Του Κ.Ν.Σταμπολή
Φαίνεται παράξενο και όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό. Χώρα η οποία επιθυμεί διακαώς την ένταξή της σε επίλεκτο συνασπισμό χωρών μόλις έχει λάβει την συγκατάθεση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων προχωρεί σε έμπρακτη αμφισβήτηση των συνόρων γειτονικής χώρας μέλους του εν λόγω συνασπισμού. Η χώρα αυτή δεν είναι άλλη από την Τουρκία, οι προκλήσεις της οποίας στο Αιγαίο εις βάρος της χώρας μας έχουν ενταθεί τους τελευταίους 6 μήνες και μάλιστα έχουν πολλαπλασιασθεί από τότε που επισήμως η Ε. Ένωση στην σύνοδο κορυφής της τις 17 Δεκεμβρίου όρισε ημερομηνία για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Έτσι οι ισχυρισμοί αυτών οι οποίοι προέβαλλαν την Ευρωπαϊκή πορεία της γείτονος ως προϋπόθεση για την εξομάλυνση των σχέσεων της με την Ελλάδα κατέρρευσαν πλήρως. Κρίνοντας από την συμπεριφορά της γείτονος τις τελευταίες εβδομάδες, η Τουρκία δεν έπαυσε και ούτε δυστυχώς πρόκειται να παύσει να προκαλεί στο Αιγαίο με την δημιουργία ψυχρών ή θερμών επεισοδίων που κοινό παρανομαστή έχουν την έμπρακτο αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος σε βραχονησίδες, νησιά, υφαλοκρηπίδα, εναέριο χώρο και χωρικά ύδατα που μεταξύ τους καλύπτουν εκτεταμένη γεωγραφική περιοχή δεκάδων χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Με αυτήν την τακτική η Άγκυρα επιθυμεί να ‘κατοχυρώσει’ τις όποιες διεκδικήσεις της υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τον ρόλο της ως μιας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης με δικαιώματα αστυνόμευσης στην ευρύτερη περιοχή. (Η μεταφορά της έδρας του αεροπορικού στρατηγείου του ΝΑΤΟ στην Σμύρνη βοηθάει προς αυτήν την κατεύθυνση). Τους τελευταίους μήνες η Τουρκία δεν έχει αφήσει κανένα πεδίο των επιδιώξεων της που να μην το γνωστοποιήσει εμπράκτως, την στιγμή που η χώρα μας, πέραν κάποιων βερμπαλιστικών διαμαρτυριών, ουσιαστικά ποιεί την νήσαν. Όπως παρατηρούν έμπειροι διπλωματικοί αναλυτές, η Άγκυρα επιδιώκει, όταν ξεκινήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις (μετά τις 3 Οκτωβρίου 2005) να έχει «νομιμοποιήσει» όλες τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας και η Ε.Ε. να υποχρεωθεί έτσι να αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις τις δύο χώρες, κάτι που ισχυροποιείται εν όψει της απόφασης του Ελσίνκι το 1999. Έναντι των συχνών τουρκικών προκλήσεων η στάση της Ελληνικής κυβερνήσεως παραμένει η ίδια όπως αυτή των προκατόχων της, δηλαδή πάση θυσία αποφυγή μίας δυναμικής αντιμετώπισης και αναβολή επ΄ αόριστον της έναρξης μίας σοβαρής συζήτησης για το νομικό καθεστώς του Αιγαίου και την επίλυση των όποιων διαφορών μέσω διμερών ή άλλων διαπραγματεύσεων. Η χαλαρή αυτή στάση της Ελλάδος έχει διαμορφώσει πλέον μία ιδιότυπη κατάσταση στο Αιγαίο όπου η Ελλάδα έχει σιωπηλά αποδεχθεί την ύπαρξη γκρίζων ζωνών, την αστυνόμευση των διεθνών υδάτων από το Τουρκικό ναυτικό και αεροπορία, την συγκατοίκηση στο FIR Αθηνών και την πλήρη αδυναμία επέκτασης των χωρικών μας υδάτων πέραν των 6 μιλίων. Ως γνωστόν η χώρα μας βάση της Νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (ΝΣΔΘ) το οποίο έχει διεθνή ισχύ μετά την επικύρωση του από 70 και πλέον κράτη, (συμπεριλαμβανομένων όλων των κρατών μελών της Ε. Ένωσης) έχει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια χωρίς προγενέστερες συνεννοήσεις ή συμφωνία με το όμορο κράτος. Η παντελής άρνηση της Άγκυρας να αποδεχθεί στο σύνολο τους τις ρυθμίσεις του ΝΣΔΘ του 1982 (Η Τουρκία καταψήφισε τον ΝΣΔΘ μαζί με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τη Βενεζουέλα) αλλά και βάσει του πρεγενέστερου νομοθετικού διατάγματος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης τον Ιούνιο του 1974, απειλεί την Ελλάδα με πόλεμο -το γνωστό casus belli- σε περίπτωση κατά την οποία η χώρα μας αποφασίσει την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. Όμως στις παράκτιες περιοχές της στην Μαύρη Θάλασσα και στην Ανατ. Μεσόγειο η Τουρκία έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. Το πρόβλημα της Τουρκίας παραμένει αποκλειστικά σε σχέση με τις ακτές της στο Αιγαίο όπου η πολυπληθής όσο και παράλληλη με αυτές παρουσία των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου την εμποδίζουν σε μία πρώτη φάση να αποκτήσει, υπό την απόλυτη δικαιοδοσία και έλεγχό της τις περισσότερες θαλάσσιες περιοχές. Την θεσμοθετημένη αυτή απειλή της Τουρκίας, ως να μην υπήρχε, η κυβέρνηση απέφυγε να προβάλλει κατά την πρόσφατη κρίσιμο Σύνοδο Κορυφής, στις Βρυξέλλες, και στις προ αυτής διεργασίες, μη επιθυμώντας να διαταράξει το «φιλικό και καλό» κλίμα, εκτιμώντας ότι σε βάθος χρόνου η Τουρκία με δική της πρωτοβουλία θ’ αποσύρει τις όποιες απειλές. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο κ. Ι. Αγγελόπουλος σε πρόσφατο άρθρο του στην «Κ» «η κυβέρνηση παραμένει στην λογική των προκατόχων της θεωρώντας πως τα Ελληνοτουρκικά έχουν μία σφραγίδα Ευρωπαϊκών εγγυήσεων από το Ελσίνκι και πέρα». Όμως είναι ξεκάθαρο πλέον, πέραν πάσης αμφιβολίας, η Τουρκία όχι μόνο δεν πρόκειται ν’ αποσύρει τις διεκδικήσεις της αλλά αντίθετα πρόκειται να εντείνει τις παρεμβάσεις της, επιθυμώντας έτσι να ελέγξει πρωτίστως την ανεκτικότητα της Ε.Ε. και δευτερευόντως την ανοχή της Ελλάδας και συγχρόνως να μη αφήσει ουδεμία αμφιβολία για το εύρος και το περιεχόμενο των απαιτήσεων της. Όμως η εμφανής αδυναμία της Ελλάδος να προτάξει μία δυναμική αντιμετώπιση στις κλιμακούμενες Τουρκικές απειλές συνιστά έμμεση μεν αλλά έμπρακτη απεμπόληση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Ίσως έφθασε η στιγμή που η Ελλάδα θα πρέπει να προβάλλει μία σθεναρή στάση στις συνεχείς Τουρκικές προκλήσεις θέτοντας ευθέως το θέμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων και προσκαλώντας την Τουρκία (πριν προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε ενέργεια) σε διμερείς διαπραγματεύσεις με ή χωρίς την διαμεσολάβηση της Ε. Ένωσης. Μία τέτοια τακτική εφ’ όσον τεθεί από την αρχή ένα σαφές χρονικό πλαίσιο π.χ. ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας μέχρι τα τέλη Αυγούστου 2005, δηλ. προ της έναρξης των Τουρκο-Ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων, θα είχε πολλαπλά οφέλη για τη χώρα μας. Κατ’ αρχάς θα εγίνετο γνωστό ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί διαιώνιση μιας ασαφούς κατάστασης στο Αιγαίο που μόνο προβλήματα δημιουργεί, δεύτερον θα έδειχνε στην διεθνή κοινότητα τις αγαθές προθέσεις της να διαπραγματευθεί σε ένα πνεύμα καλής γειτονίας και όχι να δράσει μονομερώς (αν και έχει κάθε δικαίωμα) και τρίτον θα έστελνε ένα μήνυμα στην Τουρκία ότι δεν είναι διατεθειμένη ν’ ανεχθεί επ’ άπειρον τις Τουρκικές προκλήσεις και απειλές πολέμου απ’ ένα μελλοντικό εταίρο. Η Ελληνική πρόσκληση προς την γείτονα θα πρέπει να προσδιορίζει ότι οποιαδήποτε επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων θα συνεπάγεται και αντίστοιχη επέκταση των Τουρκικών τοιούτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις η επέκταση από αμφότερα κράτη λόγω περιορισμένης απόστασης μεταξύ παραλίων θα είναι υποχρεωτικά μικρότερη των 12ν.μ. ή και καθόλου ενώ σε άλλες περιπτώσεις για λόγους ναυσιπλοΐας μπορεί να είναι οριακή. Σε περίπτωση κατά την οποία η Τουρκία απορρίψει την Ελληνική πρόσκληση για διαπραγμάτευση η Ελλάδα θα εξέλθει διπλά κερδισμένη. Κατ’ αρχάς στο επίπεδο των εντυπώσεων αλλά και στην ουσία αφού έτσι θα έχει γνωστοποιήσει διεθνώς την πρόθεσή της για επέκταση μέχρι τα 12 ν.μ. Ως γνωστό η Τουρκία αντιδρά έντονα στην πιθανότητα επέκτασης των Ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. για δύο κυρίως λόγους: (α) Η οποιαδήποτε διεύρυνση των Ελληνικών χωρικών υδάτων θα περιόριζε δραστικά τις Τουρκικές αξιώσεις στην υφαλοκρηπίδα (Βάσει του ΝΣΔΘ η υφαλοκρηπίδα έχει άμεση συνάρτηση με το εύρος των χωρικών υδάτων αφού αυτή καθορίζεται πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη και μέχρι τα 200 ν.μ.). (β) Η ελληνική κυριαρχία στα νερά, άρα και στον υποθαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, από 41.7% που είναι σήμερα θα φθάσει το 70.35%, ενώ η τουρκική, αν εφάρμοζε και η Τουρκία τα 12 ν.μ. θα αυξανόταν μόλις κατά 1% για να διαμορφωθεί στα 9.2% συνολικά. Άρα σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. ή λιγότερο (π.χ. στα 10 ν.μ. ώστε να συμπέσει το FIR με τα χωρικά ύδατα) αλλάζει όλος ο συσχετισμός των θαλασσίων εκτάσεων στο Αιγαίο προς όφελος της χώρας μας. Ιδού γιατί η Τουρκία αντιτίθεται σφόδρα στην επέκταση των χωρικών μας υδάτων. Το θέμα καθορισμού της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο έχει ιδιαίτερη σημασία για την χώρα μας αφού ως γνωστό εμπλέκονται βασικά κυριαρχικά δικαιώματα. «Η υφαλοκρηπίδα παρέχει το αντίστοιχο παραθαλάσσιο κράτος την δυνατότητα απόκτησης ορισμένων δικαιωμάτων κυριαρχικού χαρακτήρα. Σ’ αυτά τα δικαιώματα αποβλέπει η Άγκυρα ανεξάρτητα από το εάν υπάρχουν εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Η αυθαίρετη διεκδίκηση ελληνικής υφαλοκρηπίδας από την Τουρκία αποβλέπει πρωτίστως στην απόκτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ελληνικό υποθαλάσσιο αλλά και θαλάσσιο χώρο, καθώς και σε διάσπαση της συνέχειας και της συνοχής της ναυτικής Ελλάδος του Αιγαίου». Έτσι ακόμα και τεχνητές νησίδες, (διερευνητικές πλατφόρμες), μπορούν να εγκατασταθούν με το πρόσχημα των ερευνών. Σε αυτές τις νησίδες το αντίστοιχο παράκτιο κράτος αποκτά σημαντικές δικαιοδοσίες και δημιουργεί έτσι μια ζώνη ασφαλείας. (βλέπε Αν. Πεπονή, “Ελλάδα και Δημοκρατία στην Άλλη Πραγματικότητα”, Αθήνα 2000). Μια προσφυγή στην Χάγη για το θέμα της υφαλοκρηπίδας (η διμερείς διαπραγματεύσεις) χωρίς την αποσαφήνιση προηγουμένως από την Ελλάδα του εύρους των χωρικών υδάτων ενέχει τον κίνδυνο όπως η όποια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, η οποία εν πολλοίς επηρεάζεται από πολιτικούς παράγοντες, να διευθετήσει μεν το θέμα του εύρους υφαλοκρηπίδας, αλλά να το συνδέσει με το υπάρχον καθεστώς των 6 ν.μ. Αυτό θα ήτο ολέθριο για τη χώρα μας διότι θα την υποχρέωνε να εγκαταλείψει δια παντός τα δικαιώματά της τα οποία απορρέουν από την διεθνή νομοθεσία. Το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει προσυπογράψει το Ν.Σ.Δ.Θ. δεν της δίδει ερείσματα να επικαλείται casus belli στην περίπτωση που η Ελλάς προχωρήσει μονομερώς στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της. Όμως οι περιστάσεις και οι διεθνείς πολιτικοί και διπλωματικοί συσχετισμοί είναι τέτοιοι που η Ελλάδα δεν μπορεί έτσι απλά και απρογραμμάτιστα εδώ και τώρα να προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών της υδάτων χωρίς να ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων από την διεθνή κοινότητα και την Τουρκία, η οποία ενδεχομένως να αντιδράσει βίαια και να δημιουργήσει όχι απλά θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο αλλά εμπλοκή και πολεμική σύρραξη με την κατοχή κάποιων βραχονησίδων η ακόμη και μικρών νήσων. Γι’ αυτό και συνίσταται πρόσκληση σε μία καλά προετοιμασμένη διμερή διαπραγμάτευση. Πέρα από τα προφανή πολιτικά και διπλωματικά οφέλη που θα προκύψουν για τις δύο χώρες από μία ειρηνική επίλυση στο θέμα των χωρικών υδάτων και ταυτόχρονα του προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας, υπάρχουν και σαφή οικονομικά οφέλη. Βάσει γεωλογικών και γεωφυσικών μελετών από Έλληνες και ξένους ειδικούς έχουν εντοπισθεί σοβαρά κοιτάσματα υδρογονανθράκων Ν.Α. της νήσου Θάσου και αλλού (π.χ. Β. της Λέσβου, πέριξ της Σαμοθράκης) τα οποία δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν (βάσει του moratorium για έρευνες που συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο χωρών μετά την κρίση του Μαρτίου του 1987), καθότι ευρίσκονται σε περιοχή έξω από τα σημερινά 6 ν.μ. αλλά σαφώς εντός της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Εν όψει των υψηλών διεθνών τιμών πετρελαίου, που κατά τα φαινόμενα θ’ αυξηθούν περαιτέρω μέσα στα επόμενα χρόνια, και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μεγάλες εταιρείες για εντοπισμό νέων κοιτασμάτων, η Ελλάδα εάν διευκρινισθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδας, θα μπορούσε να προχωρήσει στην εκμετάλλευση των πλουσίων κοιτασμάτων της στο Αιγαίο προσελκύοντας σημαντικές επενδύσεις και επιτυγχάνοντας υπολογίσιμα οφέλη για την εθνική οικονομία.