Υποσχέσεις ότι το υπουργείο Οικονομικών θα εξετάσει την δυνατότητα να μην προκαταβάλλουν οι εταιρείες εμπορίας τους φόρους κατά την αγορά των καυσίμων από τα διυλιστήρια, εισέπραξε το προεδρείο του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών, κατά τη συνάντηση που είχε νωρίτερα σήμερα με τον Γιάννη Στουρνάρα.

Υποσχέσεις ότι το υπουργείο Οικονομικών θα εξετάσει την δυνατότητα να μην προκαταβάλλουν οι εταιρείες εμπορίας τους φόρους κατά την αγορά των καυσίμων από τα διυλιστήρια, εισέπραξε το προεδρείο του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών, κατά τη συνάντηση που είχε νωρίτερα σήμερα με τον Γιάννη Στουρνάρα.

Η συνάντηση ως γνωστόν κλείστηκε με παρέμβαση του ίδιου του Πρωθυπουργού, προκειμένου να τεθούν στην κυβέρνηση μία σειρά από ζητήματα κρίσιμα για τη βιωσιμότητα των εταιρειών, αλλά και ολόκληρου του κλάδου. Τα κυριότερα αφορούν την προώθηση των κανονιστικών πράξεων για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου,οι οποίες καθυστερούν αδικαιολόγητα, ενώ σημαντικές επιπτώσεις στη ρευστότητα του κλάδου έχει και η προκαταβολή των φόρων στα καύσιμα, οι οποίοι αντιστοιχούν σε περίπου 60-65% επί της λιανικής τιμής (εδικός φόρος και ΦΠΑ).

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν οι άνθρωποι των εταιρειών, η μειωμένη κατανάλωση καυσίμων και οι μεγάλες επισφάλειες από τα πρατήρια σε συνδυασμό με την πιστωτική στενότητα των τραπεζών και τα υψηλά επιτόκια, έχουν προκαλέσει οικονομική ασφυξία στις εταιρίες. Αυτό που τόνισαν επί του προκειμένου στον κ. Στουρνάρα, είναι ότι το Δημόσιο δεν πρόκειται να χάσει ούτε ένα ευρώ από τα προϋπολογισμένα έσοδα από φόρους καυσίμων.

Ωστόσο μία χρονική υστέρηση στην καταβολή των φόρων και δασμών των 10-20 ημερών, θα δώσει μία σημαντική «ανάσα» ρευστότητας στις εταιρείες,οι οποίες σήμερα αναγκάζονται να δανείζονται με υπέρογκα επιτόκια προκειμένου να προκαταβάλλουν τους φόρους. Σύμφωνα με υπολογισμούς των εταιρειών, οι φόροι ενός δεκαημέρου αντιστοιχούν σε περίπου 120 εκατομμύρια ευρώ, ρευστότητα την οποία οι εταιρείες εμπορίας στερούνται.

Αντιθέτως επεσήμαναν στον κ Στουρνάρα, στους άλλους εμπορικούς κλάδους των προϊόντων των οποίων επιβαρύνονται με εδικούς φόρους (τσιγάρα, οινόπνευμα), αυτοί καταβάλλονται εκ των υστέρων.