Οι Έρευνες για Ανακάλυψη Κοιτασμάτων Πετρελαίου, Kλειδί για την Επίτευξη Ενεργειακής Ανεξαρτησίας (25/10/2004)

Δευ, 25 Οκτωβρίου 2004 - 12:01
του Κ.Ν.Σταμπολή
Με τις τιμές του πετρελαίου να κινούνται σταθερά πάνω από τα 50 δολάρια το βαρέλι τις τελευταίες εβδομάδες και με προοπτικές για άμεση μείωση μάλλον ισχνές, το ενδιαφέρον των καταναλωτριών χωρών της Ευρώπης και της Β. Αμερικής αναπόφευκτα στρέφεται στην άμεση διασφάλιση ενεργειακών προμηθειών με ευνοϊκούς όρους και στην μακροπρόθεσμη απεξάρτηση τους από το πετρέλαιο. Οι πετρελαιοπαραγωγοί, κυρίως οι χώρες του ΟΠΕΚ και η Ρωσία, (μαζί με τους δορυφόρους τους, δηλ. τις χώρες γύρω από την Κασπία) οι οποίες είναι υπεύθυνες για το 50% της παγκόσμιας παραγωγής επιμένουν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα επάρκειας παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση σε διεθνές επίπεδο αυξάνεται σταθερά κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) τους πρώτους 9 μήνες του 2004 η κατανάλωση ήτο αυξημένη κατά 4.0% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2003, ενώ η συνολική κατανάλωση για το έτος υπολογίζεται στα 82,5 εκ. βαρέλια την ημέρα. Να σημειώσουμε ότι το έτος 2000 η παγκόσμια κατανάλωση εκινείτο στα επίπεδα των 75 εκ. βαρ./ημέρα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΙΕΑ για το 2005 η παγκόσμια ζήτηση θα εξακολουθήσει να αυξάνεται αφού παρά την άνοδο των τιμών του αργού στις διεθνείς αγορές δεν αναμένεται να υπάρξει σημαντική κάμψη στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Εκτιμάται ότι αυτή θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς άνω του 4.0%. Παρά την αισιοδοξία των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, (οι περισσότερες των οποίων ευρίσκονται σε ζώνες υψηλού γεωπολιτικού κινδύνου) ή οποία βασίζεται στο γεγονός ότι ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των βεβαιωμένων αποθεμάτων πετρελαίου και φ. αερίου, υπάρχει έντονος προβληματισμός πλέον από τους ειδικούς του χώρου για το εάν αυτές θα είναι σε θέση χώρες σε λίγα χρόνια να συνεχίσουν να αντλούν πετρέλαιο με τους ίδιους ρυθμούς και ευκολία που μπορούν σήμερα. Και αυτό γιατί ναι μεν ελέγχουν πλούσια αποθέματα αλλά αυτά εντοπίζονται πλέον σε πιο δύσκολες γεωλογικά περιοχές όπου η έρευνα και ανάπτυξη των νέων πηγαδιών απαιτεί υψηλές επενδύσεις. Τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά στις πολυεθνικές του χώρου δηλ. BP, Shell, ExxonMobil κ.ά., αρκετές από τις οποίες λειτουργούν σε χώρες με πλούσια κοιτάσματα (π.χ. Νιγηρία, Αγκόλα, Β. Θάλασσα, Κασπία, Βενεζουέλα) όπου ήδη αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία στην αντικατάσταση, σε ετήσια βάση, των αντληθέντων ποσοτήτων από την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων. Αλλά και για τα «εύκολα» κοιτάσματα της Σ.Αραβίας υπάρχει προβληματισμός για το πόσο γρήγορα μπορούν να αξιοποιηθούν ώστε να αυξηθεί η παραγωγή του Βασιλείου πάνω από τα 11.0 εκ.βαρ. την ημέρα. Με άλλα λόγια δεν φαίνεται να αργεί η ημέρα όπου η παγκόσμιος παραγωγή πετρελαίου δεν θα μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στην ζήτηση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και αρκετά χρόνια έχει προβλέψει μία τέτοια εξέλιξη γι’ αυτό και έχει προωθήσει μία πολιτική σταδιακής μείωσης των εισαγωγών αργού, ιδιαίτερα από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, έτσι ώστε σήμερα αυτή να εξαρτάται μόνο κατά 50% από εισαγωγές πετρελαίου. Η πολιτική της ΕΕ ήτο να προσφέρει κίνητρα στις χώρες μέλη για αντικατάσταση του πετρελαίου με άλλα εναλλακτικά καύσιμα όπως λχ. το φυσικό αέριο αλλά και εναλλακτικές πηγές όπως είναι η πυρηνική ενέργεια και οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής η χώρα μας ωφελήθηκε με την χρηματοδότηση της κατασκευής του έργου του Φυσικού Αερίου κατά 50% από Κοινοτικούς πόρους αλλά και στην προώθηση έργων ΑΠΕ, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα, για λόγους διοικητικής ανεπάρκειας, δεν μπόρεσε να απορροφήσει τα προσφερόμενα κονδύλια . Η ΕΕ όλα αυτά τα χρόνια προσέφερε επίσης ισχυρά κίνητρα στις χώρες μέλη για την ανάπτυξη και προώθηση της έρευνας στον τομέα των υδρογονανθράκων. Σαν αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής χώρες όπως η Ολλανδία, η Δανία ,η Γερμανία και η Βρετανία ανέπτυξαν νέες τεχνολογίες στον τομέα έρευνας και άντλησης πετρελαίου με άμεσο αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του κόστους. Ένα άλλο σοβαρό μέτρο που χρησιμοποίησε η ΕΕ, (κυρίως ως αντικίνητρο) στην προσπάθειά της για μείωση της εξάρτησής της από την χρήση του πετρελαίου ήτο η συνειδητή επικράτηση σχετικά ακριβών τιμών προϊόντων πετρελαίου με τη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Ο φόρος αυτός αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής και σοβαρό όπλο στη συνεχή προσπάθεια επίτευξης ισορροπίας μεταξύ εισαγωγών και κατανάλωσης. Γι’αυτό και η Κοινοτική γραφειοκρατία δεν διαπραγματεύεται εύκολα ένα τέτοιο ουσιώδη μηχανισμό ελέγχου παρά τις οχλήσεις που κατά καιρούς δέχεται από χώρες μέλη (όπως πρόσφατα η Ελλάδα) εκπρόσωποι των οποίων για λόγους μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων εμφανίζονται βασιλικότεροι του βασιλέως. Στην Ελλάδα όμως - η οποία φαίνεται να απέχει πλήρως από την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική- το θέμα της έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων έχει πλήρως υποβαθμισθεί τα τελευταία δέκα χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσας, άλλοτε για λόγους εσωτερικών σκοπιμοτήτων και άλλοτε από πλήρη άγνοια και αδιαφορία. Στους περισσότερους πολιτικούς, οι οποίοι και φέρουν την κύρια ευθύνη για την απαράδεκτη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, τους φαίνεται τελείως παράξενο και παράδοξο ότι η χώρα μας μπορεί να υποκρύπτει στο υπέδαφός της υπολογίσιμες ποσότητες υδρογονανθράκων. Επειδή η διαδικασία για την ανακάλυψη κοιτασμάτων είναι χρονοβόρος, υψηλού κόστους και απαιτεί συγκεκριμένες νομικές ρυθμίσεις και χρηματοδοτικό πλαίσιο ανάλογα με αυτό που υπάρχει σε άλλες χώρες (κάτι που εξασφαλίζεται στη χώρα μας μέσω του Ν/2289/95) και απαιτεί την οργάνωση ενός ευέλικτου διοικητικού σχήματος, με υποχρέωση στενής παρακολούθησης και ελέγχου από πλευράς πολιτείας, το όλο θέμα δεν προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση και άρα τίθεται στο περιθώριο. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην Ελλάδα πέρα από τις περιορισμένες έρευνες που διεξάγονται σήμερα δυτικά της Θάσου, από την ξένης ιδιοκτησίας εταιρεία που εκμεταλλεύεται τα πετρέλαια της περιοχής, δεν υπάρχει ουδεμία άλλη ερευνητική δραστηριότητα. Ανεκμετάλλευτα τα Πετρέλαια του Βορείου Αιγαίου Όμως, η χώρα μας διαθέτει αξιόλογα κοιτάσματα πετρελαίου σε διάφορες τοποθεσίες αλλά κυρίως στη Δυτική Ελλάδα (Ήπειρο, Β.Α. Πελοπόννησο, Ιόνιο Πέλαγος), στο Βόρειο Αιγαίο, στον Θερμαϊκό, στα Δωδεκάνησα και νοτίως της Κρήτης. Εάν αξιοποιηθεί μέρος μόνο αυτών των κοιτασμάτων η Ελλάδα θα μπορούσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να καταστεί σχεδόν αυτάρκης από πλευράς ιδίας κατανάλωσης. Ένας στόχος για την παραγωγή 250.000-300.000 βαρελιών ανά ημέρα μέσα στα επόμενα πέντε με έξι χρόνια δεν είναι παράλογος, υποστηρίζουν γεωλόγοι πετρελαίου. Η αισιοδοξία αυτή στηρίζεται τόσο στην γεωλογική και γεωφυσική γνώση της ευρύτερης περιοχής αλλά και στην διαθεσιμότητα των νέων προηγμένων τεχνολογιών εξόρυξης. Βάσει γεωλογικών και γεωφυσικών στοιχείων τα οποία έχουν συλλεχθεί και αξιολογηθεί τα τελευταία χρόνια από Έλληνες και ξένους γεωλόγους, μόνο η περιοχή πέριξ της Θάσου (ανατολικά, δυτικά και νότια) παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον αφού περικλείει υπολογίσιμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων τα οποία μόνο εν μέρει έχουν αξιοποιηθεί. Η κυριότερη εκμετάλλευση των πετρελαίων της Θάσου πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1981-1997 από την Κοινοπραξία Πετρελαίου Βορείων Αιγαίου (NAPC) η οποία την δεκαετία του ’80 είχε φθάσει να παράγει κατά μέσο όρο 25,000 –30,000 βαρέλια αργού την ημέρα από την γεώτρηση του Πρίνου, ποσό που αναλογούσε τότε με την κάλυψη 10%-15% των εγχώριων πετρελαϊκών αναγκών της χώρας, εισφέροντας πολύτιμο συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας απασχόληση άμεσα και έμμεσα σε 2,000 ανθρώπους. Το 1998/99 η NAPC αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την Ελλάδα για δυο κυρίως λόγους: (α) Η αδυναμία της μέχρι εκείνη την εποχή να εντοπίσει και να εκμεταλλευθεί ένα αξιόλογο κοίτασμα αντίστοιχου μεγέθους με αυτό του Πρίνου, το οποίο μετά το 1995 είχε αρχίσει να εξαντλείται με γρήγορους ρυθμούς (η παραγωγή είχε μειωθεί τότε στα 12.000 –14.000 β/ημέρα). Η επιθυμία της NAPC να προχωρήσει σε ερευνητικές γεωτρήσεις ανατολικά της Θάσου στις θέσεις Σταυρός και Μπάμπουρας όπου γεωφυσικές έρευνες είχαν εντοπίσει μεγάλα κοιτάσματα, δεν προχώρησαν λόγω της άρνησης των τότε κυβερνήσεων να συναινέσουν στις ερευνητικές γεωτρητικές εργασίες (συμμετείχε το Ελληνικό Δημόσιο μέσω της ΔΕΠ/ΕΚΥ στην παραχώρηση) φοβούμενες Τουρκικές αντιδράσεις. (β) Λόγω των χαμηλών τότε διεθνών τιμών πετρελαίου, (είχαν διαμορφωθεί κάτω των 12 δολ./βαρ.) η NAPC αδυνατούσε να επενδύσει μακροπρόθεσμα στην εξερεύνηση μικρότερων κοιτασμάτων εντός των χωρικών μας υδάτων, τα οποία όμως θα απέδιδαν λιγότερο πετρέλαιο σε καθημερινή βάση. Την αποχώρηση της NAPC την διαδέχθηκε το επιχειρηματικό σχήμα της Kavala Oil, στην οποία μετείχε κατά 33% το σωματείο των εργαζομένων και κατά 67% η τοπικών συμφερόντων εργοληπτική εταιρεία Ευρωτεχνική Α.Ε. Χάριν μιας προνομιακής μεταχείρισης από πλευράς κράτους (βλέπε Ν.2279/99) η Kavala Oil κατάφερε να συνεχίσει την παραγωγή από το κοίτασμα του Πρίνου, από μικρότερα δευτερεύοντα κοιτάσματα, με ένα μέσο όρο παραγωγής 4,000 βαρ/ημέρα την περίοδο 1998 μέχρι σήμερα –ποσότητα η οποία απορροφάται εξ’ ολοκλήρου από τα Ελληνικά Πετρέλαια, βάσει ειδικής συμφωνίας. Όμως το κοίτασμα του κυρίως Πρίνου έχει εξαντληθεί και γι’ αυτό και η Kavala Oil προχώρησε στην εκπόνηση ενός προγράμματος γεωτρήσεων σε άλλες περιοχές της παραχωρήσεως της, εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων.Ετσι πέρυσι πραγματοποιήθηκαν γεωτρήσεις στο πεδίο Ε σε θαλάσσια περιοχή δυτικά της Θάσου, και φέτος στην τοποθεσία Καλλιράχη, στην θαλάσσια περιοχή 3 ν.μ. δυτικά της Θάσου, μεταξύ Θάσου και χερσονήσου του Άθου. Όμως για να μπορέσει η Kavala Oil να αξιοποιήσει τα νέα κοιτάσματα πετρελαίου θα πρέπει να κατασκευάσει νέες πλατφόρμες, γεγονός το οποίο προϋποθέτει σημαντικές επενδύσεις της τάξεως των 100 εκ. δολ. και άνω (η κατασκευή των εξεδρών και της όλης υποδομής της NAPC την εποχή 1979-81 κόστισαν άνω των 600 εκ. δολ.). Με στόχο την εξασφάλιση χρηματοδότησης αφ’ ενός για την συνέχιση των ερευνητικών εργασίων και αφ’ ετέρου για την εκπόνηση ολοκληρωμένου ερευνητικού προγράμματος η Kavala Oil προχώρησε τον περασμένο Νοέμβριο σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου με την είσοδο ξένου επενδυτή, την Ρουμανο-Βρετανικών συμφερόντων εταιρεία Regal Oil (εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου), η οποία εξαγόρασε το σύνολο των μετοχών της Ευρωτεχνικής και ελέγχει πλέον το 80% της εταιρείας. Με τον νέο μέτοχο, και τα επιπλέον κεφάλαια που εισέρευσαν στα ταμεία της εταιρείας, οι μηχανικοί της Kavala Oil εκτιμούν ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή η οποία μπορεί να φθάσει τα 8.000-10.000 βαρελ./ημέρα. Ακόμα πιο μεγάλες ποσότητες αναμένεται ότι θ’ αποφέρει το κοίτασμα πέριξ της γεώτρησης Καλλιράχης το οποίο σύμφωνα με τους τεχνικούς της Kavala Οil μπορεί να αποδειχθεί εξ’ ίσου μεγάλο όσο αυτό του Πρίνου. Αρχικές εκτιμήσεις της εταιρείας ομιλούν για ένα τεράστιο κοίτασμα μεγέθους 1 δισεκατομμυρίου βαρέλια ,ένα νούμερο όμως το οποίο αμφισβητείται έντονα από πολλούς γωολόγους. Σε κάθε περίπτωση το θέμα της εκμετάλλευσης των πετρελαίων της Θάσου και του Βόρειου Αιγαίου γενικότερα δεν είναι υπόθεση μια μεμονωμένης εταιρείας αλλά θα έπρεπε κανονικά ν’ απασχολήσει την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση στο υψηλότερο επίπεδο. Θα έπρεπε εδώ και αρκετό καιρό ν’ αποτελεί αντικείμενο εθνικού σχεδιασμού και οργάνωσης με στόχο την προσέλκυση διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών, όπως πράττουν άλλα κράτη που επιθυμούν να αναπτύξουν τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές. Αντ’ αυτού την τελευταία εξαετία υπήρξε πλήρης απαξίωση της ερευνητικής δραστηριότητας για υδρογονάνθρακες τόσο από πλευράς κυβέρνησης όσο και των ΕΛΠΕ. Ακόμα και σήμερα τα ΕΛΠΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το θέμα της έρευνας και ανάπτυξης υδρογονανθράκων ως αναγκαίο κακό έχοντας υποβιβάσει πλήρως το σχετικό τμήμα του Ομίλου σε μία απλή υποδιεύθυνση. Όμως βάσει εκτιμήσεων γεωλόγων πετρελαίου η περιοχή γύρω από την Θάσο έχει εξακριβωμένα κοιτάσματα πετρελαίου με απολήψιμες ποσότητες της τάξεως των 200-300 εκ. βαρελιών (STB) και μη εξακριβωμένα άλλα τόσα, ενώ η περιοχή ανατολικά της Θάσου, σε απόσταση 6 ν.μ. εκτιμάται ότι περιέχει γύρω στα 900 εκ. βαρ. (STB) μη εξακριβωμένα. Επαλήθευση των σημαντικών αυτών αποθεμάτων, πολλώ δε μάλλω η εκμετάλλευση τους, δεν μπορεί να γίνει εάν δεν πραγματοποιηθούν προηγουμένως ερευνητικές γεωτρήσεις. Όμως τμήματα αυτής της περιοχής ευρίσκονται εκτός των σημερινών χωρικών υδάτων και κατά την Τουρκία σε αμφισβητούμενο μέρος της υφαλοκρηπίδας. Η αξιοποίηση των κοιτασμάτων αυτών θα καταστεί δυνατή μόνον αφού οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα κατόπιν συμφωνίας με την Τουρκία (βλέπε Χάγη ή Αμβούργο). Σε κάθε περίπτωση η πλήρης αξιοποίηση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων, έστω αυτών εντός των χωρικών μας υδάτων, θα μπορούσε άνετα να εξασφαλίσει ποσότητες της τάξεως των 50.000-80.000 βαρ./ημέρα καλύπτοντας έτσι ένα αξιοσημείωτο ποσοστό της καθημερινής εθνικής πετρελαικής κατανάλωσης η οποία ανέρχεται στα 360.000 βαρ./ημέρα περίπου. Εάν μάλιστα καταστεί δυνατή και η εκμετάλλευση των πετρελαίων ανατολικά της Θάσου η Ελλάδα θα μπορούσε να στοχεύσει σε παραγωγή άνω των 200.000 βαρ./ημέρα, με το εγχώριο πετρέλαιο να προσφέρει κυριολεκτικά σανίδα σωτηρίας στην υπό κατάρρευση οικονομία της. Παραδόξως στην «ισχυρή» Ελλάδα της εκσυγχρονιστικής οκταετίας Σημίτη, χωρίς μελέτη και χωρίς περίσκεψη ερρίφθη ελαφρά τη καρδία το απίθανο σύνθημα ότι η χώρα δεν έχει πετρέλαιο και άρα πρέπει να απέχει από κάθε ερευνητική δραστηριότητα στο Αιγαίο. Τόσο πολύ άραγε φοβίζουν οι Τουρκικές απειλές ώστε να φθάσουμε σε σημείο πλήρους απεμπόλησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, διαδίδοντας μάλιστα, για να δικαιολογηθούμε, ότι η χώρα μας δεν έχει πετρέλαιο; Άραγε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή του νεώτερου θα συνεχίσει την ίδια τακτική; Η άρση του casus belli από την Τουρκία μέσω νομοθετικής ρύθμισης δεν θα έπρεπε να αποτελεί ουσιαστικό όρο για να συνεναίσει η Ελλάδα στην έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας της γείτονος ;