Στην Ευρώπη δεν αρέσουν τα εφεδρικά σχέδια. Καθώς η ευρωπαϊκή κρίση χρέους μπαίνει στην τέταρτη χρονιά της, οι πολιτικοί της εμμένουν στους συνήθεις κανόνες, παρέχοντας παράλληλα στήριξη μόνο εφόσον οι δικαιούχοι υιοθετήσουν πολιτικές που συχνά οδηγούν σε διαιώνιση των οικονομικών δεινών. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζουμε τρία σχέδια που δεν συνδέονται με την ορθόδοξη σκέψη την οποία ενστερνίζονται σήμερα οι πολιτικοί

Στην Ευρώπη δεν αρέσουν τα εφεδρικά σχέδια. Καθώς η ευρωπαϊκή κρίση χρέους μπαίνει στην τέταρτη χρονιά της, οι πολιτικοί της εμμένουν στους συνήθεις κανόνες, παρέχοντας παράλληλα στήριξη μόνο εφόσον οι δικαιούχοι υιοθετήσουν πολιτικές που συχνά οδηγούν σε διαιώνιση των οικονομικών δεινών. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζουμε τρία σχέδια που δεν συνδέονται με την ορθόδοξη σκέψη την οποία ενστερνίζονται σήμερα οι πολιτικοί. Αυτή τη στιγμή, τέτοιες ιδέες έχουν ελάχιστες πιθανότητες να υιοθετηθούν από τους Ευρωπαίους ηγέτες. Αν όμως η περιοχή δεν ανακάμψει, ίσως χρειαστούν τολμηρότερες λύσεις.

Το πρώτο σχέδιο εστιάζει στη ρίζα της κρίσης, το κρατικό χρέος. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνειδητοποίησαν πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Επομένως, τα ελληνικά ομόλογα «κουρεύτηκαν» και αναδιαρθρώθηκαν. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν θέλουν να κάνουν το ίδιο για άλλες χώρες, γιατί αυτό μπορεί να προκαλέσει μαζική φυγή από τις αγορές κρατικού χρέους και να επιφέρει πλήγμα στις τράπεζες που το κατέχουν. Ετσι, οι πιθανοί υποψήφιοι αναδιάρθρωσης είναι υποχρεωμένοι να εξυγιάνουν τις οικονομίες τους υπό το βάρος τεράστιων χρεών. Το μειονέκτημα είναι πως αυτό μπορεί να απομακρύνει τους ιδιώτες επενδυτές, επιφέροντας εξασθένηση στο διηνεκές των οικονομιών αυτών των χωρών. Υπάρχει όμως ένας τύπος αναδιάρθρωσης που θα μπορούσε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της Ευρώπης. Αυτό υποστηρίζει ο Λι Μπούτσχαϊτ, δικηγόρος στην Cleary Gottlieb Steen & Hamilton. Ο κ. Μπούτσχαϊτ παραδέχεται ότι οι μεγάλες διαγραφές χρέους ίσως προκαλέσουν τεράστιο σοκ και αποδειχθούν υπερβολικά αντιδημοφιλείς στην Ευρώπη. Ωστόσο, θα μπορούσε να επεκταθεί η περίοδος αποπληρωμής του χρέους, με τα επιτόκια να διαμορφώνονται σημαντικά μειωμένα. Τέτοια ήταν η συμφωνία της Ουρουγουάης το 2003. Το σχέδιο έχει ένα μειονέκτημα. Μεγάλο μέρος του χρέους κάποιων χωρών το κατέχουν επίσημοι πιστωτές, όπως άλλες κυβερνήσεις. Σπανίως τροποποιείς τους όρους του επίσημου χρέους. Ωστόσο, ο κ. Μπούτσχαϊτ υποστηρίζει ότι, αν δινόταν παράταση στην αποπληρωμή του, θα αυξάνονταν οι πιθανότητες επανόδου των ιδιωτών πιστωτών στη χώρα, αφού η τελευταία «θα μπορούσε να δανείζει καθ’ όλη την περίοδο χάριτος χωρίς να χρειάζεται να εξοφλήσει ενδιάμεσα τους επίσημους πιστωτές».

Η δεύτερη ιδέα είναι πως η ΕΚΤ πρέπει να έχει μεγαλύτερη αρμοδιότητα να στηρίζει χώρες με οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα. Τον Σεπτέμβριο, ο πρόεδρός της, Μάριο Ντράγκι, δήλωσε ότι η ΕΚΤ θα κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να οχυρώσει το ευρώ. Μόνη η εξαγγελία του προγράμματος αγοράς ομολόγων (ΟΜΤ) βοήθησε να ενισχυθούν οι τιμές των ιταλικών και ισπανικών κρατικών ομολόγων, διευκολύνοντας τον δανεισμό των αντίστοιχων κυβερνήσεων. Αυτό, όμως, μπορεί να μην έχει διάρκεια, αφού μάλιστα προϋποθέτει την εφαρμογή, εκ μέρους των αποδεκτών της στήριξης, αυστηρών μέτρων οικονομικής πολιτικής που πιθανότατα θα επιτείνουν τη λιτότητα. Κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να μπορεί μονομερώς να στηρίξει τις χώρες χωρίς προϋποθέσεις. Ενα τέτοιο βήμα θα έκανε την ΕΚΤ να μοιάζει με την αμερικανική Fed, η οποία δεν χρειάστηκε να περιμένει έγκριση του Κογκρέσου για τα δικά της προγράμματα αγοράς ομολόγων.

Το τρίτο σχέδιο, του Χανς-Ολαφ Χένκελ, πρώην μεγιστάνα των γερμανικών επιχειρήσεων, είναι το πιο ριζοσπαστικό κατά κάποιο τρόπο. Θα δημιουργούσε δυο νομισματικές ζώνες στην Ευρώπη. Χώρες του βορρά όπως η Γερμανία και η Ολλανδία θα χρησιμοποιούσαν το ένα νόμισμα, ενώ άλλες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία το άλλο. Το ευρώ του νότου προφανώς θα είχε μικρότερη αξία από εκείνο του βορρά. Αυτό θα ισοδυναμούσε με νομισματική υποτίμηση για τις χώρες του νότου. Θα βοηθούσε στη διόρθωση κάποιων ανισορροπιών στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οι υποτιμήσεις, άλλωστε, ήταν η νόρμα στην περιοχή πριν από το ευρώ. Και θα αύξανε την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών του νότου. Μπορεί βεβαίως να κρατούσε πίσω τις οικονομίες του βόρειου ευρώ με την υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία, όμως «αυτό θα ήταν η συνεισφορά μας στην ανταγωνιστικότητα του νότου». Αν μη τι άλλο, σύμφωνα με τον κ. Χένκελ, «με την ιδέα αυτή, το χάσμα που μας χωρίζει θα ήταν αναγνωρίσιμο».

Εντονη δυσπιστία

Ως επί το πλείστον, η Ευρώπη απέφυγε τις ριζοσπαστικές λύσεις και υπάρχουν λόγοι γι’ αυτή την ήπια προσέγγιση. Οι δραστικές πολιτικές θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν χειρότερα οικονομικά δεινά και ακόμα μεγαλύτερη ρήξη μεταξύ των χωρών που απαρτίζουν την Ευρωζώνη. Ομως, ο φόβος και τα αντικρουόμενα ιδανικά ίσως είναι λόγοι που εμποδίζουν την Ευρώπη να σκεφθεί διαφορετικά. Οι πολιτικοί μοιάζουν να υποκύπτουν σε τρεις ιερούς στόχους. Πρώτον, καμιά χώρα να μην αποχωρήσει από την Ευρωζώνη. Δεύτερον, να γίνουν τα πάντα προκειμένου να αποφευχθεί η διαγραφή για να μειωθούν τα κυβερνητικά χρέη. Τρίτον, κάθε ευρωπαϊκή χώρα που λαμβάνει βοήθεια να συμφωνήσει σε αυστηρούς όρους, αποδεχόμενη λιτότητα και εν μέρει απώλεια εθνικής ανεξαρτησίας στην πορεία.

Κι όμως, η Ευρώπη μπορεί τελικά να χρειαστεί να λάβει πιο δραστικά μέτρα. Στις περισσότερες οικονομίες της, ελάχιστες είναι οι ενδείξεις επικείμενης εύρωστης ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει πως η ανεργία στην Ευρωζώνη -ήδη ρεκόρ, στο 11,7%- θα παραμείνει υψηλή. Αν μη τι άλλο, η δυσπιστία μεταξύ βορρά και νότου της Ευρώπης είναι πιο έντονη απ’ όσο προ τριετίας.