως, τί πειστικότητα μπορεί να έχουν τέτοιοι συλλογισμοί, όταν η τουρκική Βουλή ούτε το διαβόητο casus belli έχει ανακαλέσει, εμμένοντας στο οξύμωρο της δεδηλωμένης επιθετικότητάς της κατά κράτους-μέλους της Ευρωένωσης, στην οποία ωστόσο η Τουρκία θέλει να ενταχθεί! Ούτε και τις παραβιάσεις-παραβάσεις του εναερίου και θαλασσίου χώρου μας τερμάτισε. Ούτε τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και την Θράκη απέσυρε. Αβίαστο συνεπώς προκύπτει το ερώτημα: Αφού και τώρα ακόμη, την κρίσιμη στιγμή που κρίνεται η εξέλιξη του ενταξιακού αιτήματός της, η Αγκυρα απτόητη συνεχίζει να εκδηλώνει ποικιλοτρόπως την διεκδικητικότητά της, γιατί θα την αναστείλει αργότερα, όταν θα έχει «δέσει τον γάιδαρό της»; Επομένως, η αναζήτηση-επίκληση από τους κυβερνώντες τακτικών πλεονεκτημάτων από την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας μάλλον υποκρύπτει αδήριτη συνειδητοποίηση των αδυναμιών της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας. Αυτήν την θλιβερή πραγματικότητα η πολιτική ηγεσία, σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη «εις ολόκληρον για το ελληνικό έλλειμμα ισχύος, προσπαθεί να την αντιμετωπίσει με όνειρα «ευρωεξημέρωσης» της Τουρκίας... Εξάλλου, προβολή παρηγορητικού επιχειρήματος ότι αβέβαιο αν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις ευοδωθούν, είναι σαθρή. Γιατί ακόμη και η περίοδος των συνομιλιών θα ενισχύσει την Τουρκία λόγω οικονομικών ωφελημάτων και άλλων προνομίων. Ετσι, η Ευρώπη, με ελληνική συγκατάθεση, συνεχίζει αδιάφορη να διαπραγματεύεται την τουρκική ένταξη. Φυσική συνέπεια να υποβαθμίζεται η αξιοπιστία της όποιας εναντίωσής μας στην αδικοπραγούσα Τουρκία. Επί πλέον, οι ελληνικές κυβερνήσεις ακαταπαύστως υπενθυμίζουν σε Ευρωένωση και Αμερική την τουρκική επιβουλή έναντι Ελλάδος και Κύπρου. Παραλλήλως, στον ευρωπαϊκό χώρο αναζωπυρώνεται πλατιά λαϊκή αντίδραση, που διερμηνεύουν και μεγάλα κόμματα κατά του ενδεχομένου ισότιμης τουρκικής ένταξης. Προβάλλονται συναφώς λόγοι δημογραφικοί, θεσμικοί, οικονομικοί, πολιτισμικοί και θρησκευτικοί. Πώς έναντι αυτών των αντιρρησιών θα δικαιολογήσει η οργίλως διαμαρτυρόμενη κατά των τουρκικών δράσεων Ελλάς τον αιφνίδιο ενθουσιασμό της υπέρ της τουρκικής ένταξης; Με τί αξιοπρέπεια; Με ποιά πειστικότητα; Μας αναμένει χλεύη και καγχασμός όχι μόνον των εναντιουμένων στην τουρκοένταξη, αλλά ακόμη και των υποστηρικτών της. Και πώς σε ώρα ανάγκης, με τί κύρος θα προσφύγουμε σ’ αυτές τις χώρες για υποστήριξη; -Τις ανωτέρω δυσοίωνες εκτιμήσεις καθοριστικά ενδυναμώνει η επισήμανση των επικινδύνων, μακροχρονίων επιπτώσεων επί της Ελλάδος τυχόν τουρκικής ένταξης. Συγκεκριμένα: -Στην ευρωενωσιακή Βουλή η Τουρκία με πληθυσμό και έκταση μεγαλύτερα της Γαλλίας θα διαθέτει βουλευτές όσους και η Γερμανία, πολλαπλάσιους δηλαδή των περίπου 30 ιδικών μας. Θα έχει επίσης μεγαλύτερη από την Ελλάδα βαρύτητα σε όλα τα όργανα αποφάσεων. -Θα αξιοποιήσει τις πλουσιώτατες πλουτοπαραγωγικές πηγές της, χάρις στην προβλεπομένη πολυετή οικονομική ενίσχυση εξ Ευρώπης. -Εύκολα, παρά τις όποιες ασφαλιστικές ποσοστώσεις, τουρκικός πληθυσμός, νομίμως ή νομιμοφανώς, θα υπερχειλίσει προς τα νησιά του Αιγαίου και τη Θράκη. Ετσι, η Αγκυρα θα αποκτήσει τουλάχιστον υπολογίσιμη επιρροή στις ελληνικές περιοχές που παγίως επιβουλεύεται, αλλ’ απέτυχε, για διαφόρους λόγους, να αλώσει δια των όπλων. -Σε περίπτωση διλημμάτων επιλογής μεταξύ Ευρώπης και Ασίας η Τουρκία θα κλίνει σαφώς υπέρ της ασιατικής της ουσίας, που είναι εκρηκτικό κράμα ισλαμισμού και εθνικισμού. -Εξ άλλου, η Τουρκία για πολλά ακόμη χρόνια πιθανώτατα υπό στρατιωτική κηδεμονία θα εμμείνει ακλόνητα στις εδαφικές διεκδικήσεις της έναντι Ελλάδος, Κύπρου και άλλων γειτόνων. Διότι τις καθορίζουν δυσμετάβλητα γεωπολιτικά, στρατηγικά, οικονομικά κριτήρια, ενώ προσδιοριστικά επιβιώνουν οθωμανικές αυτοκρατορικές μνήμες. Και διότι ευρωπαϊκή αντίθεση, ιδίως από μία χαλαρή Ευρώπη, δεν προβλέπεται ότι θα είναι ανυπέρβλητη. -Η υποτιθεμένη ανάσχεση των τουρκικών βλέψεων λόγω εφαρμογής του κοινού δικαιικού συστήματος είναι μάλλον ισχυρισμός διάτρητος. Ενδειξη περί τούτου το γεγονός ότι ήδη από τώρα η Τουρκία φρόντισε ελληνοτουρκικά και Κυπριακό, οι περί αυτών διαφορές, να τεθούν εκτός ενωσιακής αρμοδιότητος. Αυτό έγινε εμφανές κατά την διαπραγμάτευση του γνωστού καταστατικού περί ευρωστρατού. -Αλλά ούτε πολιτική στήριξη Ευρώπης προς Ελλάδα θα είναι ευχερής. Γιατί η Τουρκία θα δύναται να εναντιούται αποτελεσματικά στα οικεία όργανα. Οφείλουμε επίσης να συνυπολογίσουμε δύο γενικώτερες παραμέτρους: -Την παραδοσιακή αμερικανική επιρροή στην Τουρκία. Πολλοί μάλιστα φοβούνται ότι λόγω αυτής η Τουρκία θα λειτουργήσει ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κάτι ανάλογο με τους φόβους που περιβάλλουν τον βρεταννικό ρόλο. -Στοιχείο αβεβαιότητας όλων των εκτιμήσεων είναι βεβαίως και η μορφή που τελικώς θα προσλάβει η Ευρωπαϊκή Ενωση μετά τις πολυποίκιλες ζυμώσεις που αναπτύσσονται ως προς την υπόστασή της. Το πιθανώτερο είναι τα «διευθυντηριακά» κράτη να διατηρήσουν το πρωτείο των εθνικών συμφερόντων τους υπεράνω των όποιων συλλογικών. Το παρόν άρθρο σκιαγραφεί απλώς βασικές συνιστώσες του θέματος. Εάν τα προεκτεθέντα θεωρηθούν ορθά, εύλογο αναδεικνύεται το συμπέρασμα: -Η Ελλάς μακροχρονίως θα ζημιωθεί από την εντεταγμένη στην Ενωση και ισχυρότερη πλέον ευρωασιατική-ισλαμική Τουρκία. Το ειδικό βάρος της Ελλάδος θα σμικρυνθεί περαιτέρω με ιστορικές ίσως συνέπειες ακόμη και ως προς τη διατήρηση της φυσιογνωμίας της. Τούτο ιδίως συνεκτιμομένων των ευρυτέρων επιπτώσεων της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης. -Την Ελλάδα συμφέρει να παραμείνει η Τουρκία εκτός Ε.Ε. απλώς με καθεστώς ειδικής σχέσεως, το οποίο θα ικανοποιεί οικονομικά συμφέροντα, αμφοτέρων Ευρώπης-Τουρκίας. Παραλλήλως, ανάγκη ζωτική περαιτέρω ισχυροποίησης της ελληνικής οντότητας οικονομικά, παιδευσιακά και ενόπλως, ώστε να διαθέτει αποτρεπτικό κύρος έναντι τυχοδιωκτισμών των γειτόνων. -Την Ελλάδα συμφέρει τα σύνορά της με την Τουρκία να αποβούν σύνορα Ευρώπης-Ασίας. Πέραν των ωφελημάτων γοήτρου, θα έχει, ίσως, και πλεονεκτήματα ασφαλείας, τουλάχιστον εντασσομένη σε σύστημα ευρωπαϊκής συνοριακής αστυνόμευσης. Δυστυχώς οι αφειδείς, ασυλλόγιστες (;), διακηρύξεις υποστήριξης τουρκικής ένταξης, μάλιστα δε άνευ όρων, καθιστούν δυσχερή πολιτικώς την αποδέσμευσή μας. Ωστόσο υπάρχουν ακόμη περιθώρια αναθεώρησης, εάν, φυσικά, το θελήσει ο Πρωθυπουργός: -Θα μπορούσε να επικαλεσθεί διογκούμενη λαϊκή αντίδραση λόγω της προκλητικής τουρκικής εμμονής στο γνωστό casus belli, τις επανειλημμένα επιβεβαιούμενες τουρκικές βλέψεις στο Αιγαίο και την διατήρηση τουρκικού στρατού στην Κύπρο. Παράλληλα θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι αδυνατεί ν’ αγνοήσει την διογκούμενη αντίδραση της Ευρώπης στο ενδεχόμενο τουρκικής ένταξης και να συνταχθεί με την ομάδα των αντιρρησιών. Ταυτόχρονα ευθέως και με θάρρος να χειραφετηθεί από τις εν προκειμένω αμερικανικές υποδείξεις. Τελικώς να εξαρτήσει την μη εναντίωση προς την τουρκική ένταξη από αξιόπιστη κάμψη της διεκδικητικότητάς της. Η οριστική ελληνική στάση εναπόκειται στην ηγετική διάσταση και διαίσθηση του κ. Κώστα Καραμανλή. (Από την Εστία)