Σε αγώνα δρόμου έχει επιδοθεί η διοίκηση της ΔΕΗ καθώς προετοιμάζει την πώληση ενός ακόμα ποσοστού, εντός του 2002, γύρω στο 15% σύμφωνα με τελευταίες πληροφορίες, σε Έλληνες και ξένους θεσμικούς. Ο αγώνας δρόμου συνίσταται στη διατήρηση ή ακόμα και στη βελτίωση όπου είναι αυτό δυνατόν, των οικονομικών αποτελεσμάτων της Επιχείρησης έτσι ώστε αυτά να διαμορφωθούν απόλυτα θετικά σύμφωνα με τις προσδοκίες. Ο στόχος της διοίκησης της ΔΕΗ θα είναι όπως στις αρχές Σεπτεμβρίου, έτσι ώστε να συμπέσει με τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ανακοινώσει βελτιωμένα αποτελέσματα σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι ενώ συγχρόνως να προβεί σε προβλέψεις για αυξημένη κερδοφορία για το β΄ εξάμηνο, κάτι που δεν θα είναι δύσκολο να επιτύχει με δεδομένη την αύξηση των τιμολογίων πώλησης ηλεκτρικού ρεύματος κατά 3.8% τα οποία ισχύουν από 1.7.2002. Ξένοι θεσμικοί οι οποίοι παρακολουθούν την πορεία της ΔΕΗ εκφράζουν την αισιοδοξία τους ότι η ΔΕΗ, παρά τη γενική υποτονικότητα και εν πολλοίς αρνητική πορεία που επικρατεί στις αγορές της Ευρώπης και των ΗΠΑ, θα σημειώσει ακόμα μία θετική πορεία το 2002 προεξοφλώντας ήδη περαιτέρω άνοδο της μετοχής της. Οι λόγοι γι΄ αυτήν την αισιοδοξία έχουν να κάνουν με τον τρόπο που λειτουργεί και θα λειτουργεί για τουλάχιστον 2 χρόνια ακόμα η ΔΕΗ, δηλαδή σ΄ ένα καθεστώς απόλυτου προστατευτισμού και έμμεσων κρατικών επιχορηγήσεων. Η ΔΕΗ απολαμβάνει σήμερα, σημειώνουν ξένοι χρηματιστηριακοί αναλυτές του ενεργειακού τομέα, μία περίοδο χάρητος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται χρόνος για την αλλαγή τρόπου λειτουργίας της Επιχείρησης και τη μετατροπή της από ένα κρατικό μονόλιθο σε μία μικρή – με διεθνή δεδομένα – ευέλικτη και αποτελεσματική εταιρεία. Στη διαδρομή αυτή, συμπληρώνουν οι ίδιοι αναλυτές, πρόκειται να κερδηθούν αρκετά χρήματα τόσο για τους θεσμικούς επενδυτές, τους μικρομετόχους, αλλά και για τους ίδιους τους managers της ΔΕΗ οι οποίοι προσδοκούν σε bonus και stock options. Η ΔΕΗ ακολουθεί σε γενικές γραμμές την πορεία μετοχοποίησης των άλλων Ευρωπαϊκών εταιρειών ηλεκτρισμού όπως π.χ. της ENEL ή της Ισπανικής ENDESA, γι΄ αυτό η πορεία της οικονομικής εξέλιξής της είναι λίγο πολύ προδιαγραμμένη, γι΄ αυτό εξ΄ άλλου θεωρούν την ΔΕΗ μία εξαιρετικά ασφαλή επένδυση. Η ψήφος εμπιστοσύνης των ξένων αναλυτών συνδυασμένη με την ενεργό υποστήριξη της Ελληνικής κυβέρνησης, είναι λογικό να έχουν εμψυχώσει την διοίκηση της ΔΕΗ η οποία βέβαια δεν χάνει ευκαιρία όπου πάει και όπου σταθεί να διαλαλεί την κερδοφόρο πορεία της Επιχείρησης και τις σωστές επιλογές και στρατηγικό σχεδιασμό της. Η διοίκηση της ΔΕΗ επίσης δεν παύει να επισημαίνει τις θετικές και πολλά υποσχόμενες προοπτικές της και τα εντυπωσιακά πράγματι σχέδια για το μέλλον όσο αφορά τον εκσυγχρονισμό της Επιχείρησης και αναβάθμιση των υπηρεσιών της. Όλα αυτά τα φερσίματα βέβαια είναι σε άμεση αντίθεση με την συμπεριφορά της ΔΕΗ τα τελευταία 10 χρόνια, δηλ. την προ του 2000 περίοδο, όπου υπό καθεστώς σοσιαλιστικής διακυβέρνησης της χώρας, οι προηγούμενες διοικήσεις προσπαθούσαν να συγκεράσουν τον κοινωνικό ρόλο της Επιχείρησης, κατοχυρωμένο από το καταστατικό της και σεβαστό απ΄ όλες ανεξαρτήτως τις κυβερνήσεις – μήδε της χούντας εξαιρουμένης – τα τελευταία 50 χρόνια, με μία οικονομικά αποδεκτή πορεία και με μικρή ή μηδαμινή κερδοφορία. Μία πρακτική βέβαια, από τότε που σταμάτησαν οι άμεσες κρατικές επιδοτήσεις, η οποία οδήγησε την Επιχείρηση σε υπερδανεισμό για να φθάσει σήμερα να έχει ένα πολύ υψηλό χρέος της τάξεως του 1.6 τρισεκ. δρχ., σε κύκλο εργασιών που μόλις ξεπερνάει το 1.0 τρις. δρχ. το έτος. Ξαφνικά όλα αυτά άλλαξαν γιατί η κυβέρνηση υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για διαρθρωτικές αλλαγές και μείωση του εξωτερικού χρέους της χώρας υποχρεώθηκε να προχωρήσει ατάκτως σε μετοχοποιήσεις βαπτίζοντας τις ως μελλοντικές ιδιωτικοποιήσεις. Η ΔΕΗ αποτελεί ένα από τα βασικά περιουσιακά στοιχεία του κράτους αλλά λόγω του κοινωνικού της προφίλ, υποχρεωτικά οικονομικά προβληματική, έπρεπε πάση θυσία έστω και μ΄ ένα γερό face-lift ν΄ αλλάξει ενδυμασία, τρόπους συμπεριφοράς, να ωραιοποιηθεί και την κατάλληλη στιγμή να «σπρωχτεί» στη διεθνή «πασαρέλα» ώριμων αλλά γοητευτικών μοντέλων. Όπερ και εγένετο, και εάν κρίνουμε από την πορεία της μετοχής της με αρκετά καλά αποτελέσματα. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η μεταμόρφωση της ΔΕΗ έγινε, και ασφαλώς συνεχίζεται, με άμεση κρατική παρέμβαση, υποστήριξη και ενθάρρυνση. Και έγινε τώρα, δηλαδή εδώ και ένα-ενάμισι χρόνο, γιατί τώρα αποφασίστηκε σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο, εάν και οι σχετικές διαδικασίες είχαν αρχίσει από το 1999/2000 όταν εισήχθη η σχετική νομοθεσία επί υπουργίας Ευ. Βενιζέλου (Ν. 1873/99) όταν άρχισε να προετοιμάζεται, από νομικής πλευράς, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στη χώρα μας, ώστε να συμβαδίσει με τις εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η κρατική παρέμβαση και ενίσχυση των οικονομικών της ΔΕΗ φαίνεται ξεκάθαρα στον πίνακα που ακολουθεί όπου αναλύονται οι παράγοντες που συνέβαλλαν στην κερδοφορία της Επιχείρησης το 2001. Μόνο από την αύξηση τιμολογίων (Ιούλιος 2001) και τη μείωση ασφαλιστικών εισφορών (λόγω ανάληψης των υποχρεώσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό) η ΔΕΗ είχε ένα καθαρό όφελος 119 δισ. δρχ. ενώ το σύνολο των συγκυριακών ωφελειών για το 2001 έφθασαν τα 207 δισ. δρχ. Να θυμίσουμε ότι το 2001 η ΔΕΗ ανακοίνωσε καθαρά κέρδη 88.6 δισ. δρχ. σε σύγκριση με το 2000 όπου είχε μόλις καταφέρει 8.5 δισ. δρχ. κέρδη. Τόσο Έλληνες όσο και ξένοι μελετητές που παρακολουθούν την πορεία του κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας παρατηρούν ότι σε μία μονοπωλιακή κατάσταση όπως είναι ακόμη η παραγωγή και διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας, υπάρχουν τεράστια περιθώρια για αύξηση των κερδών και τη διαμόρφωση θετικών αποτελεσμάτων. Η βελτίωση της αποδοτικότητας της Επιχείρησης θα μπορούσε να προέλθει λ.χ. από μία εκλογίκευση του συστήματος προμηθειών της, την αύξηση της απόδοσης των σταθμών παραγωγής, την αποτελεσματική εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού, ενδεχομένως την πώληση αδρανών περιουσιακών στοιχείων, την ανάθεση σε ιδιώτες μέρους των εργασιών, ακόμα και αυτήν την ίδια την πώληση ορισμένων σταθμών παραγωγής. Μόνο που η υιοθέτηση έστω και λίγων μόνο από τα ανωτέρω μέτρα αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε αντιπαράθεση με τα συνδικάτα. Γι΄ αυτό η διοίκηση της ΔΕΗ επέλεξε πρόσφατα την εύκολη λύση της αύξησης των τιμολογίων για να τονώσει τα οικονομικά της εταιρείας και να προετοιμάσει έτσι το έδαφος στην προσπάθεια της να πωλήσει σε καλή τιμή ένα ακόμα κομμάτι της Επιχείρησης πριν τα τέλη του χρόνου. Παράλληλα και από αρκετούς παρατηρητές διατυπώνεται και ένας προβληματισμός για το εάν και κατά πόσο η κυβέρνηση, με την ανοχή της Ε. Επιτροπής, θα μπορεί να στηρίζει εσαεί, άμεσα ή έμμεσα, τα οικονομικά της μεγαλύτερης Επιχείρησης της χώρας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή κατ΄ ένα σοβαρό ποσοστό θ΄ ανήκει σε ιδιώτες. Καθώς μάλιστα θα εντείνεται η προσπάθεια από ιδιώτες επενδυτές να εισέλθουν στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, μία προοπτική η οποία θ΄ αρχίσει να λαμβάνει σάρκα και οστά από το 2004/5, ο μονοπωλιακός ρόλος της ΔΕΗ αναπόφευκτα θ΄ αρχίσει να κλονίζεται και τότε είναι αβέβαιο εάν η Επιχείρηση θα μπορεί να έχει τη δυνατότητα για συνεχή και υψηλά κέρδη. Γι΄ αυτό τα επόμενα 2-3 χρόνια κρίνονται εξαιρετικά κρίσιμα για την Επιχείρηση και τον υποστηρικτή της, και κύριο ακόμα μέτοχο της, την Ελληνική κυβέρνηση. Γιατί μέσα σε αυτό το διάστημα η διοίκηση αλλά και οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ θα κληθούν πράγματι να συμβάλλουν τα μέγιστα ώστε να μετασχηματίσουν την Επιχείρηση σε μία αναπτυξιακή ατμομηχανή, απογαλακτώνοντας την συγχρόνως από την σιγουριά της μητρικής αγκάλης του κράτους. Οι πραγματικές προκλήσεις αρχίζουν τώρα, παρατηρούν οι ειδικοί του κλάδου, γιατί η ΔΕΗ θα πρέπει μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες να εμφανίσει ένα νέο πρόσωπο, προσφέροντας νέες υπηρεσίες και επιδεικνύοντας μία νέα συμπεριφορά προς το καταναλωτικό κοινό ενώ συγχρόνως καλείται να επιδείξει μία επιχειρηματική ευελιξία και εξωστρέφεια με στόχο την διαμόρφωση τακτικών και απόκτηση εμπειρίας διεθνών deals, στοιχεία που θα επιτρέψουν την επίτευξη κερδών σε μακροχρόνια βάση. Κ. Παλαμήδης

Διαβάστε ακόμα