Από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, τον Οκτώβριο του 2009 και μέχρι σήμερα, ήτοι σε διάστημα 1.000 περίπου ημερών, μία αληθής φορολογική λαίλαψ ενέσκηψε επί των κεφαλών των ατυχών υπηκόων του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει συνοπτικά η εφημερίδα «Ημερησία» (04.08.2012), από τον Δεκέμβριο του 2009 μέχρι και τον Μάρτιο του 2011 ψηφίσθηκαν 6 αμιγώς φορολογικοί νόμοι με 177 άρθρα, για τα οποία εκδόθηκαν 85 σχετικές υπουργικές αποφάσεις και 103 εγκύκλιοι

Από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, τον Οκτώβριο του 2009 και μέχρι σήμερα, ήτοι σε διάστημα 1.000 περίπου ημερών, μία αληθής φορολογική λαίλαψ ενέσκηψε επί των κεφαλών των ατυχών υπηκόων του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει συνοπτικά η εφημερίδα «Ημερησία» (04.08.2012), από τον Δεκέμβριο του 2009 μέχρι και τον Μάρτιο του 2011 ψηφίσθηκαν 6 αμιγώς φορολογικοί νόμοι με 177 άρθρα, για τα οποία εκδόθηκαν 85 σχετικές υπουργικές αποφάσεις και 103 εγκύκλιοι, ενώ από τον Μάρτιο του 2010 μέχρι και τον Απρίλιο του 2012 ψηφίσθηκαν άλλοι 17 νόμοι, στους οποίους συμπεριλήφθηκαν 71 νέες φορολογικές διατάξεις, για τις οποίες εκδόθηκαν 26 υπουργικές αποφάσεις και 35 διευκρινιστικές εγκύκλιοι(!).

 

Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι ότι ο Ν.3842/2010 (εμπνεύσεως Γ. Παπακωνσταντίνου), ο οποίος ψηφίσθηκε τον Απρίλιο του 2010 – δηλαδή, πριν από την ψήφιση του πρώτου μνημονίου – και με τον οποίο θεσπίσθηκαν δυσβάστακτες φορολογικές επιβαρύνσεις, δεν έχει εφαρμοσθεί στο σύνολό του γιατί μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί το σύνολο των υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του. Συγκεκριμένα, ο νόμος προβλέπει την έκδοση 67 αποφάσεων ενώ μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 45 (!).

 

Αρκετές διατάξεις δεν εφαρμόσθηκαν λόγω της τροποποίησης ή της αντικατάστασής τους με νεότερες, όπως συνέβη με το περιβόητο σύστημα συλλογής αποδείξεων (χωρίς να γνωρίζουμε τι θα ισχύσει σχετικώς για τις δαπάνες που πραγματοποιούμε το τρέχον έτος 2012) και με την φορολόγηση των μερισμάτων.

 

Στο ίδιο διάστημα, όπως όλοι έχουμε επωδύνως αντιληφθεί, άλλαξε τρεις φορές επί το δυσμενέστερον η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, μειώθηκε το αφορολόγητο όριο από 12.000 σε 5.000 ευρώ, αυξήθηκαν τα τεκμήρια διαβίωσης μέχρι 200% (!), καταργήθηκαν ή περιορίσθηκαν φοροαπαλλαγές, αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ από 19% σε 23%, αυξήθηκαν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε καύσιμα, ποτά, τσιγάρα, αυξήθηκαν τα τέλη κυκλοφορίας και επιβλήθηκε μία σειρά από «έκτακτες» εισφορές, οι οποίες έχουν πλέον καταστεί «τακτικές». Έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ, έκτακτη εισφορά για όσους έχουν ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας άνω των 400.000 ευρώ, ειδικό τέλος ακινήτων, εισπραττόμενο μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, έκτακτη εισφορά σε όσους έχουν αυτοκίνητο Ι.Χ. από 2.000 Κ.Ε. και άνω, σκάφος αναψυχής ή πισίνα, έκτακτη εισφορά στις επιχειρήσεις, επιβολή τέλους επιτηδεύματος.

 

Η φορολογική λαίλαψ δεν είχε τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν οι εμπνευστές της. Τα δημόσια έσοδα δεν αυξήθηκαν αναλογικά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μειώθηκαν. Τούτο αποδίδεται στην αυξημένη φοροδιαφυγή, στην ανικανότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και στην οικονομική ύφεση, την οποία οι πολιτικοί μας εξορκίζουν. Και οι τρεις αυτοί λόγοι ισχύουν. Ήταν, όμως, αναμενόμενο ότι έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα για όποιον έχει στοιχειώδη γνώση της λειτουργίας της οικονομίας και δεν παραπλανάται από την ιδεολογία του κρατισμού. Πράγματι, η υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση δημιουργεί αυξημένα κίνητρα για φοροδιαφυγή (ή, απλώς, πραγματική αδυναμία καταβολής των νέων φόρων). Ο φορολογικός λαβύρινθος, που επεκτείνεται διαρκώς δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες βεβαίωσης και είσπραξης των φόρων στον ούτως ή άλλως αναποτελεσματικά λειτουργούντα (όπως κάθε δημόσια υπηρεσία) φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι στιγμής δεν έχει αποσταλεί στους υπόχρεους και, βεβαίως, δεν έχει εισπραχθεί ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας των ετών 2010 και 2011. Ταυτόχρονα, η περιπλοκότης και η ασάφεια δημιουργούν πρόσθετες δυνατότητες άνομων συναλλαγών μεταξύ φορολογουμένων και φορολογικών οργάνων.

 

Τέλος, η οικονομική ύφεση, η οποία ασφαλώς μειώνει τα δημόσια έσοδα, δεν οφείλεται σε κάποια αιφνίδια φυσική καταστροφή, αλλά είναι εν πολλοίς προβλέψιμο αποτέλεσμα των συνεχών φοροεπιδρομών. Πράγματι, υπάρχουν δύο ακραίοι φορολογικοί συντελεστές, οι οποίοι, εάν θεσπίζονταν, θα δημιουργούσαν μηδενικά φορολογικά έσοδα: το 0% και το 100%. Ενδιάμεσα υπάρχουν συντελεστές σε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο, που μπορεί να συμβάλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και στη μεγιστοποίηση των φορολογικών εσόδων.

 

Πληροφορούμαστε ότι προετοιμάζεται για πολλοστή φορά νέα φορολογική μεταρρύθμιση. Αφού αναλογισθούμε ότι «η συνεχής μεταβολή των νόμων ισοδυναμεί με μη εφαρμογή των νόμων», θα μπορούσαμε να δεχθούμε μίαν ακόμη ριζική μεταβολή, αρκεί να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Και τη σωστή κατεύθυνση υποδεικνύουν τρεις απλές φορολογικές αρχές:

 

- Πρώτον, η νομοθεσία να μην περιέχει αντικίνητρα για επιπλέον εργασία, αποταμίευση, επενδύσεις και, γενικά, να έχει ουδετερότητα έναντι κάθε μορφής νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας.

 

- Δεύτερον, να χαρακτηρίζεται από απλότητα και σαφήνεια. Να μην είναι υποχρεωτική η προσφυγή στις υπηρεσίες φοροτεχνικών και να είναι χαμηλό το κόστος βεβαίωσης και είσπραξης των φόρων.

 

- Τρίτον, πρέπει το σύστημα να είναι δίκαιο, σύμφωνα με την απλή λογική και όχι βάσει μεταφυσικών αρχών δικαιοσύνης. Κάποιος π.χ. που έχει (μετά την αφαίρεση ενός ικανοποιητικού αφορολόγητου ορίου και καταργουμένων των πάσης φύσεως φοροαπαλλαγών, επιδοτήσεων κλπ.) δεκαπλάσιο εισόδημα από έναν άλλο, να πληρώνει και δεκαπλάσιο (όχι εικοσαπλάσιο) εισόδημα έναντι του άλλου.

 

Έτσι μπορεί να επέλθει οικονομική ανάπτυξη, να εισπράξει το κράτος περισσότερα έσοδα και να αποκτήσει τα μέσα για να εκδηλώσει αλληλεγγύη προς τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας.

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ", 31/08/2012)