του Κ.Ν.Σταμπολή
Οι περισσότεροι πολιτικοί αλλά και πολλοί υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι καθώς και πλείστοι αναλυτές, ανεξαρτήτως του πολιτικού χώρου στον οποίο ανήκουν, θέτουν τα τελευταία χρόνια, μετ’ επιτάσεως, το θέμα της ανάδειξης της χώρας μας ως του κατ’ εξοχήν στρατηγικού κόμβου της περιοχής της ΝΑ Ευρώπης. Μιλούν γενικώς και αορίστως για το πώς η Ελλάδα, κυρίως λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αλλά και λόγω της οικονομικής της ανάπτυξης, σε σχέση με τις γείτονες χώρες, είναι σε θέση να παίξει έναν πρωταρχικό γεωπολιτικό ρόλο ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (πχ ενέργεια, τηλεπικοινωνίες) πρόκειται σύντομα ν’αναδειχθεί σε σημαντικό στρατηγικό κόμβο. Πολλοί είναι αυτοί δε που μιλούν για το πώς η χώρα μας μπορεί να εξελιχθεί σε σταυροδρόμι ενεργειακών αγωγών, κέντρο τηλεπικοινωνιακών δικτύων και γενικά κόμβο με τεράστια στρατηγική σημασία. Και αυτή η τοποθέτηση γίνεται πάντοτε σε σύγκριση με τις γειτονικές χώρες οι οποίες, σύμφωνα με τον ανωτέρω συλλογισμό περί μοναδικότητας της χώρας μας θεωρούνται υποδεέστερες και γεωγραφικώς υστερούσες. Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι η χώρα μας, κυρίως τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την είσοδο της στην ευρωζώνη, αποτελεί την ανερχόμενη οικονομική δύναμη της περιοχής. Η επίδραση και η επιρροή της Ελλάδας στους βόρειους γείτονές της είναι σημαντική, ενώ οι εξ ανατολών γείτονες οι οποίοι δοκιμάστηκαν σκληρά τα τελευταία χρόνια από μια βαθιά οικονομική κρίση, θεωρούν την Ελλάδα ως παράδεισο οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης. Η συγκριτικά ευνοϊκή όμως οικονομική θέση της Ελλάδας επ’ ουδενί λόγο σημαίνει αυτομάτως αναβάθμισή της σε στρατηγικό κόμβο για τη μεταφορά και διακίνηση πρώτων υλών αφού η χώρα μας βρίσκεται στο νότιο άκρο της χερσονήσου του Αίμου και είναι εκ των πραγμάτων στην απόληξη δρόμων και όχι στο μέσον. Μελετώντας προσεκτικά το χάρτη θα αντιληφθούμε ότι κάτι τέτοιο θα ίσχυε εάν λόγου χάρη τα βόρεια σύνορά μας περιελάμβαναν τη μισή Αλβανία, το Νότιο Κοσσυφοπέδιο, το κρατίδιο των Σκοπίων, τη νότιο Βουλγαρία ενώ από ανατολάς η κυριαρχία μας απλωνόταν ως την Ευρωπαϊκή Τουρκία και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και της Ιωνίας. Τότε πράγματι η Ελλάδα θα είχε θέση γεωπολιτικού στρατηγικού κόμβου και θα ήλεγχε καταστάσεις και περάσματα. Σήμερα το ρόλο αυτό τον έχει η Τουρκία όσο και εάν αυτό μας είναι δυσάρεστο, γι’ αυτό εξάλλου τυγχάνει της σκανδαλώδους εύνοιας και προνομιακής μεταχείρισης από τους ισχυρούς του κόσμου. Εάν όμως εξετάσουμε με ευρύτητα πνεύματος και μακριά από τις στενές γεωπολιτικές συντεταγμένες το όλο θέμα της επίδρασης και επιρροής της χώρας μας στον ευρύτερο χώρο της ΝΑ Ευρώπης, ο περιορισμένος και άνισα, εν πολλοίς κατανεμημένος γεωγραφικός χώρος της πατρίδας μας, δεν μας εμποδίζει να διαδραματίζουμε με τον τρόπο μας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις της περιοχής. Ένα ρόλο όμως ο οποίος εξ ανάγκης δεν μπορεί να είναι γεωγραφικός ή έστω γεωπολιτικός, αλλά κυρίως πολιτικός, πολιτισμικός και οικονομικός. Η περαιτέρω ανάπτυξη της Ελλάδας –με βάση τις υπηρεσίες, τον τουρισμό, τον πολιτισμό, τη βιομηχανία, τα παραδοσιακά αγροτικά προϊόντα και την ναυτιλία της- η πλήρης ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανάδειξη της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης ως περιφερειακών χρηματοοικονομικών και χρηματιστηριακών κέντρων είναι οι άξονες της σημερινής δύναμης της χώρας, που φιλοδοξεί να επηρεάσει καταστάσεις και να οδηγήσει εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Η ανάδειξη της Ελλάδας σε στρατηγικό κόμβο θα πρέπει, ως εκ τούτου, να επιδιωχθεί περισσότερο στο χώρο της άϋλης οικονομίας και του σύγχρονου εμπορίου παρά στο φυσικό κόσμο των μεταφορών και της διακίνησης πρώτων υλών. Ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη σε ότι αφορά τις τελευταίες, δηλ. τα καύσιμα όπως πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αποτελούν ίσως το πιο προβεβλημένο στοιχείο το οποίο αναμένεται ότι θα συνεισφέρει αποτελεσματικά στη δημιουργία κόμβου ή και κόμβων. Εδώ όμως οι προοπτικές, λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας είναι αναγκαστικά περιορισμένες. Στην καλύτερη περίπτωση, και με την προϋπόθεση ότι σύντομα θα ξεπερασθούν ουσιαστικές πολιτικές και διπλωματικές δυσκολίες μέχρι το 2010 θα έχουν κατασκευασθεί δύο μόνο σημαντικά ενεργειακά έργα. Το πρώτο αφορά το πολυδιαφημισμένο πετρελαιαγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, μήκους 300 χλμ, και χωρητικότητος 35 εκατομμυρίων τόνων πετρελαίου το χρόνο, που θα ενώνει την Μαύρη Θάλασσα με το Βόρειο Αιγαίο. Ο αγωγός αυτός θα αποτελέσει μία εναλλακτική διαδρομή για την μεταφορά πετρελαίου από την Ρωσία και την Κασπία προς της αγορές της Δύσης, παρακάμπτοντας τα Δαρδανέλια και τον Βόσπορο. Ο τελευταίος αντιμετωπίζει μεγάλη έλλειψη χωρητικότητας λόγω του πολύ αυξημένου αριθμού διερχόμενων πετρελαιοφόρων πλοίων (tankers) με αποτέλεσμα να δημιουργείται συνωστισμός, με άμεσες αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις λόγω σταλειών ενώ παράλληλα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι κίνδυνοι για μεγάλης έκτασης περιβαλλοντικές καταστροφές. Σε μία τελευταία συνάντηση στην Αθήνα πριν από τρεις εβδομάδες όπου συμμετείχαν κυβερνητικές αντιπροσωπείες από Ελλάδα, Ρωσία και Βουλγαρία, επιβεβαιώθηκε για μία ακόμη φορά, με την υπογραφή σχετικού υπομνήματος, η πρόθεση των συμβαλλόμενων μερών να προχωρήσουν στην υλοποίηση αυτού του έργου, η λειτουργία του οποίου σαφώς θα αναβαθμίσει την στρατηγική θέση της Ελλάδας. Ο Βόρειος Υπεραγωγός Φυσικού Αερίου Ένα άλλο σημαντικό ενεργειακό έργο αφορά την μεταφορά φυσικού αερίου, προερχόμενου και αυτού από την περιοχή της Κασπίας και πιο ανατολικά, δηλ. από Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν κλπ., μέσω Τουρκίας και Ελλάδας προς την Ευρώπη. Αυτό προϋποθέτει την κατασκευή ενός υπεραγωγού Φ.Α. στην Βόρειο Ελλάδα που θα ενώσει την Τουρκία, την Ελλάδα και την νότιο Ιταλία. Ο βόρειος αυτός υπεραγωγός εκτιμάται ότι θα έχει ένα συνολικό μήκος 925 χλμ, χωρητικότητα 11 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το έτος και η κατασκευή του θα κοστίσει περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Ο αγωγός αυτός θα ξεκινάει από την Τουρκική πόλη Καράτσαμπε, θα διέρχεται από την Κωνσταντινούπολη και την Κομοτηνή, βορείως της Θεσσαλονίκης και από εκεί δυτικά προς Ηγουμενίτσα, και μετά υποθαλάσσια προς το Οτράντο στην Ιταλία. Μία άλλη εναλλακτική, υπό εξέταση, διαδρομή θα έφερνε τον αγωγό να διέρχεται μέσω των δυτικών Βαλκανίων με κατάληξη στην Τεργέστη. Ενώ η χάραξη της οριστικής διαδρομής του βόρειου αυτού υπεραγωγού είναι ακόμη υπό μελέτη έχει ήδη δρομολογηθεί η κατασκευή του Α’ μέρους που θα ενώνει το Τουρκικό με το Ελληνικό δίκτυο φυσικού αερίου (διαδρομή Καράτσαμπε-Κήποι-Κομοτηνή) συνολικού μήκους 285 χλμ με αγωγό διαμέτρου 30 ιντσών. Εκτιμάται ότι η κατασκευή του έργου και από τις δύο πλευρές θα έχει ξεκινήσει μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου 2005. Σε πρώτη φάση, δηλ. μέχρι τα τέλη του 2006, η χώρα μας θα αρχίσει να προμηθεύεται μία μικρή μόνο ποσότητα φυσικού αερίου, της τάξης του 0,75 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων το έτος, από τον αγωγό αυτό για κάλυψη των δικών της αναγκών (αυτή τη στιγμή προμηθεύεται περίπου 1,8 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ΦΑ από την Ρωσία μέσω του κεντρικού αγωγού από Βουλγαρία και 0,4-0,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα υγροποιημένου ΦΑ από Αλγερία). Με τον Ελληνο-Τουρκικό αγωγό η Ελλάδα αποκτά και μία τρίτη πηγή προμήθειας γεγονός που αυξάνει τον βαθμό ασφάλειας του όλου συστήματος. Πάντως η υλοποίηση αυτού του έργου στην τελική του μορφή θ’ αναβαθμίσει σημαντικά την γεωπολιτική θέση της Ελλάδας αφού μέσω αυτής θα διέρχονται πλέον μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου που θα τροφοδοτούν την διαρκώς αυξανόμενη σε ζήτηση και μέγεθος αγορά της Ευρώπης. Ο Nabucco Όμως η υλοποίηση του ανωτέρω έργου κάθε άλλο παρά βέβαιη πρέπει να θεωρείται αφού υπάρχει σοβαρός ανταγωνισμός από έναν υπό μελέτη εναλλακτικό αγωγό, γνωστό ως Nabucco, ο οποίος αφού διανύσει την Τουρκία θα διέλθει μέσα από την Βουλγαρία, στην Ρουμανία, την Ουγγαρία για να καταλήξει στην Αυστρία και πιο συγκεκριμένα στην Βιέννη. Ο αγωγός αυτός θα έχει μήκος 3.200 χλμ, διάμετρο 56 ίντσες και δυνατότητα μεταφοράς 25,5-31,0 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου κατ’έτος. Εκτιμάται δε ότι θα κοστίσει 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια με έναρξη κατασκευής το 2006 και ολοκλήρωση το 2009. Τους τελευταίους μήνες έχει δημιουργηθεί ένα πολύ ισχυρό ρεύμα πολιτικής και οικονομικής υποστήριξης, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η Αυστρία, για την κατασκευή του Nabucco με μεγάλη κινητοποίηση των κυβερνήσεων των χωρών απ’ όπου θα διέλθει. Εξ’ ίσου σημαντικό είναι το τραπεζικό ενδιαφέρον από όμιλο Ευρωπαϊκών-Αμερικανικών τραπεζών με δεδομένο το υψηλό κόστος της όλης επένδυσης. Όπως έγινε γνωστό στο πρόσφατο πρώτο οικονομικό φόρουμ της Βιέννης, όπου έγινε μία ολοκληρωμένη παρουσία του Nabucco, έχει ήδη εξασφαλιστεί μία αρχική χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση για την λεπτομερή μελέτη του έργου, το οποίο και έχει ενταχθεί στα Ευρωπαϊκά Ενεργειακά Δίκτυα. Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση που ευοδωθούν τα σχέδια των συμμετεχόντων χωρών στο έργο του Nabucco, δεν θα προχωρήσει η κατασκευή του Τουρκο-Ελληνο-Ιταλικού, βόρειου υπεραγωγού, ως απόλυτα ανταγωνιστικού. Έτσι το όραμα της Ελλάδας για ανάδειξή της σε ‘ενεργειακό κόμβο’ της περιοχής θα μείνει στο ράφι. Η Στρατηγική Σημασία της Τουρκίας Η όλη συζήτηση περί αγωγών, ενεργειακών κόμβων και άλλων σχετικών θα στερήτο σοβαρότητος εάν δεν λαμβάνετο σοβαρά υπ’ όψη το τι συμβαίνει σήμερα στην Τουρκία η οποία πράγματι αποτελεί ‘κόμβο’ και μάλιστα πρώτης γραμμής. Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από το χάρτη που παραθέτουμε, και ο οποίος προέρχεται από μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) για την Τουρκία, το υφιστάμενο και προγραμματισμένο δίκτυο αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι εκτενέστατο. Η Τουρκία μέσω αγωγών ήδη προμηθεύεται φυσικό αέριο από τη Ρωσία (μέσω Βουλγαρίας και μέσω υποθαλάσσιου αγωγού στη Μαύρη Θάλασσα, του γνωστού Blue Stream) καθώς και από το Αζερμπαϊτζάν ενώ ήδη είναι σε εξέλιξη και τέταρτη διασύνδεση με το Ιράν. Εντός του 2005 εξ άλλου αναμένεται να ολοκληρωθεί και ο περίφημος πετρελαιαγωγός Μπακού-Σεϊχάν ο οποίος θα μεταφέρει πετρέλαιο από την Κασπία προς τη Μεσόγειο. Ενας ακόμη γνωστός δίαυλος με μεγάλη στρατηγική σημασία είναι ο ιστορικός αγωγός Μουσούλης-Σεϊχάν ο οποίος μεταφέρει Ιρακινό πετρέλαιο στη Μεσόγειο. Υπό μελέτη και σε εξέλιξη είναι και πολλοί άλλοι αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου οι οποίοι θα διέρχονται της Τουρκίας μεταφέροντας καύσιμα από την Ανατολή προς τη Δύση. Λόγω της άμεσης γειτνίασης της Τουρκίας με τις παραγωγούς χώρες της Κασπίας και της Μ.Ανατολής, η Τουρκία ευρίσκεται σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση (απείρως μεγαλύτερη σε σύγκριση με την Ελλάδα) να αναδειχθεί ως η κατ’ εξοχήν ενεργειακή γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Σε αυτό το σκηνικό ο ρόλος της Ελλάδας είναι μεν αξιόλογος, ως ο απαραίτητος συνδετικός κρίκος με την Ευρώπη, αλλά εκ των πραγμάτων θα παραμείνει δευτερεύον. Ο Νέος Ρόλος της Ελλάδας Όμως σε σύγκριση με την Τουρκία η συμμετοχή της Ελλάδας στο νέο ενεργειακό τοπίο που διαμορφώνεται στην ευρύτερη περιοχή μπορεί ν’ αναθεωρηθεί στα πλαίσια μιας πιο δυναμικής και εξωστρεφούς Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Η πολιτική αυτή υφίσταται και ίσως πολύ σύντομα αναβαθμιστεί με νέες πρωτοβουλίες από τις Βρυξέλλες. Η Ελλάδα, προς το παρόν τουλάχιστον, είναι απούσα από αυτές τις εξελίξεις. Αυτό όμως μπορεί να αλλάξει με τις κατάλληλες πολιτικές αποφάσεις. Παράλληλα η χώρα μας μπορεί να επεκτείνει περαιτέρω την συνεργασία της με τη Ρωσία, μια μεγάλη ενεργειακή δύναμη, ανεξάρτητα από τις σχέσεις της εντός της Ε.Ενωσης. Με μία ταυτόχρονη στόχευση και κινητοποίηση εντός και εκτός Ευρώπης η Ελλάδα θα μπορούσε να βελτιώσει σταδιακά την γεωπολιτική της θέση και να εξασφαλίσει για τον εαυτό της έναν ‘καλό’ και επικερδή ρόλο, όχι τόσο ως ενεργειακό σταυροδρόμι (που δεν είναι) αλλά ως κέντρο λήψης, υλοποίησης και χρηματοδότησης αποφάσεων και έργων. Μία τέτοια εξέλιξη θα είχε οπωσδήποτε άμεσο και θετικό αντίκτυπο στην απασχόληση μέσω των πολύ αξιόλογων Ελληνικών κατασκευαστικών εταιριών, ορισμένες από τις οποίες έχουν πλέον αποκτήσει σημαντική εμπειρία στην κατασκευή μεγάλων ενεργειακών έργων.