Του Ηλία Ευθυμιόπουλου
H θύελλα αντιδράσεων που ξεσήκωσε η πρόσφατη δήλωση του κ. Δούκα, υφυπουργού Οικονομικών, για την ανάγκη να μειωθεί η κατανάλωση πετρελαίου, δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο σε... κεκτημένη ταχύτητα αντιπολιτευτικών αντανακλαστικών. Κρύβει μια βαθιά και συλλογική αντίσταση σε οποιαδήποτε πρόταση ενεργειακού εξορθολογισμού, ακόμη και αν αυτή επιβάλλεται από μια εξωτερική ανάγκη, όπως είναι η αλματώδης αύξηση της τιμής του αργού και η επανεμφάνιση μιας κρίσης. Ωστόσο, τον περιορισμό τον αποδεχθήκαμε το '73, όταν οι αποφάσεις του αραβικού καρτέλ επέφεραν το πρώτο σοκ στην αγορά και υποχρέωσαν πολίτες, επιχειρηματίες και κυβερνήσεις να μιλήσουν πρώτη φορά για εξοικονόμηση ενέργειας και να αναζητήσουν εναλλακτικές προς το πετρέλαιο λύσεις. Τι άλλαξε από τότε και προς τι η έκπληξη από την επανάληψη του αυτονόητου; Βέβαια, η μακρά περίοδος των χαμηλών τιμών, είναι φυσικό να επέφερε εφησυχασμό, τόσο στις συνειδήσεις όσο και στους μηχανισμούς αυτοσυγκράτησης που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων κρίσεων, στην Ελλάδα όμως το παρακάναμε. Είμαστε η μόνη - μαζί με την Πορτογαλία - χώρα της Ευρώπης όπου η ενεργειακή ένταση (κατανάλωση ενέργειας ανά κάτοικο) αυξήθηκε την τελευταία δεκαετία. H εξάρτηση, επίσης, της χώρας από το πετρέλαιο είναι εξαιρετικά υψηλή (δείκτης 10 σε σχέση με το 6,6 κατά μέσο όρο στην E.E.) και βαίνει αυξανόμενη. Υψηλότατες είναι, τέλος, και οι εκπομπές αφού ήδη έχουμε ξεπεράσει τον στόχο της δεκαετίας (στο πλαίσιο των συμφωνιών του Κιότο) και σύντομα θα κληθούμε να αγοράσουμε - και ενδεχομένως πολύ ακριβά - τη διαφορά στο «χρηματιστήριο της ρύπανσης». Βέβαια, εκείνο που αποσιωπήθηκε επιμελώς από τα κυβερνητικά στελέχη είναι το γεγονός ότι η αύξηση τιμών του πετρελαίου, εκτός από τη δυσφορία που προκαλεί στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, εκτός από τις αρνητικές επιδράσεις στις τιμές και τον πληθωρισμό, δημιουργεί επιπλέον έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό. Οπότε δικαιολογημένα κάποιοι θέτουν ζήτημα αναδιανομής των κερδών και ενίσχυσης των νοικοκυριών για την προμήθεια του πετρελαίου θέρμανσης. Αν θεωρήσουμε ως βάση ότι η ετήσια κατανάλωση στην Ελλάδα ανέρχεται σε 4,2 δισ. λίτρα περίπου, από τις πρόσφατες αυξήσεις το κράτος εισπράττει επιπλέον 150 εκατ. ευρώ για ΦΠΑ, ποσό αρκετό για να ελαφρύνει τα οικογενειακά βαλάντια, ιδιαίτερα τους πολίτες χαμηλών εισοδημάτων. Το ερώτημα είναι αν η επιδότηση του πετρελαίου, εκτός από τον φιλολαϊκό χαρακτήρα της, αποτελεί εν προκειμένω την προσφορότερη λύση. H απάντηση είναι αρνητική. Τα 150 εκατ. ευρώ θα μπορούσε να δοθούν, πράγματι, ως επίδομα θέρμανσης (π.χ., 150 ευρώ ανά οικογένεια σε ένα εκατ. οικογένειες). Τα χρήματα αυτά θα έδιναν μια ανάσα για τον φετινό χειμώνα και τίποτε παραπάνω. Αντίθετα, αν τα χρήματα κατευθύνονταν για να διευκολυνθεί η εφαρμογή των μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας στον τομέα της κατοικίας, τα οφέλη θα ήταν πολλαπλά και μακροχρόνια. Αντί για την επιδότηση της κατανάλωσης πετρελαίου, θα μπορούσαν - για παράδειγμα - να ενισχυθούν οι παρεμβάσεις για εξωτερική μόνωση των κτιρίων, η προμήθεια διπλών υαλοπινάκων για τα παράθυρα, η επισκευή και η βελτίωση της απόδοσης των συστημάτων θέρμανσης, η προμήθεια πιο αποδοτικών συσκευών, η αντικατάσταση καυστήρων πετρελαίου με καυστήρες φυσικού αερίου κτλ. Το αποτέλεσμα θα ήταν λιγότερη κατανάλωση πετρελαίου, λιγότερες εκπομπές και αυξημένη θερμική άνεση (ως γνωστόν, είναι προτιμότερο να μειώσεις τις απώλειες από το να θερμάνεις ένα χώρο). Και όπως λέει η παλιά κινεζική παροιμία: «Αν σου δώσω ένα ψάρι θα χορτάσεις μία μέρα. Αν σε μάθω να ψαρεύεις θα χορταίνεις μια ζωή». Αντίθετα από τις ενδείξεις των (περιβαλλοντικών) στατιστικών και κόντρα στην κοινή λογική, οι επιδοτήσεις στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας και την εξοικονόμηση, αντί να αυξάνονται, μειώνονται. Το μόνο οικονομικό κίνητρο που ίσχυε για μία οκταετία (1995-2003) ήταν οι φοροελαφρύνσεις για την αγορά και εγκατάσταση οικιακών συσκευών ή συστημάτων χρήσης φυσικού αερίου που παρέχονταν από το N. 2364/95. Το μέτρο καταργήθηκε με το επιχείρημα ότι ευνοούνταν οι ανώτερες εισοδηματικά τάξεις! Αν, όμως, το υπουργείο έκρινε πως το μέτρο ενέτεινε τις κοινωνικές αδικίες, δεν είχε παρά να το τροποποιήσει ώστε να ευνοούνται μόνον οι πολίτες με χαμηλά εισοδήματα. Αν, πάλι, η κατάργηση των φοροαπαλλαγών έγινε για λόγους εισπρακτικούς, τότε το κράτος συνέλεξε ψίχουλα. Σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του υπουργείου Οικονομικών για το 2002, από το μέτρο αυτό ωφελήθηκαν 11.550 πολίτες (από 180 ευρώ η οικογένεια), ενώ με την κατάργησή του το κράτος συνέλεξε μόλις 2,12 εκατομμύρια ευρώ! (Από τα Νέα, 05/11/04)