Του Κ.Ν.Σταμπολή
Σε πρόσφατη αρθρογραφία μας αναφερθήκαμε στην τεράστια σημασία που έχουν τα πετρέλαια της Θάσου για την εθνική οικονομία αφού βάσει γεωλογικών και γεωφυσικών ερευνών η πέριξ περιοχή περικλείει σημαντικά σε έκταση κοιτάσματα, τα οποία εάν εκμεταλλευθούν σωστά μπορούν να καλύψουν ένα σημαντικό ποσοστό της εγχώριας πετρελαϊκής κατανάλωσης. Με το πετρέλαιο πλέον να κινείται σταθερά πάνω από τα 50 δολάρια το βαρέλι, και με προοπτική αυτό σύντομα να ξεπεράσει τα 60 δολάρια, η ύπαρξη μιας εγχώριας παραγωγής αποκτά ιδιαίτερη σημασία τόσο από στρατηγικής όσο και από οικονομικής πλευράς. Μάλιστα με τα σημερινά υψηλά επίπεδα τιμών η εκμετάλλευση δύσκολων και βαθιών κοιτασμάτων όπως θεωρούνται αυτά του Πρίνου, καθίσταται πλέον οικονομική. Τα τελευταία δέκα χρόνια η παραγωγή από τα υπάρχοντα κοιτάσματα της Θάσου υπήρξε περιορισμένη φθάνοντας δια της βίας τα 4.000 βαρέλια την ημέρα, (από τα 25.000-30.000 βαρέλια εκινείτο την δεκαετία του ’80) αφού το αρχικό κοίτασμα του κυρίως Πρίνου είχε σταδιακά εξαντληθεί. Την περίοδο 1995-1997 έγινε μία προσπάθεια άντλησης από το κοίτασμα του Βόρειου Πρίνου, γεγονός που απέδωσε και εξασφάλησε μία παράταση ζωής στο κοίτασμα μέχρι σήμερα. Ως γνωστό μέχρι το 1998 την περιοχή του Πρίνου εκμεταλλεύετο, βάσει ειδικής παραχωρήσεως από το Ελληνικό Δημόσιο, ή Καναδικών συμφερόντων κοινοπραξία με την επωνυμία «Εταιρεία Πετρελαίων Βορείου Αιγαίου» (NAPC) η οποία για διάφορους λόγους αποχώρησε από την Ελλάδα καταβάλλοντας τις σχετικές αποζημιώσεις στους 600 και πλέον εργαζόμενους της στην Καβάλα και αλλού. Το τι έγινε μετά την αποχώρηση της NAPC και το πώς ένα ξεχωριστής σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα ενεργειακό πεδίο πέρασε κατ’αρχάς στον έλεγχο μίας μικρής παρέας τοπικών «παραγόντων» και αργότερα στην πλήρη δικαιοδοσία ενός αμφιλεγόμενου και σκιώδους επιχειρηματία, του Ρουμανο-Αυστραλού, κ.Frank Timis, αποτελεί μία άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία της εκσυγχρονιστικής Ελλάδας. Καθ’όλο το χρονικό διάστημα που εξελίσσεται η υπόθεση της υφαρπαγής των πετρελαίων του Πρίνου από ένα κλειστό κύκλωμα το επίσημο Ελληνικό κράτος απέχει προκλητικά από τα τεκταινόμενα –μία κατάσταση η οποία δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι σήμερα- αδυνατώντας να παρέμβει διοικητικά ή έστω επιχειρηματικά (μέσω ΕΛΠΕ) , για τον έλεγχο της εταιρείας η οποία δραστηριοποιείται στην περιοχή . Η Διάλυση της ΔΕΠ-ΕΚΥ Η όλη ιστορία ξεκινάει τους πρώτους μήνες του 1998 με την αποχώρηση από την Ελλάδα της NAPC και της παράλληλης, από πλευράς Ελληνικών Πετρελαίων (ΕΛΠΕ) κίνησης για την διάλυση της θυγατρικής τους ΔΕΠ-ΕΚΥ, της εταιρείας δηλαδή που είχε την ευθύνη για την ανάπτυξη και έρευνα υδρογονανθράκων στην χώρα μας . Η προσχώρηση και πλήρης απορρόφηση της ΔΕΠ-ΕΚΥ, μέχρι τότε μίας ανεξάρτητης υπό κρατικό έλεγχο εταιρείας, από τα ΕΛΠΕ πραγματοποιήθηκε υπό τις ευλογίες της τότε πολιτικής ηγεσίας (Υπουργός Ανάπτυξης η κ.Βάσω Παπανδρέου) ,με την λογική ότι αυτό ενίσχυε το επιχειρηματικό προφίλ των ΕΛΠΕ, εν όψει της εισόδου των στο χρηματιστήριο (Απρίλιος 98) αφού πλέον αποκτούσαν ένα αξιόλογο ερευνητικό τμήμα, κάτι που θα ζήλευαν αρκετές ξένες εταιρείες του μεγέθους των Ελληνικών Πετρελαίων. Τότε η ΔΕΠ-ΕΚΥ πέρα από την ευθύνη παρακολούθησης και ελέγχου των πετρελαίων του Πρίνου είχε αναπτύξει και ένα ιδιαίτερα σημαντικό ερευνητικό έργο σε διάφορες τοποθεσίες της Ελλάδος, ενώ παράλληλα είχε την ευθύνη της οργάνωσης και παρακολούθησης του πρώτου γύρου παραχωρήσεων, στη Δυτική Ελλάδα, βάσει του Ν 2289/95 ο οποίος αποτέλεσε και αποτελεί νόμο κλειδί, πλήρως προσαρμοσμένο προς την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, ο οποίος θέτει τους όρους για την συμμετοχή Ελληνικών και ξένων εταιρειών, για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην Ελληνική επικράτεια. Όμως η νέα διοίκηση των ΕΛΠΕ (Διευθύνων Σύμβουλος ο κ.Ελευθέριος Τζέλας) με πλήρη πολιτική κάλυψη προχώρησε στη συστηματική διάλυση και απαξίωση της ΔΕΠ-ΕΚΥ με την αποπομπή της τότε Διευθύνουσας Συμβούλου κ.Τερέζας Φωκιανού και την οικιοθελή ή μη αποχώρηση αρκετών άλλων έμπειρων στελεχών, με την απίθανη δικαιολογία ότι «αφού στέρεψαν τα πετρέλαια του Πρίνου και αφού η Ελλάδα δεν διαθέτει πετρέλαιο δεν χρειάζεται να υπάρχει και να συντηρείται μια πολυέξοδη θυγατρική». Με την συμπεριφορά της η τότε διοίκηση των ΕΛΠΕ έδειξε ότι είχε πλήρη άγνοια ως προς το αντικείμενο, την αποστολή και τρόπο εργασίας της εν λόγω εταιρείας η οποία ήτο επιφορτισμένη με την διενέργεια έρευνας σε συνεχή βάση και παρακολούθηση όλων των ερευνητικών δραστηριοτήτων των ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούντο τότε στην Ελλάδα. Μάλιστα η ΔΕΠ-ΕΚΥ είχε επενδύσει σημαντικά κεφάλαια για την απόκτηση δικού της γεωτρύπανου, διάφορων ειδικευμένων και τελευταίας τεχνολογίας μηχανημάτων και προηγμένου λογισμικού για την ανάλυση των γεωτρήσεων. Όλα αυτά τώρα έχουν τελείως αχρηστευθεί. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν τότε τα ΕΛΠΕ για την αδρανοποίηση της ΔΕΠ-ΕΚΥ εστηρίζοντο στην λογική της μείωσης των δαπανών και αύξησης των περιθωρίων κέρδους του Ομίλου, αγνοώντας (σκοπίμως όπως αποδείχθηκε αργότερα) τους βασικούς κανόνες λειτουργίας της έρευνας υδρογονανθράκων παγκοσμίως και όπως αυτοί εφαρμόζονται από μεγάλες πολυεθνικές και εθνικές εταιρίες οι οποίες και έχουν χρησιμοποιήσει με μεγάλη επιτυχία την έρευνα για αύξηση των εσόδων και των κερδών τους. Υπό το πρόσχημα λοιπόν της κερδοφορίας των ΕΛΠΕ η διοίκηση προχώρησε στην άμεση απαξίωσή της ΔΕΠ-ΕΚΥ, περιορίζοντας το αντικείμενό της, ευθύς μόλις τα ΕΛΠΕ εισείχθησαν στο χρηματιστήριο. Η περιθωριοποίηση της ΔΕΠ-ΕΚΥ στέρησε τότε (και τώρα) το Ελληνικό Δημόσιο από τον οποιοδήποτε μηχανισμό ελέγχου και παρακολούθησης των ερευνητικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων στον υποθαλάσσιο και χερσαίο χώρο. Η Kavala Oil Εάν μελετήσει κάποιος την σειρά των εξελίξεων και τα γεγονότα της περιόδου 1998-1999 φαίνεται ότι η διάλυση της ΔΕΠ-ΕΚΥ, ούτε τυχαία ήτο ούτε έγινε για τους λόγους που επικαλέσθηκε η τότε διοίκηση των ΕΛΠΕ. Οι λόγοι που τελικά επέβαλαν την διάλυση του εποπτικού μηχανισμού ήσαν άμεσα συνυφασμένοι με την εκχώρηση των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Πρίνου, ή και αλλού, στους ημέτερους. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στα τέλη του 1999 όταν υπό την πίεση του συλλόγου των εργαζόμενων στην NAPC στην Καβάλα οι οποίοι ζητούσαν να επαναπροσληφθούν στην υπό εκκαθάριση NAPC, η κυβέρνηση μέσω του Υπουργού Ανάπτυξης, κ.Ελ.Βενιζέλου, έφερε προς ψήφιση στη Βουλή τον Ν.2779/99 βάσει του οποίου όλη η δραστηριότητα της NAPC στην περιοχή της Θάσου μαζί με ερευνητικές δραστηριότητες (βλέπε χάρτη) –τις οποίες η τότε διοίκηση των ΕΛΠΕ χαρακτήριζε άχρηστες!- παραχωρούντο στο μοναδικής έμπνευσης επιχειρηματικό σχήμα της Kavala Oil, στο οποίο συμμετείχαν το συνδικάτο των εργαζομένων κατά 33% και η παντελώς άγνωστη τοπική εταιρεία Ευρωτεχνική ΑΕ, με 67%. Ως επίσημοι μέτοχοι της Ευρωτεχνικής Α.Ε. εμφανίζονται τότε οι κ.Ν.Λουτσίγκας και Θ.Σιδηρόπουλος, οι οποίοι είχαν εργασθεί παλαιότερα στην NAPC και ΔΕΠ-ΕΚΥ, ενώ σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες υπήρξαν τουλάχιστον άλλοι δύο αφανείς μέτοχοι εκπροσωπώντας τον κρατικό μηχανισμό. Η τότε κυβέρνηση έδρασε προφανώς χωρίς δόλο στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει 300 θέσεις εργασίας, και ν’ αποφύγει περαιτέρω κοινωνική αναταραχή στην Καβάλα, όπου εκείνη την εποχή είχε πληγεί ιδιαίτερα βαριά από την ανεργία και την οικονομική δυσπραγία των επιχειρήσεων της ευρύτερης περιοχής, ζητώντας απεγνωσμένα ένα επιχειρηματικό σχήμα που θα εγγυάτο απασχόληση σ’έναν ιδιαίτερο δύσκολο κλάδο. Ο Ν. 2779/99 που εψηφίστηκε στα τέλη εκείνου του έτους επέτρεψε την επαναλειτουργία της πετρελαιοπηγής του Πρίνου και εξασφάλισε μία γενναία οικονομική επιχορήγηση στην Kavala Oil, ενώ μέσω της προαγοράς από τα ΕΛΠΕ του συνόλου της παραγωγής του Πρίνου ( τότε η παραγωγή εκυμαίνετο στα 5.000-6.000 βαρέλια την ημέρα, στα 18-20 δολ/βαρέλι) για ένα εξάμηνο εξασφαλίστηκε επιπλέον ρευστότητα στην εταιρεία. Μέσω του ίδιου νόμου εδίδοντο και αρκετές άλλες διευκολύνσεις στην εταιρεία και στους εργαζομένους και κυρίως παραχωρείτο εντελώς δωρεάν η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων (δηλ. πλήρη απαλλαγή από φόρους και το μέρισμα του Δημοσίου). Ταυτόχρονα η Kavala Oil απηλάσσετο από την υποχρέωση της διάλυσης των εξεδρών πετρελαίου και αποκατάστασης του περιβάλλοντος σε περίπτωση οριστικής αποχώρησης. Εκτός από την παράβαση της ευρωπαϊκής οδηγίας 94/22/ΕΚ και του Ν 2289/95 εκχωρήθηκαν στους ιδιώτες απολήψιμα κοιτάσματα πλέον του 8.0 εκ βαρελιών και αξίας άνω των 300 εκ $ σε σημερινές τιμές, ενώ τους δόθηκε και προκαταβολή 5 εκ δολαρίων σαν κεφάλαιο κίνησης (δεν είχαν τα απαραίτητα κεφάλαια εκκίνησης), δικαίωμα δωρεάν παροχής ηλεκτρικής ενέργειας αξίας 1,5 δις δρχ, και δικαίωμα να αποχωρήσουν όποτε επιθυμούν χωρίς όρους και με χαριστικές διατάξεις. Με τον ίδιο νόμο οι προηγούμενοι παραχωρησιούχοι ( Denison Mines κλπ) απαλάσσεντο πλήρως από την υποχρέωση απομάκρυνσης των εξεδρών και την σφράγιση των γεωτρήσεων (όπως προέβλεπε ο Ν 98/75) που συνεπάγονται κόστος τουλάχιστον 30 εκ $. Αυτό το κόστος μεταφέρθηκε τότε στο Ελληνικό Δημόσιο βάσει του Ν 2279/99. Μάλιστα στον ίδιο νόμο φρόντισαν να διορίσουν ονομαστικά και την επιτροπή που θα διαχειριστεί την απομάκρυνση των εξεδρών η οποία θα είχε πρόεδρο τον κ.Δ.Ευγένιο των ΕΛΠΕ και μέλη τους κ.κ. Κοσμά της Ευρωτεχνικής και τον κ.Παυλίδη των ΕΛΠΕ. Αυτό είναι πρωτάκουστο για νόμο και όποιος διαβάσει την παράγραφο 20 του άρθρου 31 του Ν 2779/99 θα αντιληφθεί το μέγεθος της μεθόδευσης για την υφαρπαγή των κοιτασμάτων του Πρίνου με τους φανερούς και κρυφούς πρωταγωνιστές του. Στα πλαίσια όμως του εν λόγω νόμου η Kavala Oil υποχρεούτο να πραγματοποιήσει δύο ερευνητικές γεωτρήσεις (παράγραφοι 2,3 του άρθρου 2 του Ν 2779/99), για διερεύνηση άλλων πιθανών κοιτασμάτων, βάθους περίπου 3000μ και κόστους 8-10 εκ.$ η κάθε μία.)Αξίζει να σημειωθεί ότι για την υποχρέωση αυτή ζητήθηκε εγγυητική επιστολή μόλις 200εκ. δρχ!!! Δηλαδή προσφέρθηκαν σημαντικά και βέβαια κέρδη, χωρίς κανένα επιχειρηματικό ρίσκο, στο όνομα της δήθεν, όπως αποδείχθηκε αργότερα απασχόλησης των εργαζομένων στα κοιτάσματα. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της το 2000 η εταιρεία Κavala Oil στην οποία ανατέθηκε η εκμετάλλευση, πραγματοποίησε φανερά κέρδη 8,5 δις δρχ ενώ το 2000 ξεκίνησε την πραγματοποίηση της πρώτης γεώτρησης, από τις δύο που είχε υποχρέωση να εκτελέσει, με αμβισβητούμενα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αποτελέσματα. Στις αρχές του 2001όταν οι εργαζόμενοι στο Πρίνο πληροφορήθηκαν τα θετικά αποτελέσματα της χρονιάς που πέρασε, ζήτησαν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών να διατεθούν σε νέες επενδύσεις ανάπτυξης των κοιτασμάτων, οι ευεργετηθέντες επιχειρηματίες ήθελαν διαμοιρασμό των κερδών. Αυτή η διάσταση απόψεων και οι έντονες συζητήσεις που γίνονταν τότε στην Καβάλα, ήρθαν να φωτίσουν το παρασκήνιο που ακολούθησε τους πρώτους 12 μήνες λειτουργίας της Kavala Oil . Τελικά υπό την πίεση των εργαζομένων η τότε διοίκηση της Kavala Oil δέχθηκε να επενδύσει ένα μικρό μέρος των κερδών της σε μία μόνο γεώτρηση (την ΡΑ-29) η οποία ήτο περιορισμένης έκτασης και με καμία επιστημονική λογική μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ερευνητική ,αφού ήτο μία απλή γεώτρηση ρουτίνας, χωρίς αναγγελθέν πρόγραμμα, η οποία έγινε στα πλαίσια εκμετάλλευσης του υπάρχοντος κοιτάσματος. Σύμφωνα με τους γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα η ευεργεσία της τότε κυβέρνησης δεν σταμάτησε εκεί. Το ΥΠΑΝ με εισήγηση του ειδικού συμβαλλομένου στην εκτέλεση της σύμβασης δηλ. των ΕΛΠΕ, επέστρεψε στις αρχές του 2001 την εγγυητική επιστολή των 200 εκ. δρχ που είχε καταθέσει η Ευρωτεχνική ως εγγύηση για την εκτέλεση των συμβατικών της υποχρεώσεων δηλ. των δύο ερευνητικών γεωτρήσεων του άρθρου 2 του Ν 2779/99, χωρίς ο ανάδοχος να εκτελέσει την δεύτερη ερευνητική γεώτρηση για την οποία διαβεβαίωνε ένα χρόνο πριν στην βουλή και εδεσμεύετο νομικά. Αυτή η συνεχής χαριστική συμπεριφορά του υπουργείου Ανάπτυξης και των ΕΛΠΕ προς την Ευρωτεχνική ΑΕ δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει ερωτηματικά για τα πραγματικά κίνητρα αυτών που εισηγήθηκαν και αποφάσισαν τέτοιες χαριστικές πράξεις με τις οποίες δημιουργήθηκαν κέρδη αρκετών δις δρχ. τα οποία μοιράστηκε ένας μικρός κύκλος ανθρώπων. Η Μήνυση Σαλαγκούδη Στις 28/6/2001, ο βουλευτής της Ν.Δ κ. Γιώργος Σαλαγκούδης, σήμερα υφυπουργός του ΥΠΑΝ, υπέβαλε μηνυτήρια αναφορά για την όλη κατάσταση στον Πρίνο, σχετικά με την υλοποίηση της σύμβασης του Ν 2779/99 για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Πρίνου από την εταιρεία Kavala Oil. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του Ν 2779/99 « ο ανάδοχος υποχρεούτο να δαπανήσει το ποσόν το οποίο απαιτείται για την εκτέλεση δύο τουλάχιστον γεωτρήσεων, πλέων εκείνων που παραλαμβάνει , με σκοπό την εκμετάλλευση τυχόν άλλων υφισταμένων κοιτασμάτων πετρελαίου…» Δηλαδή ο νόμος όριζε ξεκάθαρα την υποχρέωση για εκτέλεση των δύο επιπλέον ερευνητικών γεωτρήσεων. Στο άρθρο 2.2 ο Ν2779/99 καθορίζει και τα χρονικά όρια εκτέλεσης των συμβατικών υποχρεώσεων του αναδόχου, δηλαδή των δύο ερευνητικών γεωτρήσεων, ως εξής: η 1η γεώτρηση εντός 12 μηνών από την έναρξη της σύμβασης, δηλαδή μέχρι 22/11/2000 και η δεύτερη 10 μήνες μετά την 22α/11/2000, δηλαδή μέχρι 22/9/2001. Όμως μέχρι τα μέσα 2003 ο ανάδοχος δεν είχε εκπλήρωσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, αφού τελικά εκτέλεσε μόνο μια ερευνητική γεώτρηση την Ε-1 (11ος 2000- 1ος 2001)και αυτή με μεγάλη δυσκολία. Ο ανάδοχος, δηλαδή η Kavala Oil, είχε ήδη ξεπεράσει τα συμβατικά του περιθώρια κατά 19 μήνες. Κανένας όμως δεν κινήθηκε να του το επισημάνει ούτε από το ΥΠΑΝ ούτε από τα ΕΛΠΕ. Παρά την πλουσιοπάροχη οικονομική στήριξη από πλευράς Ελληνικού Δημοσίου και την προνομιακή σχέση της Ευρωτεχνικής με το «γκουβέρνο», το καλοκαίρι του 2002 η Kavala Oil αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον η παραγωγή είχε μειωθεί πλέον κάτω από τα 3.000 βαρέλια την ημέρα ενώ τα έξοδά της είχαν αυξηθεί και δεύτερον διότι κάθε χρονικό περιθώριο είχε εξαντληθεί και η εταιρεία ήτο υποχρεωμένη πλέον να εκτελέσει την δεύτερη ερευνητική γεώτρηση και παράλληλα να συνεχίσει με νέες παραγωγικές γεωτρήσεις στο υπάρχον κοίτασμα. Με την Ευρωτεχνική να δηλώνει πλήρη αδυναμία νέων επενδύσεων κινδύνευσε προς στιγμήν να σταματήσει η λειτουργία της πλατφόρμας άντλησης. Προ του οικονομικού αδιεξόδου και μιας πιθανής επέμβασης της κυβέρνησης για ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, και υπό την πίεση ενδεχόμενων νέων μηνύσεων, η διοίκηση της Kavala Oil, δηλαδή οι μεγαλομέτοχοι της Ευρωτεχνικής, αναζήτησαν σανίδα σωτηρίας σε ξένους επενδυτές. Ο κ. Frank Timis και η Regal Oil Σύμφωνα με τον κ.Ν.Λούτσιγκα η αναζήτηση του λευκού ιππότη, που θα έσωζε την επιχείρηση από βέβαιη χρεωκοπεία και θα εξασφάλιζε τη λειτουργία της κράτησε ένα εξάμηνο, διάστημα κατά το οποίο ο ίδιος και συνεργάτες του ταξίδεψαν πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα ανά την υφήλιο συναντώντας επίδοξους επενδυτές και κάνοντας δεκάδες παρουσιάσεις για το πεδίο παραγωγής του Πρίνου και τις προοπτικές εκμετάλλευσης της ευρύτερης περιοχής. Τελικά ευρέθη ο Ρουμανο-Αυστραλός επιχειρηματίας, κ.Frank Timis, ο οποίος μέσω της πρόσφατα εισαχθήσας εταιρείας του Regal Oil στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, δέχθηκε να επενδύσει στον Πρίνο εξαγοράζοντας την πλειοψηφία των μετοχών της Ευρωτεχνικής ΑΕ, όχι όμως αυτές των εργαζομένων. (φθινόπωρο 2002). Πολλά έχουν γραφεί για τις σκοτεινές πλευρές των δραστηριοτήτων του κ.Frank Timis και την ανάμειξή του στην διακίνηση ναρκωτικών και χρυσού. Εμείς όμως δεν θα σταθούμε σε αυτές τις αναπόδεικτες κατηγορίες. Ο κ. Frank Timis θα μας απασχολήσει μόνο σε ότι αφορά τις σχέσεις του με τις επενδύσεις του στην Kavala Oil. Μία ενδιαφέρουσα πτυχή της όλης υπόθεσης είναι η στάση που κράτησε η διοίκηση των ΕΛΠΕ (καλοκαίρι 2002) ,την οποία σύμφωνα με πληροφορίες, είχε πλησιάσει η Kavala Oil και τους είχε προτείνει να επενδύσουν εξαγοράζοντας τον έλεγχο της επιχείρησης. Εάν αληθεύουν αυτές οι πληροφορίες τα ΕΛΠΕ τότε απώλεσαν μια πραγματική ευκαιρία γιατί μαζί με το παραγωγικό πεδίο του Πρίνου (του οποίου τα κοιτάσματα ήσαν όντως περιορισμένα) απώλεσαν και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης στις ερευνητικές περιοχές ανατολικά και δυτικά της Θάσου, τα οποία η καναδική Denisson Mines (κύριος μέτοχος της NAPC) φημολογείται ότι παρανόμως μετεβίβασε, αργότερα, απευθείας στην Regal Oil. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο άρθρο μας στην «Κ» της 24/10/04, η περιοχή της Καλλιράχης και κυρίως αυτή ανατολικά της Θάσου περιέχει σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων, αρκετά σε μέγεθος για να επηρεάσουν την ενεργειακή έξαρτηση της χώρας. Κανονικά τα δικαιώματα των περιοχών αυτών έπρεπε να επιστρέψουν στο Ελληνικό Δημόσιο (αφού δεν τα εξάσκησε η Dinisson) και βάσει του Ν.2289/95, εάν επιθυμούσε το Δημόσιο να τα διαθέσει εκ νέου σε ενδιαφερόμενες εταιρείες, έπρεπε να προκηρύξει διεθνή διαγωνισμό. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να γίνει πώληση ή μεταβίβαση δικαιωμάτων ερευνητικών περιοχών χωρίς την έγκριση του κράτους. Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι ουδείς στα ΕΛΠΕ, τα οποία υποτίθεται ότι μέχρι πρότινος επέβλεπαν την εκμετάλλευση της Θάσου, αλλά και στο Υπουργείο Ανάπτυξης γνωρίζει τους ακριβείς όρους κάτω απ’τους οποίους εικάζεται ότι ο κ. Frank Timis και η Regal Oil έχουν βρεθεί να ελέγχουν σήμερα τα στρατηγικής σημασίας κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου πέριξ της νήσου Θάσου. Η τελευταία πράξη Η τελευταία πράξη στην όλη πλεκτάνη ελέγχου των πετρελαίων του Βορείου Αιγαίου επαίχθει το καλοκαίρι του 2004 όταν ο κ. Frank Timis απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της Ευρωτεχνικής προχωρόντας σε μία γενναία αύξηση κεφαλαίου της Kavala Oil-γύρω στα 10 εκ.δολάρια- την οποία ελέγχει πλέον κατά 95%. Το υπόλοιπο ποσοστό το κατέχουν ακόμα οι εργαζόμενοι οι οποίοι μετά από μακρές διαπραγματεύσεις συμφώνησαν να περιορίσουν το ιδιοκτησιακό τους μερίδιο διατηρώντας όμως το δικαίωμα ψήφου του 33%. Στην απόφαση του κ.Frank Timis να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της Kavala Oil σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα πολύ θετικά αποτελέσματα της ερευνητικής γεώτρησης Καλλιράχη-I που πραγματοποιήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2003, βάσει των οποίων η περιοχή παρουσιάζει ιδιαίτερο πετρελαϊκό ενδιαφέρον. Η ερμηνεία των ερευνητικών δεδομένων έγινε από το Δανικό Ινστιτούτο Γεωφυσικών Ερευνών, Geus, η αξιοπιστία του οποίου είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Βάσει ενός ολοκληρωμένου επενδυτικού και ερευνητικού προγράμματος ύψους 120 εκ.€, που κατατέθει πριν από λίγες εβδομάδες στο ΥΠΑΝ, η ανανεωμένη Kavala Oil προχωρά τώρα στην εκμετάλλευση των πετρελαίων στα ερευνητικά πεδία δυτικά της Θάσου. Ήδη εδώ και δύο εβδομάδες πραγματοποιήται σε βάθος 3.500 μέτρων ερευνητική γεώτρηση στο πεδίο Καλλιράχη-II. Τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά επιβεβαιώνοντας το θετικό προφίλ της περιοχής. Σύμφωνα με την ομάδα γεωλόγων και γεωφυσικών της Regal Oil που έχουν έλθει από το εξωτερικό και έχουν εγκατασταθεί στην Καβάλα, κατευθύνοντας τις έρευνες, οι προοπτικές είναι άριστες και ήδη ομιλούν για ένα δεύτερο Πρίνο. Εάν αυτό αληθεύει τότε η νέα παραγωγή πετρελαίου αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 30.000-40.000 βαρέλια την ημέρα σε πρώτη φάση. Τα Ερωτήματα Η ιστορία των πετρελαίων του Πρίνου ασφαλώς δεν σταματάει εδώ αφού γεωφυσικές έρευνες είναι ήδη υπό εξέλιξη και οι πιθανότητες για εξεύρεση νέων μεγάλων παραγωγικών κοιτασμάτων είναι σοβαρές. Όμως από την μέχρι σήμερα εξιστόρηση των πραγμάτων προκύπτει μία σειρά ερωτημάτων τα οποία καλείται η κυβέρνηση να λάβει υπ’όψη της και τα οποία στην ουσία αφορούν το μέλλον της έρευνας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στην χώρα μας. Το πρώτο και επείγον ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η εκμετάλλευση των πετρελαίων του Πρίνου, αλλά και των περιοχών δυτικά της Θάσου (Βλέπε Πεδίο Ε,Καλλιράχη,Αθως κλπ) θα συνεχίσει υπό το καθεστώς του διάτρητου από κάθε άποψη ισχύοντος Νόμου 2279/99. Εάν ναι, τότε πως προτίθεται η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το τεράστιο περιβαλλοντικό θέμα της απομάκρυνσης των εξεδρών όταν θα σταματήσει κάποτε η άντληση πετρελαίου και φυσικού αερίου ; Το δεύτερο θέμα αφορά τις ερευνητικές περιοχές ανατολικά και δυτικά της Θάσου και το μέλλον τους. Η κυριότητα των περιοχών αυτών, μετά την αποχώρηση της Denisson, και μετά τη φαινομενική αδυναμία εκμετάλλευσης της από την ίδια, πρέπει κανονικά να επιστρέψει στο Ελληνικό Δημόσιο. Όμως υπάρχει έντονη φημολογία ότι οι περιοχές αυτές μεταβιβάστηκαν στον κ. Frank Timis. Ιδιαίτερα η περιοχή ανατολικά της Θάσου έχει ξεχωριστή στρατηγική σημασία αφού λόγω των εκεί προγραμματισμένων ερευνητικών γεωτρήσεων από τη NAPC (οι οποίες τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν χάρις στην παρέμβαση της τότε κυβέρνησης) η χώρα λίγο έλειψε να οδηγηθεί σε πόλεμο με την Τουρκία (Μάρτιος 1987). Η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να έχει την δυνατότητα άμεσου ελέγχου των ερευνών στην περιοχή ; Το τρίτο και ουσιώδες για την μελλοντική πορεία των πραγμάτων ερώτημα είναι εάν η σημερινή κυβέρνηση έχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο υπ’όψη της για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων στην Ελληνική επικράτεια. Τόσο το ΥΠΑΝ όσο και τα ΕΛΠΕ, εδώ και χρόνια έχουν αδρανοποιηθεί πλήρως. Κάποια σχέδια για την ίδρυση και δραστηριοποίηση ενός ανεξάρτητου κρατικού φορέα που θ’αναλάμβανε την οργάνωση, συντονισμό και επίβλεψη των νέων γύρων παραχωρήσεων, σύμφωνα με πληροφορίες, παραμένουν στα ερμητικά κλειστά συρτάρια του Υπουργείου Ανάπτυξης. Τέλος, ποιος είναι ο ρόλος των ΕΛΠΕ στην όλη υπόθεση, την στιγμή που το κράτος εξακολουθεί να είναι ο βασικός τους μέτοχος. Δεν θα έπρεπε κανονικά να τους ζητήσει να υποστηρίξουν την κυβέρνηση σε μία δύσκολη συγκυρία όπως η σημερινή και να προσφέρουν και αυτά την ελάχιστη τεχνογνωσία που τους έχει απομείνει στον τομέα της έρευνας ;