Του Κ.Ν.Σταμπολή
Η αφελής από ορισμένους κύκλους θεώρηση ότι ο μοναδικός εναπομείναν τρόπος επίλυσης των σημερινών σοβαρών εκκρεμοτήτων μας με την Τουρκία στο Αιγαίο και την Κύπρο, είναι η άνευ όρων συγκατάθεσή μας στην Ευρωπαϊκή της ένταξη, τίθεται τις τελευταίες μέρες σε σκληρή δοκιμασία. Οι κλιμακούμενες προκλήσεις των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο, οι οποίες αναμφισβήτητα αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου και τακτικής, έρχονται να υπενθυμίσουν την αδιαλλαξία της Άγκυρας. Σε αντίθεση με την επίσημη Ελληνική θέση βάσει της οποίας όσο προσεγγίζει η Τουρκία προς την Ευρώπη θα αμβλύνονται οι διμερείς ελληνοτουρκικές διαφορές, η Άγκυρα δεν επιθυμεί ουδεμία προσέγγιση η οποία θα θέσει εν αμφιβάλω τις όποιες διεκδικήσεις της και θα συμβάλλει στην απώλεια των ήδη κεκτημένων της (βλέπε στρατιωτική κατοχή Β.Κύπρου). Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, πέραν από την στρατηγική τους σημασία δεν είναι άνευ οικονομικού περιεχομένου. Αρκεί να θυμηθούμε ότι οι Τουρκικές αξιώσεις έγιναν για πρώτη φορά επίσημα γνωστές τον Νοέμβριο 1973 όταν η Τουρκική κυβέρνηση παραχώρησε στην κρατική εταιρία πετρελαίου ΤΡΑΟ άδειες έρευνας και εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε υποθαλάσσιες περιοχές σε διεθνή ύδατα αλλά πλησίον Ελληνικών νήσων και εντός της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Με την κίνησή της αυτή η Άγκυρα ουσιαστικά αμφισβητούσε έμπρακτα τα δικαιώματα της Ελλάδας στην υφαλοκρηπίδα των νήσων της. Η τακτική της Άγκυρας παρέμεινε έκτοτε η συστηματική αμφισβήτηση των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, έτσι ώστε να επιτευχθεί : η μη επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μίλια, η συρρίκνωση του εθνικού μας εναέριου χώρου στα 6 ν.μίλια, ο επανακαθορισμός του καθεστώτος πολλών νήσων, νησίδων και βραχονησίδων και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου βάσει της αρχής της ευθυδικίας και όχι βάσει του Νέου Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του 1982 (ΝΔΔΘ). Η αυθαίρετη διεκδίκηση ελληνικής υφαλοκρηπίδας από την Τουρκία αποβλέπει πρωτίστως στην απόκτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ελληνικό υποθαλάσσιο αλλά και θαλάσσιο χώρο, καθώς και σε διάσπαση της συνέχειας και της συνοχής της ναυτικής Ελλάδας του Αιγαίου. Μέχρι πρότινος πάγια θέση της Ελλάδος και ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής της πολιτικής, ήτο η παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η παραπομπή στη Χάγη δεν θα αφορούσε μόνο την υφαλοκρηπίδα, αλλά το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο. Γι’αυτό εξάλλου, στην απόφαση του Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999, βάσει της οποίας η Τουρκία αναγνωρίσθει ως «υπό ένταξη χώρα», προβλέπεται πως μέχρι το τέλος του 2004 η Τουρκία θα πρέπει να έχει επιλύσει τα «προβλήματά» της με την Ελλάδα. Αλλιώς οι δύο χώρες θα πρέπει να προσφύγουν στη Χάγη. Με ή χωρίς προσφυγή στη Χάγη, η ανάγκη για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, και κατ’επέκταση του επαναπροσδιορισμού των χωρικών υδάτων, καθ’όλο το μήκος του Ανατολικού Αιγαίου, από την Θάσο μέχρι το Καστελόριζο, καθώς και σε περιοχές του κεντρικού Αιγαίου, είναι επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε. Και αυτό διότι υποθαλάσσιες περιοχές ανατολικά της Θάσου, πέριξ της Μυτιλήνης, αλλά και στα Δωδεκάνησα είναι γνωστό ότι περιέχουν αξιόλογα κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Στην περίπτωση της Θάσου έχουμε εξακριβωμένα μεγάλα κοιτάσματα νοτιοανατολικά της νήσου στις θέσεις Σταυρός και Μπάμπουρας, η εκμετάλλευση των οποίων θα μπορούσε να συμβάλει στην ανόρθωση της οικονομίας, ενισχύοντας ταυτόχρονα την διαπραγματευτική θέση της χώρας μας στο διεθνές προσκήνιο. Με το πετρέλαιο να έχει ξεπεράσει τα 55 δολάρια το βαρέλι και με προοπτική για περαιτέρω αύξηση, η αξιοποίηση του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο πρέπει ν’αποτελέσει στόχο απολύτου προτεραιότητος. Όμως η εκμετάλλευση των πετρελαίων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά την επίτευξη συμφωνίας με την Τουρκία για την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα. Καθώς πλησιάζει η συνάντηση κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβριο, όπου αναμένεται να δοθεί η πολυπόθητη ημερομηνία για την έναρξη διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη ιδιαίτερα μετά την απαράδεκτα αδιάφορη για τα ελληνικά συμφέροντα εισήγηση της Κομισιόν , στενεύουν εξαιρετικά τα περιθώρια ελιγμών και διαπραγματεύσεων τα οποία έχει ακόμα στην διάθεση της η Ελληνική πλευρά προκειμένου να επιτύχει μία έστω συνεννόηση, αν όχι συμφωνία, με την Τουρκία επί των δύο βασικών εκκρεμοτήτων. Δυστυχώς όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση Καραμανλή, ενισχύοντας την «αναθεωρημένη» πολιτική της προηγούμενης, δεν έχει ουδεμία διάθεση να έρθει σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Ερντογάν, προεξοφλώντας ότι η Τουρκία με την είσοδό της στην Ευρώπη θα υποχρεωθεί από τους ευρωπαίους εταίρους στα πλαίσια της ενταξιακής διαδικασίας σε μία «ειρηνική» διαπραγμάτευση και λύση όλων των εκκρεμών θεμάτων. Όμως η πολύ πρόσφατη στάση της Τουρκίας στο Αιγαίο όσο και η εν γένει πορεία της, ιδιαίτερα την περίοδο μετά το Ελληνικό χρήσμα της Ευρωπαϊκής της υποψηφιότητας, καταδεικνύουν ότι η Τουρκική ηγεσία δεν είναι διατιθεμένη να κάνει την παραμικρή υποχώρηση. Μία στάση η οποία ημέρα με την ημέρα γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη αφού οι πασάδες της Άγκυρας (συμπεριλαμβανομένου και του κ.Ερντογάν) θέλουν να καταστήσουν σαφές προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν τίποτε προ ή μετά την εξασφάλιση της εισόδου της στην Ε.Ένωση. Σύμφωνα με την πολιτική θέση που επιθυμεί να προβάλλει η Άγκυρα, Αιγαίο και Κύπρος δεν αποτελούν καν θέματα προς συζήτηση τώρα ή στο μέλλον στα πλαίσια των ενταξιακών διαπραγματεύεων. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κ.Ι.Αγγελόπουλος (βλέπε Καθημερινή 24.10.2004). «Η τουρκική ηγεσία επιθυμεί να καταστήσει σαφές ότι γι’αυτήν το Αιγαίο και Κύπρος δεν έχουν ουδεμία υπόσταση σε διπλωματικό επίπεδο ως αντικείμενο συζήτησης». Αντιθέτως δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίζει στην διεθνή κοινότητα την αμφισβήτηση της για την ελληνική κυριαρχία επί των Ιμίων και άλλων βραχονησίδων (γκρίζες ζώνες) και να διατηρεί ενεργές τις όποιες αξιώσεις της στο Αιγαίο. Έτσι η αποκωδικοποίηση της συμπεριφοράς της Τουρκίας στο Αιγαίο δεν είναι δυνατόν να αφήσει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, για μία «ευρωπαϊκή λύση» των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών, όπως ακόμη και σήμερα θέλουν να πιστεύουν ορισμένοι κύκλοι, οι οποίοι δυστυχώς και ευθύνονται για τα χάραξη της σημερινής αδιέξοδης πολιτικής. Οι απώτεροι στόχοι της Τουρκικής πολιτικής, σε σχέση με την Ευρώπη σταδιακά καθίστανται και αυτοί απόλυτα ορατοί σε όποιον, έστω και επιφανειακά, παρατηρεί και καταγράφει τις εξελίξεις. Η χωρίς εκπτώσεις προσχώρηση της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό άρμα αποβλέπει στην άνευ προηγουμένου ισχυροποίηση της στρατηγικής θέσεως της, σε μία διευρυμένη Ευρώπη, όπου η Τουρκία θα εμφανιστεί ως ο λευκός ιππότης έτοιμος να θυσιαστεί για την ασφάλειά της. Η στρατιωτική της ισχύ θα προσφερθεί ως το δώρο της προς μία αμέτοχη, εσωστρεφή και ειρηνόφιλη Ευρώπη η οποία δεν επιθυμεί πολεμικές εμπλοκές ή άλλου τύπου σκληρές αντιπαραθέσεις. Τον ρόλο αυτό θα αναλάβει η Τουρκία, η οποία μαζί με την ετοιμοπόλεμη Βρετανία, θα αναδειχθούν ως οι κατ’εξοχήν χωροφύλακες που θα εγγυώνται την εξωτερική ασφάλεια της γηραιάς ηπείρου. Εν όψει της ανωτέρω προοπτικής και στη νέα τάξη πραγμάτων που τώρα διαμορφώνεται, είναι εξαιρετικά απίθανο ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα θελήσουν να πείσουν την Τουρκία, τώρα ή αργότερα, για την ανάγκη εξεύρεσης λύσης στο Αιγαίο ή αλλού. Αυτό είναι το τελευταίο που τους ενδιαφέρει. Οι μόνοι που έπρεπε να ενδιαφέρονται για λύση είναι η Ελληνική πλευρά και ο μόνος τρόπος πίεσης που υπάρχει πλέον είναι η άσκηση βέτο τον ερχόμενο Δεκεμβρίο, ξεκαθαρίζοντας ότι αυτό θ’αρθεί μόνο εάν η Τουρκία εγκαταλήψει δια παντός τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, πρωτίστως με την κατάργηση δια νομοθετικής πράξεως του casus belli (όπως εξάλλου έπραξε υπό την πίεση της ΕΕ για το θέμα της μοιχείας) και συμφωνήσει σε μία ειρηνική επίλυση των εκκρεμοτήτων που αφορούν στην οριοθέτηση των χωρικών υδάτων και την υφαλοκρηπίδα.