του Κ.Ν. Σταμπολή
Η εβδομάδα που πέρασε υπήρξε αποκαλυπτική ως προς τις εξελίξεις στην διεθνή αγορά πετρελαίου όπου η ποικιλία του αργού Brent, δηλ. το ελαφρύ πετρέλαιο της Βορείου Θαλάσσης, ξεπέρασε τα 52 δολάρια το βαρέλι, τιμή ρεκόρ από τότε που εισήχθη η διαπραγμάτευση του στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Να σημειώσουμε ότι ο συγκεκριμένος τύπος αργού εμφανίστηκε όταν άρχισε να ρέει το πετρέλαιο για πρώτη φορά στην Βόρεια Θάλασσα από το πεδίο Argyll (είχαν προηγηθεί οι ανακαλύψεις στα πεδία Ekofisk και Forties) τον Ιούνιο του 1975. Η έρευνα και εκμετάλλευση των τεραστίων κοιτασμάτων της Βορείου Θαλάσσης εντατικοποιήθηκε μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973. Εάν δεν είχε τριπλασιαστεί η μέχρι τότε τιμή του πετρελαίου η Βρετανική κυβέρνηση (και αργότερα αυτές της Νορβηγίας και Ολλανδίας) δεν θα είχε προχωρήσει στην συστηματική εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Μια εξέλιξη η οποία αναμφισβήτητα συνέβαλε στην ανόρθωση της Βρετανικής οικονομίας την περίοδο 1980-2000. Με τις τιμές του πετρελαίου να καλπάζουν και με ορατή πλέον την πιθανότητα το αργό να φθάσει τα 65 με 70 δολ. το βαρέλι μέχρι τα τέλη του έτους, προς πλήρη επαλήθευση των αναλυτών που προειδοποιούσαν εδώ και 12 μήνες ότι έχουμε εισέλθει πλέον σε εποχή ακριβού πετρελαίου, η ήπια προσαρμογή και αναπτυξιακή προώθηση ταυτόχρονα που επαγγέλλεται η κυβέρνηση , όχι μόνο ήπια δεν θα είναι αλλά διαφαίνεται έντονη, απότομη και με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Όσα μέτρα και εάν λάβει η κυβέρνηση για την λειτουργία της αγοράς και τον περιορισμό της αύξησης των τιμών λιανικής, οι διεθνείς τιμές θα εξακολουθήσουν να ανεβαίνουν, ενώ στην καλύτερη των περιπτώσεων να κινούνται σε υψηλά επίπεδα, με άμεσες επιπτώσεις στην ανατίμηση προϊόντων και υπηρεσιών. Για αυτήν την δυσμενή εξέλιξη η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να πράξει πολλά πράγματα. Όμως το ακριβό πλέον πετρέλαιο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με αστυνομικά μόνο μέτρα και διοικητικές παρεμβάσεις (π.χ. προσφυγή στην ΕΕ για μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης) παρατηρούν παράγοντες του ενεργειακού κλάδου. Είναι εμφανές πλέον ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει ένα γενικευμένο σχέδιο αντιμετώπισης της επερχόμενης ενεργειακής κρίσης, ούτε, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, φαίνεται να επεξεργάζεται κάτι τέτοιο και αυτό παρά το γεγονός ότι οι ήδη σημειωθείσες αυξήσεις στα διάφορα πετρελαϊκά προϊόντα αναμένεται να έχουν αλυσιδωτές επιδράσεις στην διαμόρφωση μεγάλης γκάμας προϊόντων και υπηρεσιών και να ασκήσουν έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Υψηλότερες απ’ότι σε άλλα κράτη της ευρωζώνης αφού η Ελλάδα, σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης, έχει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια αυξήσει σταθερά την εξάρτηση της από το πετρέλαιο (Μέσος όρος εξάρτησης στις ΕΕ 15 είναι 50% ενώ στην Ελλάδα είναι 70%). Από την άλλη πλευρά ανώτερα στελέχη του Υπουργείου Ανάπτυξης υποστηρίζουν ότι προς το παρόν δεν υφίσταται ανάγκη για την υιοθέτηση ενός γενικευμένου έκτατου σχεδίου δράσης που να καλύπτει όλον τον ενεργειακό τομέα αφού οι υψηλές τιμές του αργού στις διεθνείς αγορές είναι μάλλον ένα παροδικό φαινόμενο και ότι σε κάθε περίπτωση παρεμβάσεις ουσίας στον ενεργειακό κλάδο προϋποθέτουν πολυεπίπεδη και μακρόχρονη προετοιμασία και αποφέρουν αποτελέσματα και οφέλη μετά την πάροδο αρκετών ετών. Χωρίς να αποκλείουν την ανάγκη για μια ριζική αναθεώρηση της – ανύπαρκτης έτσι και αλλιώς – ενεργειακής πολιτικής, τα ανωτέρω στελέχη υποστηρίζουν ότι τώρα δεν είναι η ώρα για μεγαλοεπίβολα σχέδια και αυτό που προέχει είναι η ομαλή λειτουργία της αγοράς και η τόνωση του μηχανισμού παρακολούθησης και επέμβασης, με γνώμονα την προστασία του καταναλωτή. Άρα καταλήγουν τα στελέχη του ΥΠΑΝ, «οιαδήποτε παρέμβαση που σκοπό έχει να επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας δεν είναι ταχείας απόδοσης και ως εκ τούτου δεν έχει άμεσο προτεραιότητα στον προγραμματισμό του Υπουργείου. Αυτό που ενδείκνυται αυτήν την στιγμή είναι μια νηφάλια προσέγγιση του ενεργειακού θέματος, κεντρικός και αποτελεσματικός συντονισμός των διαφόρων φορέων (δηλ. ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, ΔΕΠΑ, ΡΑΕ, και ΔΕΣΜΗΕ) και αποφυγή λήψης επώδυνων μέτρων για τον καταναλωτή. Ως εκ τούτου ουδεμία σκέψης μπορεί να υπάρχει για την υιοθέτηση πολιτικών που αποβλέπουν στην μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης, ιδίως του πετρελαίου, ή εισαγωγή αντικινήτρων για την αύξηση του στόλου των επιβατηγών αυτοκινήτων, όπου για το θέμα αυτό πλέον αρμόδιο είναι το Υπουργείο Μεταφορών». Βέβαια σε λίγους μήνες, και εάν εξακολουθήσει το πετρέλαιο την ανοδική του πορεία, κάτι εξαιρετικά πιθανό βάσει πρόσφατων αναλύσεων του Διεθνούς Κέντρου Ενεργειακών Μελετών του Λονδίνου και άλλων γνωστών think tanks, συζητήσεις περί αρμοδιοτήτων και αλλά παρόμοια θα έχουν μόνο ακαδημαϊκό χαρακτήρα αφού οι συνθήκες που θα έχουν διαμορφωθεί πλέον στην αγορά θα υπαγορεύσουν από μόνες τους την μείωση στην κατανάλωση και τον περιορισμό του μεταφορικού έργου μέσω των Ι.Χ. αυτοκινήτων. Τα επιχειρήματα της κυβέρνησης περί μη άμεσης αποδοτικότητας στην περίπτωση ουσιωδών παρεμβάσεων επί του ενεργειακού ισοζυγίου, και άρα της απόφασης για την αποφυγή λήψης ριζικών μέτρων, αντικρούονται ως μη δόκιμα από τους περισσότερους παράγοντες της αγοράς και ενεργειακούς εμπειρογνώμονες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ιδίως σε οργανισμούς όπως ο ΙΕΑ στο Παρίσι και το IMF στην Ουάσινκτον. Μάλιστα οι περισσότεροι εμπειρογνώμονες παρατηρούν ότι επειδή η κυβέρνηση ευρίσκεται ακόμη στην αρχή της θητείας της έχει κάθε δυνατότητα να δει απτά αποτελέσματα από τυχόν ουσιαστικές παρεμβάσεις της προ της εκπνοής της τρέχουσας τετραετίας. Όμως τέτοιοι μακροχρόνιοι σχεδιασμοί φαίνεται να έχουν ελάχιστο ενδιαφέρον για την κυβέρνηση Εξ΄άλλου κοινή είναι η διαπίστωση ότι η κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας κινείται προς μια εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση ως προς τις προτεραιότητες που έχει θέσει και τα αιτήματα που κατά καιρούς υποβάλλει στην Ε. Ένωση , ιδιαίτερα περί μείωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Τα αιτήματα αυτά όχι μόνο δεν συγκινούν τους Ευρωπαίους εταίρους αλλά δημιουργούν αφορμή για αρνητικά σχόλια, αφού η Ελλάδα μέχρι σήμερα έχει επιδείξει μια κακή συμπεριφορά αφού δεν έχει συμμορφωθεί με το 80% των Οδηγιών της ΕΕ στον ενεργειακό τομέα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η αδυναμία υποβολής του Εθνικού Σχεδίου Κατανομής Ρύπων (Οδηγία 2003/87/ΕΚ), η απελευθέρωση της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (2003/54 /ΕΚ) και η συμβολή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή (2001/77/ΕΚ). Το μόνο ουσιαστικό αίτημα που θα μπορούσε να υποβάλλει η Ελλάδα αυτήν την εποχή είναι για τεχνική και οικονομική βοήθεια από την ΕΕ για την αναμόρφωση του ενεργειακού της ισοζυγίου, την εξάπλωση της χρήσης των ΑΠΕ, την εφαρμογή προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας και της ανάπτυξης έρευνας για την ανακάλυψη εγχώριων ενεργειακών πηγών (δηλ. πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Ανώτερα στελέχη των διεθνών οργανισμών που ασχολούνται με την οικονομία της Ελλάδος ομιλούν περί λάθους τροχιάς και λανθασμένων αναλογιών στο ακολουθούμενο, εδώ και χρόνια, ενεργειακό μίγμα (energy mix). Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,5-4,5% τα τελευταία χρόνια, όσο και εντυπωσιακό μπορεί να δείχνει για μια ώριμη οικονομία, επ’ουδενί λόγο δικαιολογεί την γιγάντωση του πετρελαϊκού τομέα όπου η ετήσια αύξηση στην κατανάλωση βενζινών κινείται σταθερά μεταξύ 7-10% τα τελευταία πέντε χρόνια. Μια τάση που συμβάλλει τα μέγιστα στην αύξηση των ελλειμμάτων και την διόγκωση του εξωτερικού χρέους της χώρας. Φωτεινή εξαίρεση στην διατήρηση του κλίματος κατευνασμού και συνέχισης των εργασιών ως έχει (δηλ. του business as usual) αποτελεί η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, η διοίκηση της οποίας εμφανίζεται τελευταία έντονα προβληματισμένη με την ραγδαία αύξηση των τιμών του αργού και τις επιπτώσεις που αυτό μπορεί να έχει στην πορεία της. Παρά το γεγονός ότι το πετρέλαιο αποτελεί συγκριτικά μικρό μόνο ποσοστό της ενεργειακής κατανάλωσης της ΔΕΗ (καλύπτει μόνο το 10% της συνολικής παραγωγής της) εν τούτοις συμπαρασύρει προς τα άνω αλλά εσωτερικά κόστη της Επιχείρησης. Έτσι η ΔΕΗ απεφάσισε την έναρξη καμπάνιας για την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού με στόχο τον περιορισμό της οικιακής και εμπορικής κατανάλωσης, κάτι που οπωσδήποτε βοηθάει και στην αντιμετώπιση αιχμών και την αποφυγή διακοπών ηλεκτροδότησης στο δίκτυο. Οι ολοσέλιδες διαφημίσεις της ΔΕΗ καλούν τους καταναλωτές να είναι προσεκτικοί στον τρόπο χρήσης του ηλεκτρικού ρεύματος και προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα που μπορούν να λάβουν για τον έλεγχο και μείωση της κατανάλωσης. Η πρωτοβουλία αυτή της ΔΕΗ είναι πραγματικά αξιέπαινη και ίσως αποβεί καταλυτική στην αλλαγή της υπέρ-καταναλωτικής νοοτροπίας που έχει καλλιεργηθεί και επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αποτέλεσμα κυρίως μιας λαθεμένης πολιτικής, (ως προς την δήθεν φιλολαϊκή της προσέγγιση), χαμηλών ενεργειακών τιμών και συναφών παροχών.