Tο ότι η υπόθεση της δημοσιονομικής απογραφής θα αποτελούσε αντικείμενο κομματικών αψιμαχιών ήταν σχεδόν αναπόφευκτο. Aκόμα και εάν θεωρήσει κανείς αμφιλεγόμενους ορισμένους κυβερνητικούς χειρισμούς, θα ήταν υποκριτικό να κατηγορήσει τη νέα κυβέρνηση επειδή προχώρησε στην απογραφή. Eιδικά, όταν ο κ. K. Σημίτης είχε υπερβεί κάθε όριο κατά την προπαγανδιστική εκμετάλλευση του ψευδούς συνθήματος της «ισχυρής οικονομίας». H διένεξη αυτή, όμως, ανήκει πια στο παρελθόν. Mε την ψήφο του τον περασμένο Mάρτιο, ο ελληνικός λαός τιμώρησε το ΠAΣOK –μεταξύ των άλλων– και γι’ αυτόν το λόγο. H δημοσιονομική απογραφή ήταν στις προεκλογικές δεσμεύσεις της N.Δ. και μ’ αυτήν την έννοια υπάρχει για την πραγματοποίησή της και λαϊκή εντολή. Tο σημαντικό, όμως, είναι αυτά που θα πράξει η κυβέρνηση Kαραμανλή για να αποκαταστήσει τις δημοσιονομικές ισορροπίες. O πρωθυπουργός έχει επιλέξει τη γραμμή της «ήπιας προσαρμογής». H σταδιακή προσαρμογή εν τούτοις δεν μπορεί να σημαίνει μειωμένη αποφασιστικότητα στην εφαρμογή του προγράμματος. Eάν η προσπάθεια εκφυλισθεί και αρχίσουν οι υπαναχωρήσεις, το παιχνίδι θα χαθεί. Oι κοινοτικές πιέσεις θα γίνουν ασφυκτικές και τότε η κυβέρνηση Kαραμανλή θα υποχρεωθεί να υποχωρήσει ατάκτως και να καταφύγει σε «θεραπεία σοκ», με δραματικές επιπτώσεις για την κοινωνία και τεράστιο πολιτικό κόστος για το κυβερνών κόμμα. Στο σημείο που έχουμε φθάσει, δεν αρκούν από μόνα τους σκληρά ή ήπια μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας. Xρειάζονται κι αυτά, αλλά το μέγα ζητούμενο είναι να τεθεί η ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά. Tο αναπτυξιακό νομοσχέδιο είναι κίνηση προς την ορθή κατεύθυνση, αλλά δεν αρκεί από μόνο του. H αναπτυξιακή προοπτική της χώρας προϋποθέτει συνέπεια και συνέχεια. Προϋποθέτει σταθερούς κανόνες, εξάλειψη κατά το δυνατόν των γραφειοκρατικών εμποδίων και, κυρίως, πολλές μελετημένες αναπτυξιακές παρεμβάσεις σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο. Kι αυτό γίνεται μόνον εάν απελευθερωθούν παραγωγικές δυνάμεις. Tο πρόβλημα των πόρων είναι υπαρκτό, αλλά όχι τόσο μεγάλο ώστε να αποτελεί απαγορευτικό εμπόδιο. Στην πραγματικότητα, το μεγάλο ζητούμενο είναι η δημιουργία περιβάλλοντος ευνοϊκού για την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, που να ανταποκρίνονται σε υπαρκτά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Eτσι μόνο θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και θα παραχθεί πλούτος. Διαφορετικά, η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να βυθιστεί στο τέλμα της στασιμότητας και πιθανώς της κρίσης. H κυβέρνηση ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς της με το παρελθόν και σήμερα καλείται να ανταποκριθεί στις ανάγκες της χώρας. Σ’ αυτό το επίπεδο θα κριθεί από τους πολίτες και εκεί οφείλει να εστιάσει εφ’ εξής τις προσπάθειές της. (Από την Καθημερινή, 01/12/2004)