Του Κ. Ν. Σταμπολή
Σε μία εποχή παγκοσμιοποίησης, υψηλόρυθμης οικονομικής ανάπτυξης και έντονου ανταγωνισμού κράτη και μεγάλες εταιρείες έχουν επιδοθεί σ’ έναν αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση πρώτων υλών, ιδιαίτερα καυσίμων. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ινδίας και της Κίνας, οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες των οποίων ανταγωνίζονται τις πολυεθνικές για την εξασφάλιση μικρών ή μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου ανά την υδρόγειο. Και αυτό γιατί εκφράζονται έντονες ανησυχίες σε παγκόσμιο επίπεδο για την ασφάλεια των ενεργειακών προμηθειών αφού είναι ορατή πλέον η αδυναμία αντικατάστασης των εξαντλούμενων κοιτασμάτων από νέα, ίσης ή μεγαλύτερης χωρητικότητας. Με δεδομένη την συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη της ΝΑ Ασίας, όπου μόνο η Κινεζική οικονομία καλπάζει με ρυθμούς 9.5% και έπεται η Ινδία, αλλά και με προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας το 2005 στο επίπεδο του 4.0%, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) σε πρόσφατη έκθεση του ομιλεί για αύξηση της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης κατά 60% μέχρι το έτος 2030 (αντιστοιχεί σε ετήσια αύξηση 1.7%). Αυτό σημαίνει ότι σε είκοσι πέντε χρόνια από σήμερα η παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση θα είναι 16.5 δις. TΙΠ (από 10.5 δις. ΤΙΠ που είναι σήμερα) ενώ η ζήτηση για πετρέλαιο θα έχει φθάσει στο αστρονομικό επίπεδο των 122 εκ. βαρ/ημέρα από τα 80 εκ. βαρ/ημέρα που είναι σήμερα. Το μέγεθος αυτό υπερβαίνει κατά πολύ την δυναμικότητα των υφιστάμενων παγκοσμίων βεβαιωμένων αποθεμάτων και άρα το μεγαλύτερο μέρος των κοιτασμάτων απ’ όπου θα αντληθεί το πετρέλαιο για να ικανοποιηθεί αυτή η υψηλή κατανάλωση δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη. Με δεδομένο ότι οι νέες ανακαλύψεις δεν επαρκούν για την αντικατάσταση των εξαντληθέντων κοιτασμάτων, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο είναι εγγυημένη η ύπαρξη νέων τεραστίων αποθεμάτων. Ένα μέρος των νέων αποθεμάτων θα προέλθει από τα σχετικά εύκολα και μεγάλα κοιτάσματα της Μ. Ανατολής, ιδίως της Σ. Αραβίας και του Ιράκ το ακριβές μέγεθος και σύστασης των οποίων όμως δεν είναι γνωστό. Σε κάθε περίπτωση και για αρκετά ακόμη χρόνια η όλη περιοχή θα θεωρείται πολιτικά ασταθής και άρα απρόβλεπτη ως προς την παραγωγική της δυναμικότητα. Έτσι το ενδιαφέρον έχει στραφεί σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Σε ότι αφορά τα αποθέματα αυτά γεωλόγοι με καλή γνώση της διεθνούς πετρελαιοπαραγωγικής σκηνής υποστηρίζουν ότι τα αποθέματα αυτά υπάρχουν μεν αλλά ευρίσκονται σε πολύ δύσκολες περιοχές και σε μεγάλα βάθη, πράγμα που σημαίνει ότι η εξόρυξή τους θα έχει ιδιαίτερα υψηλό κόστος και θα είναι συμφέρουσα όταν οι διεθνείς τιμές πετρελαίου το επιτρέψουν, δηλαδή όταν διαμορφωθούν στο επίπεδο των 70 δολ. το βαρέλι και άνω. Έτσι ο αγώνας για εξασφάλιση νέων κοιτασμάτων αναμένεται ιδιαίτερα σκληρός και δαπανηρός. Η Ελλάδα ως μία καθαρά πετρελαιοεισαγωγική και ενεργειακά εξαρτώμενη χώρα θα είχε κάθε λόγο να προσπαθεί να εξασφαλίσει έστω και λίγα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, εγχώρια ή ευρισκόμενα σε γειτονικές ή φίλες χώρες. Ο άμεσος έλεγχος κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία για την χώρα μας. Παρά το γεγονός ότι ζούμε σε μια πλήρως παγκοσμιοποιημένη και εμπορικά απελευθερωμένη αγορά, η οποία λειτουργεί χάρις στην ελεύθερη διακίνηση όλων των αγαθών, το πετρέλαιο παραμένει μια στρατηγικής φύσεως πρώτη ύλη, η εξασφάλιση της οποίας, υπό τη μορφή ελεγχόμενων αποθεμάτων, προσδίδει κύρος, πλούτο και σχετική ανεξαρτησία κινήσεων στο κυρίαρχο κράτος. Τα κοιτάσματα αυτά στην μεν Ελλάδα θα μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν από ξένες εταιρείες στα πλαίσια ενός νέου γύρου παραχωρήσεων βάση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου (Ν2289/95) αρχίζοντας από την Δυτική Ελλάδα, όπου έχει γίνει σχετική προεργασία, στο δε εξωτερικό από τα Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ) ή άλλες, Ελληνικών συμφερόντων, εταιρείες σε συνεργασία με μεγάλες και έμπειρες στην έρευνα εταιρείες. Ήδη τα ΕΛΠΕ, ως μέρος διεθνών κοινοπραξιών, έχουν προχωρήσει προς αυτήν την κατεύθυνση έχοντας εξασφαλίσει ερευνητικές περιοχές στην Λιβύη, την Αλβανία και το Μαυροβούνιο, χωρίς όμως να έχουν υπάρξει μέχρις στιγμής κάποια απόλυτα θετικά αποτελέσματα. Η εξασφάλιση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενων από το Ελληνικό κράτος ή από Ελληνικές εταιρείες, θεωρείται ως προϋπόθεση για την μακροπρόθεσμη ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Αναπόφευκτα κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα 25-30 χρόνια η Ελλάδα θ’ αντιμετωπίσει πρόβλημα προμήθειας διότι ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι το διεθνές σύστημα παραγωγής-μεταφοράς-διύλισης θα λειτουργεί πάντα με τους ίδιους όρους ιδίως σε καταστάσεις γεωπολιτικής αστάθειας. Γι’ αυτό προέχει η μελέτη και η κατάστρωση σχεδίου για την ενεργειακή εξασφάλιση της χώρας σε βάθος χρόνου. Όμως εάν εξετάσουμε τις γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, και τις άμεσα συναρτόμενες με αυτές ενεργειακές πρωτοβουλίες στην ευρύτερη περιοχή, θα δούμε ότι η χώρα μας πέραν κάποιων μικρών και μεσαίων έργων και προώθησης ευκαιρειακών συνεργασιών δεν έχει προωθήσει έργα και πολιτικές ενδυνάμωσης της ενεργειακής της υποδομής και επιχειρηματικότητας στην ευρύτερη περιφέρεια της ΝΑ Ευρώπης, Μαύρης Θάλασσας και ΝΑ Μεσογείου. Το γεωπολιτικό στίγμα της Ελλάδας στην ενέργεια παραμένει εξαιρετικά ισχνό. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις δύο επίσημες επισκέψεις του εκτός της Ε. Ένωσης που πραγματοποίησε ο πρωθυπουργός πριν τα τέλη του 2004, δηλ. στην Αίγυπτο και την Ρωσία, δεν εκφράστηκε ουδέν ενδιαφέρον από Ελληνικής πλευράς για την ανάπτυξη ευρύτερων ενεργειακών συνεργασιών με στόχο την εξασφάλιση ενεργειακών αποθεμάτων. Και οι δύο χώρες είναι πλούσιες σε αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου και ως εκ τούτου παρουσιάζουν ιδιαίτερο γεωπολιτικό ενδιαφέρον για την χώρα μας. Στην επίσκεψη στη Μόσχα ναι μεν συζητήθηκε το θέμα του αγωγού Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη και επανεξετάσθηκαν με λεπτομέρεια τα οφέλη του συγκεκριμένου αγωγού για τα συμβαλλόμενα μέρη κατά την συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, και προχώρησε το όλο έργο λίγο πιο πέρα (ιδιαίτερα με την ανάμειξη της εταιρείας ΤΝΚ – ΒΡ) πλην όμως δεν εκφράστηκε το παραμικρό ενδιαφέρον για Ελληνικές επενδύσεις στην Ρωσία για την ανάπτυξη εκεί ενεργειακών πόρων έναν τομέα που αποδίδει ιδιαίτερο βάρος η Ρωσική κυβέρνηση. Το ίδιο συνέβη και στην Αίγυπτο όπου τους τελευταίους 12 μήνες έχει κορυφωθεί το ενδιαφέρον από ξένους πετρελαϊκούς ομίλους για την εξασφάλιση κοιτασμάτων. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η χώρα μας διαθέτει ικανή εμπειρία στην ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας κάτι που έχει αρχίσει να ενδιαφέρει τις δύο αυτές χώρες αφού επιθυμούν να διαφοροποιήσουν την ενεργειακή τους υποδομή. Το θέμα είναι καθαρά –τεχνικό-επενδυτικό όπου η σοβαρή εμπειρία Ελληνικών εταιρειών θα μπορούσε να φανεί εξαιρετικά χρήσιμη στις χώρες αυτές. Με την εξαίρεση του Ελληνο-Τουρκικού αγωγού αερίου, η κατασκευή του οποίου πρόκειται να ξεκινήσει εντός των επόμενων εβδομάδων, και της προοπτικής επέκτασης του προς την νότιο Ιταλία, μέσω της κατασκευής ενός υπεραγωγού μέσω Θράκης-Μακεδονίας-Ηπείρου, δεν υπάρχει ενδιαφέρον από Ελληνικής πλευράς για την δημιουργία ενεργειακού προγεφυρώματος στην ευρύτερη περιφέρεια της ΝΑ Ευρώπης. Όπως όμως επισημαίνουν οικονομικοί και διπλωματικοί αναλυτές η περιοχή παρουσιάζει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον το οποίο εάν αξιοποιηθεί καταλλήλως μπορεί ν’ αποφέρει τεράστια οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη στις ελληνικές εταιρείες που θ’ αποφασίσουν να εισέλθουν στις ακόμα νέες ενεργειακές αγορές της Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Σερβίας, Κροατίας ή ακόμα και της Μολδαβίας. Οι επενδυτικές ευκαιρίες στο ενεργειακό τομέα αυτών των χωρών εντοπίζονται κυρίως στην παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και στην ανανέωση και επέκταση δικτύων φυσικού αερίου. Σε σύγκριση με τις ανωτέρω χώρες η Ελλάδα, λόγω ΔΕΗ, θεωρείται ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στον τομέα παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Μία επενδυτική έξοδος της ΔΕΗ προς την περιφέρεια θα είχε πολλαπλά οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Αφ΄ ενός μεν θα εξασφάλιζε κεφάλαια και τεχνογνωσία για την ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες της Ν.Α Ευρώπη (που τώρα δημιουργείται υπό τις ευλογίες και χρηματοδότη της ΕΕ), αποφέροντας σημαντικά κέρδη και εγγράφοντας υπεραξίες για την Επιχείρηση, και αφ’ ετέρου θα περιόριζε την ανασφάλεια της στην εγχώρια αγορά. Παράλληλα, αυτό θα επέτρεπε την δραστηριοποίηση ιδιωτών επενδυτών στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή οι οποίοι ως γνωστό προσπαθούν εδώ και 4 χρόνια να εισέλθουν χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα λόγω της μονοπωλιακής διάρθρωσης της αγοράς. Ανάλογες ευκαιρίες, σε μικρότερη κλίμακα, υπάρχουν και για το φυσικό αέριο όπου η Ελλάδα υπερέχει τεχνολογικά σε σύγκριση με όλες τις γύρω χώρες. Για να προχωρήσει όμως η χώρα μας σε μία συντεταγμένη επενδυτική δραστηριότητα εκτός των συνόρων της θα πρέπει να εγκαταλείψει την εσωστρέφειά της και να επαναξιολογήσει την θέση της στην περιφερειακή ενεργειακή σκακιέρα. Προπάντως θα πρέπει ν’ αντιληφθεί τις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες και συσχετισμούς που τείνουν να διαμορφωθούν ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Ε. Ένωσης για την είσοδο της Τουρκίας στην Ενωμένη Ευρώπη. Η θέση της Τουρκίας στην περιοχή έχει όχι απλώς αναβαθμιστεί αλλά υπερτερεί σαφώς έναντι της Ελλάδος. Η Άγκυρα αποτελεί πλέον τον βασικό συνομιλητή της Ε.Ε. και των ΗΠΑ στην Ν.Α Ευρώπη υπαγορεύοντας θέσεις και απόψεις που εκτιμά ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ανωτέρω. «Η Τουρκία διαπραγματεύεται με την Ε.Ε. ως μεγάλη χώρα και μεγάλη δύναμη η οποία μπορεί αενάως να είναι η τελευταία στους οικονομικούς δείκτες όταν θα ενταχθεί, αλλά η οποία από την πρώτη στιγμή θα απαιτεί στάτους και συμπεριφορά των άλλων απέναντί της ως ηγεμονικής δύναμης, η ένταξη της οποίας θα αλλάξει αναπότρεπτα τα γεωπολιτικά δεδομένα στην Εγγύς Ανατολή και στις ανατολικές εσχατιές της ηπείρου» τονίζει ο γνωστός αρθρογράφος Γιώργος Δελαστίκ. Μόνο αφού εγκαταλειφθούν οι όποιες φαντασιώσεις μας περί ανάδειξης της Ελλάδος ως του ενεργειακού κόμβου της περιοχής θα μπορέσουμε με νηφαλιότητα να εξετάσουμε την όλη κατάσταση και ν’ αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Αυτή βέβαια κάθε άλλο παρά ευχάριστη είναι για εμάς διότι θα πρέπει να αποδεχθούμε τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η Άγκυρα στην ενεργειακή σκηνή της περιοχής. Αρκεί να ρίξουμε μία ματιά στον ενεργειακό χάρτη της Τουρκίας για ν’ αντιληφθούμε την πλεονεκτική στρατηγική της θέση που την έχει αναδείξει ως τον κύριο ενεργειακό κόμβο της περιοχής. Καλό θα ήτο να μελετήσουμε με προσοχή την ενεργειακή υποδομή και σχέδια της γείτονος γιατί μόνο έτσι θα εντοπίσουμε τις ευκαιρίες και δυνατότητες που αναμφίβολα υπάρχουν. Αναπτύσσοντας αυτές τις δυνατότητες η Ελλάδα μπορεί να παίξει έναν δευτερεύοντα μεν αλλά ουσιαστικό ρόλο στα ενεργειακά πράγματα της περιοχής με την ανάδειξη της ως αντίβαρο στην συνεχή επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, κάτι που επιθυμούν και οι βόρειοι γείτονές μας. Όπως έχουμε τονίσει στο παρελθόν το στρατηγικό προτέρημα της Ελλάδας δεν είναι τόσο η γεωγραφία της όσο η προηγμένη χρηματοοικονομική και τεχνολογική της υποδομή. Όταν ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι «όραμα και στόχος μας είναι να βρεθούμε στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής οικονομίας, να μεταβληθούμε σε σύγχρονο οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής» (Βλέπε Ειδική Έκδοση «Κ»- Economist, Ιανουάριος 2005) αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα μακροπρόθεσμο γεωπολιτικό σχεδιασμό στην ενέργεια που να καλύπτει όχι μόνο την Ν.Α. Ευρώπη αλλά και τους ευρύτερους ομόκεντρους κύκλους. Δυστυχώς, οι μέχρι σήμερα ενδείξεις είναι απογοητευτικές αφού μόνο αποσπασματικά αντιμετωπίζεται από την κυβέρνηση το όποιο ενδιαφέρον Ελληνικών ενεργειακών εταιρειών που έχουν επενδύσει ή επιθυμούν να διεισδύσουν στις πολλά υποσχόμενες εκτός Ελλάδας ενεργειακές αγορές. Ας ελπίσουμε ότι με την πρόσφατα ανακοινωθείσα δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Πολιτικής, (κάτι που πραγματικά απουσίαζε και έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πού καιρό) θα μπορέσει επιτέλους να μελετηθεί και χαραχθεί μία νέα πορεία και ολοκληρωμένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος της χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της διασφάλισης ενεργειακών προμηθειών σε μακροχρόνια βάση.