Των James Boxell και Doug Cameron
Εξοπλισμένοι με την πλέον σύγχρονη τρισδιάστατη σεισμική τεχνολογία, οι ειδικοί του πετρελαϊκού κλάδου μελετούν προσεχτικά τους χάρτες της Βόρειας Θάλασσας, εν όψει ενός νέου κρίσιμου γύρου αδειοδοτήσεων που αναμένεται να καθορίσει το μέλλον ενός εκ τα μεγαλυτέρων ενεργειακών κοιτασμάτων του κόσμου. Τον ερχόμενο Ιανουάριο, η βρετανική κυβέρνηση σχεδιάζει να δημοπρατήσει άδειες για εκατό περίπου «χέρσες» παραχωρήσεις, ανεκμετάλλευτη γη στο βρετανικό τμήμα της Βόρειας Θάλασσας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, το τμήμα αυτό περιέχει γύρω στα 9 δις βαρέλια ανακτήσιμων κοιτασμάτων, κάτι που ενδεχομένως να υποδεικνύει πως η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Βόρειας Θάλασσας βρίσκεται ακόμη στη μέση. «Η άποψη πως η Βόρεια Θάλασσα αποχωρίζεται σιγά-σιγά τον τίτλο της πετρελαιοπαραγωγού περιοχής είναι λάθος» υποστηρίζει ο Τομ Μποτς, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού τμήματος εκμετάλλευσης και παραγωγής της Royal Dutch / Shell, προσθέτοντας πως «η ποσότητα που μπορεί να παραχθεί στο μέλλον είναι τουλάχιστον ίση με αυτήν που έχει ήδη παραχθεί». Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή στα εναπομείναντα κοιτάσματα είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο και δαπανηρό εγχείρημα. Η πιο πρόσφατη σημαντική ανακάλυψη – περισσοτέρων από 500 εκατ. βαρελιών – ήταν το κοίτασμα Buzzard, το 2001. Οι ειδικοί του πετρελαϊκού κλάδου υποστηρίζουν ότι το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πετρελαίου βρίσκεται σε θύλακες των 10-30 εκατ. βαρελιών. Στην εκμετάλλευση του πετρελαίου, υπάρχει ο κανόνας πως όταν τα κοιτάσματα ωριμάζουν οι μεγάλοι πετρελαϊκοί όμιλοι αποσύρονται και αντικαθίστανται από μικρότερες, ανεξάρτητες εταιρείες. Στην Βόρεια Θάλασσα, η προγραμματισμένη δημοπρασία των χέρσων παραχωρήσεων αντιπροσωπεύει μία προσπάθεια της βρετανικής κυβέρνησης να ενθαρρύνει αυτή τη διαδικασία αναζωογόνησης της βιομηχανίας. Τα τμήματα της περιοχής έχουν επιταχθεί από τους κατόχους τους, υπό τον κανόνα use-it-or-lose-it. Η αύξηση, ωστόσο, των τιμών του πετρελαίου οδηγεί τις μεγάλες εταιρείες να επανεξετάσουν τον χρόνο αποχώρησής τους από την Βόρεια Θάλασσα, την στιγμή που αυτή προσφέρει ένα περισσότερο ελκυστικό φορολογικό καθεστώς από τις υπόλοιπες περιοχές. Όπως αναφέρει ο κ. Μποτς, «δίνεται περισσότερη έμφαση στο πού μπορούμε να δούμε κέρδος από τις υψηλές τιμές, και η Βόρεια Θάλασσα είναι ένα από αυτά τα μέρη». Επιπλέον, οι υψηλές τιμές του πετρελαίου έχουν πιέσει προς τα πάνω την αξία των περιουσιακών στοιχείων. Ο Ντέρεκ Μπάτερ, της εταιρείας συμβούλων Wood Mackenzie, τονίζει πως «Οι μεγάλες εταιρείες δεν βιάζονται τόσο να αποχωρήσουν από την περιοχή, όσο παλιότερα». Ο Τζον Κραμ, αντιπρόεδρος της αμερικανικής εταιρείας Apache – η οποία πέρυσι είχε εξαγοράσει από την BP το κοίτασμα Forties – προσθέτει «Πολλά από αυτά τα περιουσιακά στοιχειά χρειάζεται να πάνε στα χέρια μικρότερων παικτών. Αυτό το ξέρουνε και οι μεγάλες εταιρείες και εμείς. Γιατί όμως να τα πουλήσουν σε χαμηλότερες τιμές;» Η ειρωνεία που υπάρχει στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου είναι, ότι ενδεχομένως να υπονομεύσει την προσπάθεια της κυβέρνησης να ενθαρρύνει τις νέες επενδύσεις. Κάποια στελέχη μικρότερων πετρελαϊκών εταιρειών θεωρούν πως οι μεγάλοι όμιλοι πιθανόν να βλάψουν τα οικονομικά της Βόρειας Θάλασσας, διατηρώντας στην κατοχή τους περιουσιακά στοιχεία, για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από ό,τι συνήθιζαν. Ο συνδυασμός ενός εχθρικού φυσικού περιβάλλοντος, την ιδιόρρυθμης γεωλογίας και των εργασιακών πρακτικών σημαίνει πως το κόστος στην συγκεκριμένη περιοχή διατηρείται σε επίμονα υψηλά επίπεδα, αναφέρει ένας ειδικός. Η κατάσταση, όμως, αυτή μετριάζεται από την ύπαρξη μιας καλής υποδομής, όπως εγκαταστάσεις επεξεργασίας και μεταφοράς πετρελαίου. Οι ανησυχίες επικεντρώνονται στην εξής πιθανότητα: οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες να αντλήσουν όσο περισσότερο πετρέλαιο μπορούν από τα υπάρχοντα κοιτάσματα, χωρίς όμως να επενδύσουν αρκετά στους πετρελαιαγωγούς και στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας, προκειμένου να μπορούν να εξαχθούν τα εναπομείναντα αποθέματα με λιγότερο κόστος. Οι ερευνητικές δραστηριότητες μειώθηκαν σημαντικά, μετά την απρόσμενη αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Θάλασσα κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, τον Απρίλιο του 2002. Η βρετανική κυβέρνηση απάντησε με την εισαγωγή νέων φορολογικών ελαφρύνσεων στη διάθεση κεφαλαίου και απλοποίησε τις αδειοδοτικές διαδικασίες, προκειμένου να μπορούν πιο εύκολα οι εταιρείες να ξεκινήσουν την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Ενώ οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες επιμένουν να διατηρούν τη θέση τους στην Βόρεια Θάλασσα – η Shell, μάλιστα, ανακοίνωσε πρόσφατα την περαιτέρω επένδυσή της στο κοίτασμα Goldeneye – οι αναλυτές πιστεύουν ότι η κυβέρνηση θα εντατικοποιήσει τις προσπάθειές της να ενθαρρύνει τους νέους επενδυτές. Ο τομέας της ενέργειας θα συνεχίσει να κατέχει σημαντική θέση στην πολιτική ατζέντα, καθώς η Βρετανία αναμένεται να γίνει καθαρός εισαγωγέας φυσικού αερίου, το επόμενο έτος, και πετρελαίου, μέσα στο 2007. «Πιστεύουμε ακράδαντα πως τα επόμενα 2-3 χρόνια θα είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την Βόρεια Θάλασσα και θα επηρεάσουν την επιτυχία και την μακροζωία της περιοχής για τα ερχόμενα 5-10 χρόνια» υποστηρίζει ο Ρόρι Στιούαρτ της επενδυτικής τράπεζας Simmons & Co, που ειδικεύεται στον ενεργειακό τομέα. (Από τους Financial Times, 19/11/04)