Η Κυριαρχία του Πετρελαίου δεν Έχει Τελειώσει- Προσωρινή η όποια Κάμψη στις Διεθνείς Τιμές Πετρελαίου (14/01/2005)

Η Κυριαρχία του Πετρελαίου δεν Έχει Τελειώσει- Προσωρινή η όποια Κάμψη στις Διεθνείς Τιμές Πετρελαίου  (14/01/2005)
Παρ, 14 Ιανουαρίου 2005 - 17:41
Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η πορεία των διεθνών τιμών πετρελαίου τις τελευταίες εβδομάδες του 2004 εμφανίζετο φθίνουσα ενώ το πρώτο 15θήμερο του νέου έτους αυτές ανέκαμψαν σημειώνοντας μικρή σχετικά άνοδο. Έτσι τις τελευταίες ημέρες η ποικιλία Brent εκινείτο μεταξύ 42-45 δολ. βαρέλι και το WTI στο NYMEX της Ν. Υόρκης λίγο υψηλότερα στα 48 και κάτι δολάρια το βαρέλι. Για λόγους σύγκρισης να υπενθυμίσουμε ότι στα μέσα Οκτωβρίου του περασμένου έτους το WTI είχε φθάσει τα 55 δολ. το βαρέλι, και το Brent για αρκετές ημέρες εκινείτο σταθερά πάνω από τα 50 δολ. το βαρέλι, ιστορικά ρεκόρ και τα δύο από τότε που εισήχθησαν τα παράγωγα πετρελαίου (oil futures) στις 30 Μαρτίου 1983 στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων της Ν. Υόρκης, το γνωστό NYMEX. Οι εκτιμήσεις των διεθνών αναλυτών και των τραπεζών για το 2005 κάνουν λόγο για τιμές αργού που θα κυμανθούν στα 35 με 40 δολ. το βαρέλι ενώ μία τελευταία εκτίμηση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) που εδρεύει στο Παρίσι, είναι ότι αυτό θα φθάσει τα 25 δολ/βαρέλι μέσα στους επόμενους μήνες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν σοβαρές γεωπολιτικές αναταράξεις, ή μεγάλες φυσικές καταστροφές, συμπληρώνουμε εμείς. Οι εκτιμήσεις αυτές δημιουργούν μεν ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας για αποκλιμάκωση των σημερινών υψηλών τιμών, και αποφυγή ακόμη υψηλότερων επιπέδων, και των θετικών επιπτώσεων που μπορεί αυτό να έχει για την διεθνή οικονομία. Δεν προεξοφλούν όμως τις μακροπρόθεσμες τάσεις όπως αυτές διαφαίνονται ξεκάθαρα πλέον μέσα από την ανάλυση στοιχείων προερχόμενα από τις διεθνείς (πολυεθνικές) εταιρείες και των στοιχείων παραγωγής και αποδεδειγμένων κοιτασμάτων των χωρών μελών του ΟΠΕΚ, των άλλων μεγάλων παραγωγών χωρών (βλέπε Ρωσία, Μεξικό κ.α) και των διεθνών εταιρειών, καθώς και των αποθεμάτων των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι προβλέψεις του ΙΕΑ για επικείμενες χαμηλές τιμές βασίζονται σε στοιχεία της διεθνούς παραγωγής και κατανάλωσης αργού με εκτιμήσεις για την αύξηση της παραγωγής κατά το τρέχον έτος να περιορίζεται στο 1.4 εκατ. βαρέλια ανά ημέρα σε σύγκριση με το 2.6 εκατ. βαρ/ημέρα για το 2004 (μεγαλύτερη αύξηση που έχει σημειωθεί από το 1976) και με την συνολική ζήτηση να διαμορφώνεται στα 83.7 εκ. βαρ/ημέρα σε σύγκριση με μέση παραγωγή για το 2005 που υπολογίζεται στα 84.0 εκατ. βαρ/ημέρα. Η εκτιμώμενη μειωμένη αύξηση ζήτησης για αργό το 2005 προεξοφλείται λόγω υποτιθέμενης χαμηλότερης ζήτησης από την Κίνα, ως αποτέλεσμα μέτρων που έλαβε πρόσφατα η κυβέρνηση με την αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων. (Μία εκτίμηση με την οποία διαφωνούν οι περισσότεροι ανεξάρτητοι αναλυτές αφού η μετάβαση σε καθεστώς καταναλωτικής κοινωνίας στο κράτος των 1.3 δισεκ. κατοίκων τώρα μόλις ξεκινάει). Επίσης, λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, η οποία εν μέρει έχει επηρεασθεί αρνητικά από τις υψηλές τιμές πετρελαίου (δηλ. άνω των 35 δολ/βαρέλι) που επεκράτησαν τους 8 τελευταίους μήνες του 2004. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα μίας κοινής μελέτης των ΟΟΣΑ και του ΙΕΑ που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, η επίδραση από μία σταθερή αύξηση στις διεθνείς τιμές πετρελαίου κατά 10 δολ/βαρέλι για χρονικό διάστημα ενός έτους έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης κατά 255 δισεκ. δολάρια ή 0.5% του παγκόσμιου ΑΕΠ για τον επόμενο χρόνο. Με δεδομένο ότι τους 9 από τους 12 μήνες του 2004 οι τιμές κυμάνθηκαν πάνω από 35 δολ/βαρέλι, σε σύγκριση με τα 25 δολ/βαρέλι μέσο όρο που ήταν το 2003, τότε το παγκόσμιο ΑΕΠ για το 2005 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 4.0%, σε σύγκριση με τον ρυθμό του 4.5% με την οποία αναπτύχθηκε η διεθνής οικονομία το 2004 βάσει προσωρινών στοιχείων (Βλέπε άρθρο του Christopher Brown-Humes στους F.T. στις 04/01/2005). Την διαμόρφωση των διεθνών τιμών πετρελαίου γύρω στα 32 με 34 δολ. το βαρέλι επιθυμεί και ο ΟΠΕΚ, ιδιαίτερα η Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού πετρελαίου της χώρας κου Αλί Ναΐμι. Οι λόγοι είναι προφανείς αφού η επικράτηση υψηλών τιμών για ένα ακόμη έτος θα θέσει σε κίνδυνο την διεθνή οικονομική ανάπτυξη οδηγώντας τις οικονομίες των πετρελαιοεισαγωγικών χωρών σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, όπως ακριβώς συνέβη την περίοδο 1975-1985. Αυτό θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την μείωση της κατανάλωσης και εισαγωγών πετρελαίου και ακολούθως την πτώση των διεθνών τιμών, πλήττοντας έτσι κυρίως τις οικονομίες των χωρών του Κόλπου. Για αυτό οι πετρελαιοπαραγωγοί, και κυρίως η Σαουδική Αραβία, επιθυμούν τιμές άνω των 30 δολ/βαρέλι, ώστε να μπορούν να χρηματοδοτούν τα κοινωνικά τους προγράμματα και να εξυπηρετούν με άνεση το δημόσιο χρέος τους, όχι όμως πολύ ακριβές έτσι που να θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη των πελατών τους. Ακόμα και εάν πιστεύσουμε τις εκτιμήσεις του ΙΕΑ και ορισμένων άλλων οργανισμών που προβλέπουν σημαντική πτώση των τιμών για το 2005, το ερώτημα που τίθεται πλέον μετ’ επιτάσεως είναι εάν και για πόσο χρονικό διάστημα αυτές θα μείνουν χαμηλά και ποια θα είναι η μακροπρόθεσμη συμπεριφορά τους. Η πορεία των τιμών σε βάθος χρόνου εκτιμάται ότι έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο από πλευράς οικονομικού σχεδιασμού σε επίπεδο κυβερνήσεων και εταιρειών όσο και από πλευράς της ασφάλειας προμηθειών. Επίσης δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι διεθνείς τιμές πετρελαίου επηρεάζονται σε μεγάλο ποσοστό από κερδοσκοπικά παιχνίδια –προς μεγάλη απογοήτευση των παραγωγών χωρών, κυρίως του ΟΠΕΚ οι οποίες μέχρι πρότινος επηρέαζαν σαφώς τις διεθνείς τιμές απλά και μόνο μέσω των αυξομειώσεων της παραγωγής τους. Οι διεθνείς τιμές πετρελαίου είναι επίσης άμεσα συνδεδεμένες με την πορεία του δολαρίου και των επιτοκίων των ομολόγων. Η αποδυνάμωση του δολαρίου έναντι του ευρώ, κάτι που έγινε αισθητό ιδιαίτερα το Β’ εξάμηνο του 2004, συνέτεινε στην απόφαση του ΟΠΕΚ περί συγκράτησης ακόμα και μείωσης της παραγωγής του. Το φθηνό δολάριο και το ακριβό ευρώ δεν βοηθούν την οικονομική ανασυγκρότηση των οικονομιών των χωρών μελών του ΟΠΕΚ. Έτσι δεν είναι καθόλου τυχαία η απόφαση που έλαβε ο ΟΠΕΚ τον περασμένο Δεκέμβριο για ουσιαστική μείωση κατά 500 χιλ. εκ. βαρ/ημέρα από τα 27.57 εκ. βαρέλια που είναι τώρα η συνολική παραγωγή του, (με εξαίρεση το 1.8 εκ. βαρ/ημέρα που παράγει το Ιράκ). Έτσι η παραγωγή του ΟΠΕΚ θα συμμορφωθεί με τον στόχο του καρτέλ για 27.0 εκ. βαρέλια, που είναι το συμφωνηθέν πλαφόν, κάτι που ήδη έχει αρχίσει να υλοποιείται με άμεσο αντίκτυπο την αύξηση των διεθνών τιμών την δεύτερη εβδομάδα του νέου έτους. Εικάζεται ότι στην σύνοδο του ΟΠΕΚ στις 30 Ιανουαρίου θα υπάρξει πρόταση για περαιτέρω μείωση της παραγωγής. Πριν από 14 μήνες περίπου σε άρθρο μας στην «Κ» (Βλέπε «Κ», 26 Οκτωβρίου 2003) είχαμε υποστηρίξει ότι οι τιμές του πετρελαίου θα ακολουθούσαν ανοδική πορεία τους επόμενους μήνες, δηλ. το 2004 και τότε είχαμε εκθέσει τους λόγους και τα αίτια που θα οδηγούσαν προς τα άνω τις διεθνείς τιμές. Πέρα του ότι οι προβλέψεις μας βγήκαν πέρα για πέρα αληθινές οι λόγοι αυτοί δεν έχουν στην ουσία εκλείψει. Απεναντίας η ζήτηση από Κίνα και Ινδία απεδείχθη κάτι περισσότερο από κρίσιμος παράγων. Υπήρξε απόλυτα αποφασιστικός. Επίσης ουσιαστική επιρροή είχε το γεγονός της έλλειψης ικανής επιπλέον εφεδρικής ποσότητας πετρελαίου (spare capacity) στην διεθνή παραγωγή, γεγονός που οδήγησε σε δυσλειτουργία του κυκλώματος μεταφοράς-διύλισης (bottle necks) ιδίως στις ΗΠΑ. Αυτή η επιπλέον «περισσευούμενη» ποσότητα περιορίστηκε περίπου στο 0.4 εκ. βαρέλια/ημέρα το τελευταίο τρίμηνο του 2004 (από 3.0-4.0 εκ. βαρέλια/ημέρα που ήτο παλαιότερα), δηλ. αντιστοιχεί μόλις στο 0.04% της παγκόσμιας ζήτησης που θεωρείται εξαιρετικά μικρό και επικίνδυνο από πλευράς επάρκειας αποθεμάτων σε σύγκριση με τις τεράστιες ποσότητες αργού που διακινούνται καθημερινά στην υδρόγειο. Η παγκόσμια ζήτηση το 4ο τρίμηνο του 2004 έφθασε τα 84.0 εκ. βαρέλια/ημέρα ενώ η παγκόσμια παραγωγή διαμορφώθηκε στα 84.4 εκ. βαρέλια. Η ανάγκη για τον μετασχηματισμό της ενεργειακής οικονομίας από μία αγορά στην οποία κυριαρχεί το πετρέλαιο σε μία άλλη όπου οι υδρογονάνθρακες θα συμμετέχουν ισοδύναμα ή και λιγότερο στο ενεργειακό ισοζύγιο ωθούν αναπόφευκτα τις τιμές προς τα άνω σε μακροπρόθεσμη βάση. Αυτό θα γίνεται ιδιαίτερα αισθητό καθώς θα πλησιάζουμε προς το έτος 2020 ή και νωρίτερα οπότε εκτιμάται ότι θα κορυφωθεί η παγκόσμια παραγωγή αργού (peak production). Όπως γράφαμε στο άρθρο μας της 26/10/03 «Το γεγονός είναι ότι οι περισσότερες από αυτές (αναφερόμαστε εδώ στις πολυεθνικές εταιρείες πετρελαίου) εδώ και αρκετό καιρό έχουν αρχίσει να ετοιμάζονται για την περίοδο όπου το πετρέλαιο, και γενικά οι υδρογονάνθρακες, θα συμμετέχουν όλο και λιγότερο στο διεθνές ενεργειακό ισοζύγιο και ως εκ τούτου σχεδιάζουν από τώρα τον μετασχηματισμό τους σε εταιρείες παροχής ολοκληρωμένων ενεργειακών υπηρεσιών. Έτσι επενδύουν από τώρα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, παραγωγής και διανομής φυσικού αερίου και θερμότητας, στις ΑΠΕ καθώς και στα απαραίτητα συστήματα ηλεκτρονικής υποστήριξης. Ο μετασχηματισμός αυτός που επιχειρείται, σε παγκόσμια κλίμακα και μακροπρόθεσμα, -οι δύο πυλώνες αναφοράς των πολυεθνικών- απαιτεί χρόνο και χρήμα». Εδώ πρέπει να αναζητήσουμε τον έναν από τους βασικούς λόγους, ή τα αίτια αν θέλετε, που οι τιμές του αργού πετρελαίου αλλά και του φυσικού αερίου (που είναι άμεσα συνδεδεμένες με αυτές του αργού) θα βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες από εδώ και στο εξής, με μικρές μόνο αποκλίσεις προς τα κάτω και λίγα διαλείμματα σταθερότητας. Η βασική αιτία που θα οδηγεί τις τιμές προς τα πάνω έχει να κάνει ακριβώς με τα σχέδια μετάβασης στη μετά πετρελαϊκή εποχή και τη δυνατότητα ανάπτυξης και προσφοράς νέων ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες όμως θα μπορούν να είναι ανταγωνιστικές μόνο σε ένα κλίμα υψηλών τιμών πετρελαίου. Ποιες όμως θα είναι οι υψηλές αυτές τιμές και σε τι όριο αναμένεται να κυμανθούν; Η πρόσφατη εμπειρία με την κορύφωση στα 55 δολ/βαρέλια τον περασμένο Οκτώβριο δείχνει ότι εκπλήξεις δεν μπορούν ν’ αποφευχθούν. Όμως με δεδομένο τον ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο που έχουν οι υψηλές τιμές στην παγκόσμια ανάπτυξη και την άμεση διασύνδεση τους, ακόμη και σήμερα, στην δημιουργία πληθωριστικών πιέσεων και την επιρροή τους στην διαμόρφωση ισοτιμιών μεταξύ δολαρίου και άλλων νομισμάτων, ιδιαίτερα του ευρώ, και ασφαλώς την ισορροπία που υπάρχει μεταξύ προσφοράς-ζήτησης, η εκτίμηση είναι ότι οι τιμές δεν μπορούν ν’ αυξηθούν υπέρμετρα π.χ. άνω των 60 δολ/βαρέλι και να κρατηθούν σε αυτό το επίπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. ένα εξάμηνο). Όμως επειδή το παγκόσμιο σύστημα παραγωγής, μεταφοράς, ζήτησης, διανομής πετρελαίου παραμένει εξαιρετικά εύθραυστο και υποκείμενο σε πολλές απρόβλεπτες πιέσεις (π.χ. κερδοσκοπία επί των παραγώγων, τρομοκρατικά κτυπήματα, ακραία καιρικά φαινόμενα, απρόβλεπτη και ακατάστατη εξέλιξη στη ζήτηση από Ν.Α Ασία κλπ) δεν αποκλείονται εξάρσεις που μπορεί ακόμη να οδηγήσουν τις διεθνείς τιμές στα 70 ή και 80 δολ/βαρέλι. Όμως μία ρεαλιστική πρόβλεψη, βάση των σημερινών δεδομένων της παγκόσμιας αγοράς, θα τοποθετούσαν την διακύμανση των τιμών μεταξύ 35-50 δολ/βαρέλι το Α’ εξάμηνο του 2005, καθώς οι παραγωγοί θα προσπαθούν να σταθεροποιήσουν τις τιμές πάνω από τα 40 δολ/βαρέλι επιθυμώντας να αντισταθμίσουν τις απώλειες της αγοραστικής τους δύναμης από το ισχυρό ευρώ. Εάν το ευρώ παραμείνει στη σημερινή ισοτιμία με το δολάριο (δηλ. 1.30-1.35) τότε δεν αποκλείεται οι παραγωγοί να επιδιώξουν σταθεροποίηση των τιμών άνω των 45δολ/βαρέλι. Μακροπρόθεσμα, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής μετά το 2035 θα προέλθει από νέα, μη ανακαλυφθέντα ακόμα κοιτάσματα (τα σημερινά βεβαιωμένα αποθέματα με την τρέχουσα παγκόσμια κατανάλωση θα διαρκέσουν για 43 χρόνια). Για να επιτευχθεί όμως αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη υψηλών σχετικά τιμών πετρελαίου, συνθήκη που θα επιτρέψει την έρευνα σε αυτά που αποκαλούνται σήμερα οριακά ή δύσκολα κοιτάσματα (δηλ. υποθαλάσσιες γεωτρήσεις σε μεγάλα βάθη, ή σε κλιματολογικά ακραίες περιοχές κλπ). Ολοένα και περισσότερες ανακαλύψεις νέων κοιτασμάτων γίνονται σε «δύσκολες» περιοχές. Ενδεικτικό των δυσκολιών που χαρακτηρίζουν τις έρευνες των εταιρειών είναι το γεγονός ότι αυτές έχουν περιορίσει αισθητά τους προϋπολογισμούς τους για έρευνα και ανάπτυξη (π.χ. οι Exxon Mobil, η BP και Shell μαζί, εξόδευσαν 5.35 δις. δολάρια το 1998 σε σύγκριση με 3.25 δις. δολάρια το 2003). Έτσι το κόστος έρευνας ανά βαρέλι πετρελαίου για την αντικατάσταση αποθεμάτων έχει φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών. Ιδού ο άλλος βασικός λόγος που συμβάλλει στο ανοδικό κλίμα των τιμών. Η Κατάσταση στην Ελλάδα Όπως υπάρχει κερδοσκοπία για το πετρέλαιο στις διεθνείς αγορές έτσι και στην εσωτερική αγορά δεν είναι λίγες οι φορές που εταιρείες και πρατηριούχοι κερδοσκοπούν αυξάνοντας αδικαιολόγητα τα περιθώρια κέρδους των προϊόντων. Αυτό το γνωρίζει καλά η κυβέρνηση και για αυτό έχει ρίξει μεγάλο βάρος στην συστηματική παρακολούθηση της αγοράς σε όλη την χώρα έχοντας συστηματοποιήσει πλέον την τιμοληψία, τους κατά τόπο ελέγχους, την ηλεκτρονική διασταύρωση στοιχείων σε συνδυασμό με τον έλεγχο ποιότητας των καυσίμων. Κάτι που έχει επιτευχθεί μέσω των κινητών μονάδων ελέγχων, των γνωστών ΚΕΔΑΚ. Η προσπάθεια του Υπουργείου Ανάπτυξης για έλεγχο των τιμών αποδίδει καρπούς, γεγονός που εμπόδισε σε αρκετές περιπτώσεις την μετακύληση των υψηλών διεθνών τιμών στην τοπική αγορά. Σε κάθε περίπτωση όμως οι τιμές του εισαγόμενου αργού και προϊόντων σε όλη την Ευρώπη έχουν σε μεγάλο βαθμό προστατευθεί, όλο αυτό το διάστημα των υψηλών διεθνών τιμών, από το ακριβό ευρώ. Κάτι που δεν αναμένεται ν’ αλλάξει τους αμέσως επόμενους μήνες. Γι’ αυτό οι επιπτώσεις για τον Ευρωπαίο και Έλληνα καταναλωτή από τις ακριβές διεθνείς τιμές δεν πρόκειται να είναι αρνητικές, εκτός βέβαια εάν το πετρέλαιο σταθεροποιηθεί πάνω από τα 50 δολ/βαρέλι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι τιμές των προϊόντων στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, (ενώ των εκ διυλιστηρίων από τις πλέον ακριβές) γεγονός που οφείλεται στην χαμηλή φορολογία. Κάτι που δρα προς όφελος του καταναλωτή και ενθαρρύνει την κατανάλωση, δημιουργώντας ένα απατηλό κλίμα ευδαιμονίας, στερεί όμως την κυβέρνηση από σοβαρά και σίγουρα έσοδα. Γιαυτό δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι μία αύξηση στην φορολογία επιβάλλεται πλέον, αφού οι επιπτώσεις στον τιμάριθμο θα είναι εφ’ άπαξ και θ’ απορροφηθούν σχετικά γρήγορα. Όμως οι υψηλές διεθνείς τιμές πετρελαίου περικλείουν και ορισμένα οφέλη για την χώρα μας εάν ποτέ αποφασίσουμε ν’ ασχοληθούμε σοβαρά με το υπέδαφός μας. Τελευταίες εκτιμήσεις ομιλούν για αξιόλογα αποθέματα στην Δυτική Ελλάδα και στο Αιγαίο. Εάν εξαιρέσουμε για πολιτικούς λόγους το Αιγαίο, δηλ. ανατολικά της Θάσου, τότε θα μπορούσαμε να προωθήσουμε τις έρευνες στη Δυτική Ελλάδα, στην περιοχή του Θερμαϊκού αλλά και νοτίως της Κρήτης με μεγάλα ποσοστά επιτυχίας. Γιαυτό όμως θα χρειασθεί ν’ οργανωθεί ένας 2ος γύρος παραχωρήσεων και δεν είναι λίγες οι ξένες εταιρείες που έχουν εκφράσει έντονο ενδιαφέρον να έρθουν στην Ελλάδα για να κάνουν έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Όμως η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης δεν φαίνεται πεπεισμένη για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας δραστηριότητας αυτήν την χρονική περίοδο και γιαυτό το θέμα των ερευνών υδρογονανθράκων δεν συγκαταλέγεται στις άμεσες προτεραιότητές της. Εάν λάβουμε όμως υπ’ όψη ότι η οργάνωση ενός νέου γύρου παραχωρήσεων (ο τελευταίος ήτο το 1996/97) απαιτεί σοβαρή προετοιμασία και ικανό χρόνο, μία σημερινή απόφαση σε πολιτικό επίπεδο θα χρειασθεί τουλάχιστον 18-24 μήνες για να υλοποιηθεί. Ίσως τότε να είναι πολύ αργά με τις περισσότερες από τις ξένες εταιρείες να έχουν προσανατολισθεί σε άλλες γεωγραφικές περιοχές.