Του Θ. Σκυλακάκη
Το 2005 είναι για την ελληνική οικονομία χρόνος κρίσιμος, στον οποίο είναι εφικτό να προωθηθούν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, που θα συμπληρώσουν το πρώτο μέρος των μέτρων της νέας κυβέρνησης (φορολογικό, αναπτυξιακό κ.ά.) και θα δώσουν μια αποφασιστική ώθηση στην ανάπτυξη της χώρας. Άλλωστε είναι δεδομένο ότι η ταχύτερη ανάπτυξη είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστούν και τα οξύτατα δημοσιονομικά προβλήματα τα οποία κληρονόμησε η κυβέρνηση από τους «εκσυγχρονιστές» προκατόχους της. Αυτή εξ άλλου είναι και η έννοια της ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής, με μέτρα που δημοσιονομικά κερδίζουν κρίσιμο χρόνο, μέχρι να αρχίσει να αποδίδει η αναπόφευκτα μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προσπάθεια. Η εμπειρία όλων των χωρών που έχουν με επιτυχία ακολουθήσει παρόμοιες διαδρομές (παράδειγμα χαρακτηριστικό η Ιρλανδία, η οποία έχει πλέον υπερδιπλάσιο κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με την Ελλάδα), δείχνει ότι οι αλλαγές αφορούν το σύνολο, όχι απλώς της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά της ευρύτερης κοινωνικής αντίληψης και νοοτροπίας. Στη διεθνή οικονομική βιβλιογραφία τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί ως θέμα μεγάλης σημασίας η λεγόμενη «συμπεριφορά αναζήτησης ενοικίου» (rent seeking). Η επιδίωξη δηλαδή ατόμων ή ομάδων να αποσπούν μεγάλο κομμάτι του εισοδήματος τους όχι δημιουργώντας και παράγοντας μέσα από τους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης, αλλά εξασφαλίζοντας με πολιτικά μέσα (χρησιμοποιώντας δηλαδή την πολιτική τους ισχύ και διαπραγματευτική ικανότητα), επιδοτήσεις και κανονιστικές ρυθμίσεις που ισοδυναμούν με επιδοτήσεις. Πλούτο που απολαμβάνουν συνεπώς όχι παράγοντας αλλά εξ αιτίας της θέσης την οποία κατέχουν. Η «αναζήτηση ενοικίου θέσης» είναι διαδικασία φαινομενικά επωφελής για το κάθε επιμέρους άτομο ή ομάδα, αλλά καταστροφική για την κοινωνία ως σύνολο, όταν επικρατεί και επισκιάζει την πραγματική παραγωγή. Είναι καταστροφική όταν για παράδειγμα νέοι αντί να αναζητούν τρόπους για να δημιουργήσουν, ψάχνουν για μια θέση (υπεράριθμου κατά κανόνα), στο δημόσιο. -Όταν μεγάλες επιχειρήσεις αναζητούν για να γιγαντωθούν, όχι διεθνείς αγορές και καινοτομίες, αλλά κρατικά συμβόλαια με τεράστια περιθώρια κέρδους (και αντίστοιχη βλάβη για το κοινωνικό σύνολο). -Όταν πολύτιμοι επιστήμονες αντί να σχεδιάζουν και να κατασκευάζουν συγκεντρώνονται σε ομάδες (όπως συνέβαινε π.χ. με τον αλήστου μνήμης μαθηματικό τύπο), για να κερδίσουν μερικά χρήματα με τη χρήση του πτυχίου τους, από τους «ομαδάρχες» που διεκδικούσαν τα δημόσια έργα. -Όταν αγρότες αντί να αναζητούν νέες καλλιέργειες που να αποδίδουν στην αγορά, ψάχνουν νέους τρόπους να πιέσουν ή να ξεγελάσουν τις αρχές που δίδουν επιδοτήσεις. -Όταν πανίσχυρα συνδικάτα στις τηλεπικοινωνίες, στην ενέργεια, στις μεταφορές, επηρεάζουν καθοριστικά τη λειτουργία ολόκληρων κρίσιμων τομέων της οικονομίας, με κριτήριο τη διατήρηση μονοπωλιακής ισχύος και ανάλογων προνομίων για τα μέλη τους και εις βάρος της πραγματοποίησης νέων επενδύσεων, της εισαγωγής της καινοτομίας και της αύξησης της ποιότητας των υπηρεσιών προς τον καταναλωτή μέσω του ανταγωνισμού. Στην Ελλάδα ειδικά η «αναζήτηση ενοικίου» είναι τόσο εκτεταμένη, τόσο αποδοτική ατομικά και τόσο κοινωνικά αποδεκτή, ώστε αφιερώνουν σ ‘αυτή μέγα μέρος της δραστηριότητος τους εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, που αν ασχολούνταν με την πραγματική παραγωγή πλούτου θα απογείωναν την οικονομία και θα μας έφερναν σε ελάχιστο χρόνο στις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη και στο κόσμο. Η αλλαγή νοοτροπίας ξεκινά ασφαλώς από το ίδιο το κράτος και την επανίδρυση των δικών του κανόνων και της δικής του νοοτροπίας, ώστε να ενθαρρύνεται η παραγωγή πλούτου και η δημιουργία, αντί της αναπαραγωγής και του πολλαπλασιασμού των παρασίτων της πολιτικής διαδικασίας. Για να πετύχει όμως η κυβέρνηση στην αλλαγή του κράτους χρειάζεται να κερδίσει ταυτόχρονα και τη μάχη των αξιών και των ιδεών που είναι αναγκαίες για να αλλάξει η νοοτροπία των ίδιων των πολιτών. Κάθε αλλαγή νοοτροπίας είναι από τη φύση της μια δύσκολη και κατά κανόνα μακροχρόνια διαδικασία. Αποτελεί όμως τελικά το θεμέλιο για την εφαρμογή μεγάλων μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Στην προκειμένη περίπτωση την σχετική ανάγκη υπαγορεύει και η κοινή λογική. Είναι δυνατόν να αναπτυσσόμαστε παράγοντας διαρκώς περισσότερο πλούτο, όταν τόσο πολύτιμο χρόνο και κόπο τον σπαταλούμε ψάχνοντας τρόπους είτε για να αποσπάσουμε πλούτο από κάποιον άλλο, είτε για να προστατεύσουμε όσα έχουμε από εκείνους που προσπαθούν να μας τα αφαιρέσουν. (Από την Εστία, 04/01/05)