Το μεγαλύτερο κακό που επέφερε στην ελληνική οικονομία η Κυβέρνησις Σημίτη ήταν η υπερχρέωσίς της. Ανεξαρτήτως των λογιστικών αλχημειών και των διαφορών που προέκυψαν μετά την απογραφή, γεγονός είναι ότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα. Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat γιά το 2003 είναι όντως καταλυτικά: ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ (ως ποσοστό του ΑΕΠ) Ελλάς 109,9% Δανία 45,9% Ιταλία 106,2% Φινλανδία 45,6% Βέλγιο 100,7% Πολωνία 45,4% Μάλτα 71,1% Σλοβακία 42,6% Κύπρος 70,9% Βρεταννία 39,8% Αυστρία 65,1% Τσεχία 37,8% Γερμανία 64,2% Ιρλανδία 32,1% Γαλλία 63,7% Σλοβενία 29,5% Πορτογαλία 60,3% Λιθουανία 21,6% Ουγγαρία 59,1% Λεττονία 14,4% Ολλανδία 54,1% Λουξεμβούργο 5,4% Σουηδία 52,0% Εσθονία 5,3% Ισπανία 50,7% Σύνολο ΕΕ 63,3% Το δημόσιο χρέος της χώρας μας είναι σχεδόν διπλάσιο (ως ποσοστό του ΑΕΠ) από εκείνο του συνόλου των 25 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. To 2003, στην Ε.Ε. το συνολικό δημόσιο χρέος ήταν 63,3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Ενώ στην Ελλάδα ήταν 109,9% του ΑΕΠ και γιά το 2004 εκτιμάται στο 112,1% του ΑΕΠ. Τα περισσότερα κράτη της Ε.Ε. εμφανίζουν δημόσιο χρέος από 40% έως 70% του ΑΕΠ. Κάποια άλλα, όπως τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που κατά το παρελθόν δεν είχαν τόσο μεγάλη πρόσβαση σε ξένο ή εσωτερικό δανεισμό, κινούνται σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα. Ενώ μόνον τρία κράτη (Βέλγιο, Ιταλία, Ελλάς) έχουν δημόσιο χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ. Το υψηλό δημόσιο χρέος θα εδικαιολογείτο μόνον αν συνεδυάζετο με δημόσιες επενδύσεις και δαπάνες που ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη. Στην περίπτωση της Ελλάδος όμως, ούτε αυτό ισχύει. Ενα πολύ μεγάλο τμήμα των κρατικών δαπανών που εδημιούργησαν τα δημόσια ελλείμματα και διετήρησαν το χρέος στα σημερινά επίπεδα, ήταν καθαρώς καταναλωτικού χαρακτήρος. - Το πρώτο μεγάλο ερώτημα είναι γιατί οι κυβερνήσεις του παρελθόντος οδήγησαν την οικονομία σε τέτοια υπερχρέωση, όταν όχι μόνον εγνώριζαν τις συνέπειες, αλλά είχαν και συμβατική υποχρέωση από την Συνθήκη του Μάαστριχτ να περιορίσουν σταδιακώς το δημόσιο χρέος προς τα επίπεδα του 60% του ΑΕΠ. Η απάντησις είναι δυστυχώς μία: Ανευθυνότης. Ως κατ' εξοχήν δημαγωγικό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να δημιουργήση την ψευδαίσθηση μιάς επίπλαστης ευημερίας, η οποία στηριζόταν σε δανεικά. Αυτό ακριβώς σημαίνει ανεύθυνη διαχείρισις. Αν το ελληνικό Δημόσιο ήταν ιδιωτική επιχείρησις, με τέτοιες αναλογίες δανεισμού θα είχε προ πολλού χρεωκοπήσει. - Το δεύτερο μεγάλο ερώτημα -το σημαντικώτερο- είναι τί γίνεται τώρα. Η ήπια προσαρμογή, την οποία επαγγέλλεται η σημερινή Κυβέρνησις, ασφαλώς είναι μία λύσις. Εμπεριέχει όμως τον εξής κίνδυνο: Κάθε τυχόν παρεκτροπή από τους δημοσιονομικούς στόχους θα έχη πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις. Διότι παρά την διετή προθεσμία που μας έδωσε η Ευρωπαϊκή Ενωσις γιά τον περιορισμό του ετησίου ελλείμματος σε επίπεδα κάτω του 3% του ΑΕΠ, το ποσοστό αυτό δεν αρκεί γιά να περιορισθή σταδιακώς και το εθνικό χρέος προς τα επίπεδα των υπολοίπων κρατών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Υπ' αυτήν την έννοια, η πολιτική της ήπιας προσαρμογής θεωρείται εξαιρετικά επισφαλής. Η χώρα μας πρέπει να διανύση τεράστια απόσταση γιά να εξυγιάνη τα δημόσια οικονομικά της. Η Ιρλανδία, που έχει επιτύχει οικονομικά θαύματα, έχει σήμερα δημόσιο χρέος μόλις 32% του ΑΕΠ. Ενώ η Ελλάς, που υπολείπεται σε όλα τα οικονομικά μεγέθη, εξακολουθεί να έχη ένα δημόσιο τομέα όχι μόνον αντιπαραγωγικό, αλλά και υπερχρεωμένο. (Από την Εστία, 26/1/05)