Ενώ το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης ήτο στραμμένο στην εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη, η κυβέρνηση απεφάσισε να εγκρίνει γενικές αυξήσεις 3.85% στα τιμολόγια της ΔΕΗ, ανεξαρτήτου κατανάλωσης, που ισχύουν ήδη από την περασμένη εβδομάδα. Πέρα από την οικονομική αφαίμαξη του καταναλωτικού κοινού και τις απόλυτα δικαιολογημένες αντιδράσεις του, η απόφαση αυτή της κυβέρνησης δημιουργεί δύο εύλογα ερωτηματικά. Πρώτον, γιατί η κυβέρνηση ενώ ευρίσκεται εκ νέου αντιμέτωπη σε μία αναζωπύρωση του πληθωρισμού αποφάσισε να δεχθεί μία αύξηση η οποία μάλιστα κινείται αρκετά άνω του επίσημου πληθωρισμού ο οποίος το πρώτο επτάμηνο του 2002 έτρεχε με 3.5%. Το δεύτερο ερώτημα είναι το γιατί η διοίκηση της μεγαλύτερης επιχείρησης της χώρας, η οποία εμφάνισε σημαντικά κέρδη το 2001 (τα μεγαλύτερα στην 50ετή ιστορία της) και αναμένεται να εμφανίσει και φέτος, αισθάνθηκε υποχρεωμένη να προτείνει στην κυβέρνηση (μέσω ΡΑΕ) και τελικά να επιτύχει την αιτούμενη αύξηση; Δεν έχει άραγε άλλους τρόπους η διοίκηση ν΄ αυξήσει την κερδοφορία της Επιχείρησης ή τέλος πάντων δεν μπορούσε να προσεγγίσει τους στόχους της με μικρότερες αυξήσεις, κάτω του πληθωρισμού; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα καλύπτει εν μέρει και το δεύτερο και πηγάζει από την άλλη απόφαση της κυβέρνησης όπως πωλήσει, πριν τα τέλη του έτους, ένα ακόμα ποσοστό των μετοχών της ΔΕΗ μέσω του Χρηματιστηρίου σε Έλληνες και ξένους θεσμικούς επενδυτές. Η καλή ομολογουμένως πορεία της μετοχής της ΔΕΗ στο Χ.Α.Α. και στο LSE από την είσοδο της τον περασμένο Δεκέμβριο μέχρι σήμερα, έχει επηρεάσει οπωσδήποτε την απόφαση αυτή σε συνδυασμό με την αγωνιώδη προσπάθεια του υπουργού Οικονομίας κ. Ν. Χριστοδουλάκη όπως εξασφαλίσει επιπλέον έσοδα για τον προϋπολογισμό από ιδιωτικοποιήσεις, ιδιαίτερα μάλιστα τώρα μετά την αναπροσαρμογή από την Ε.Ε. στις Βρυξέλλες των κριτηρίων καθορισμού κρατικών εσόδων σε σχέση με τη μείωση του δημοσίου χρέους. Αυξάνοντας η ΔΕΗ τα τιμολόγια της τώρα επιτυγχάνει να εγγράψει στην χρήση του Β΄ εξαμήνου του 2002 επιπλέον κέρδη και έτσι να εμφανίσει τη μετοχή της ακόμη πιο ελκυστική και πολλά υποσχόμενη. Η μεν διοίκηση της ΔΕΗ παίζει τον ρόλο των super managers, παρουσιάζοντας διαρκώς αυξανόμενα κέρδη και καλύτερες μετοχικές αποδόσεις, η δε κυβέρνηση προσδοκά σε μεγαλύτερα έσοδα από την πώληση μιας ακόμα "φέτας" της Επιχείρησης χωρίς να είναι καθόλου βέβαιον εάν τα επιπλέον έσοδα από την πώληση μεριδίου της Επιχείρησης θα αντισταθμίσουν το πλήγμα που θα υποστούν η εθνική οικονομία, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές από τις επιπλέον επιβαρύνσεις και τη συντήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά σχετικά επίπεδα. Τελικά φαίνεται ότι τα πάντα γίνονται για λόγους προβολής αφού εάν εξετάσει κάποιος προσεκτικά την κατάσταση θα διαπιστώσει ότι τα πολυδιαφημισμένα κέρδη της ΔΕΗ προκύπτουν από μία σειρά καθαρά συγκυριακών παραγόντων και σαν αποτέλεσμα ευνοϊκών ρυθμίσεων που ισχύουν μόνο στην περίπτωση της ΔΕΗ και για καμία άλλη επιχείρηση στη χώρα. Έτσι μόνο από την μη καταβολή χρημάτων για την ασφάλιση του προσωπικού της η ΔΕΗ ωφελήθηκε κατά 78.0 δισεκ. δρχ. το 2001, ποσό το οποίο κατεβλήθη απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό στην ΟΑΠ-ΔΕΗ. Από την μείωση των τραπεζικών επιτοκίων αλλά και την πτώση στις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου η ΔΕΗ εξοικονόμησε επιπλέον 51 δισεκ. δρχ. Επίσης ποσά της τάξης των 23 δισεκ. δρχ. εισέπραξε η ΔΕΗ σαν αποτέλεσμα αύξησης της ζήτησης (4.4%) εντός του 2001 και ακόμα 41.0 δισεκ. σαν αποτέλεσμα της αύξησης των τιμολογίων της τον Ιούλιο πέρυσι. Εάν στα ανωτέρω ποσά προσθέσουμε και 15.0 δισεκ. δρχ. κέρδη από συναλλαγματικές διαφορές τότε προκύπτει ένα συνολικό όφελος 192 δισεκ. δρχ. ποσό το οποίο ενεγράφη στα κέρδη του 2001 όχι απόρροια των ενεργειών της διοίκησης της ΔΕΗ αλλά για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως της και σαν αποτέλεσμα αποφάσεων που είχαν ληφθεί προ της ανάληψης των καθηκόντων της αλλά και από σωρεία εξωγενών παραγόντων. Χωρίς να θέλουμε να υποβιβάσουμε το ρόλο της διοίκησης της ΔΕΗ και την αποτελεσματικότητα της αναδιοργάνωσης που επέτυχε καθώς και τους νέους επιχειρηματικούς στόχους που έχει θέσει και υλοποιεί, η αλήθεια παραμένει ότι σε μία μονοπωλιακή κατάσταση όπως είναι ακόμη η παραγωγή και διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας, υπάρχουν τεράστια περιθώρια για αύξηση των κερδών και τη διαμόρφωση θετικών αποτελεσμάτων. Η βελτίωση της αποδοτικότητας της Επιχείρησης θα μπορούσε να προέλθει λ.χ. από μία εκλογίκευση του συστήματος προμηθειών της, την αύξηση της απόδοσης των σταθμών παραγωγής, την αποτελεσματική εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού, ενδεχομένως την πώληση αδρανών περιουσιακών στοιχείων, την ανάθεση σε ιδιώτες μέρους των εργασιών, ακόμα και αυτήν την ίδια την πώληση ορισμένων σταθμών παραγωγής. Όντας βέβαιη ότι η υιοθέτηση έστω και λίγων μόνο από τα ανωτέρω μέτρα θα οδηγούσε σε αντιπαράθεση με τα συνδικάτα, η διοίκηση επέλεξε την εύκολη λύση της αύξησης των τιμολογίων για να προετοιμάσει έτσι το έδαφος και να παρουσιάσει και πάλι κέρδη στην προσπάθεια της να πωλήσει ένα ακόμα κομμάτι της Επιχείρησης. Με συμπαραστάτη την κυβέρνηση σε κάθε της βήμα η διοίκηση της ΔΕΗ αισθάνεται σχετικά άνετα και άρα δεν έχει κανένα ενδοιασμό, μέσω των αυξήσεων στα τιμολόγια, να λεηλατεί τον οικογενειακό προϋπολογισμό και τα ταμεία των επιχειρήσεων με την πρωτοφανή μάλιστα δικαιολογία ότι η χώρα μας έχει τις φθηνότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη - που όντως ισχύει για ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών. Αυτό όμως δεν είναι επιχείρημα για να αυξάνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τα τιμολόγια πώλησης ηλεκτρικού ρεύματος. Αντίθετα αποδυναμώνουν τη θέση της Ελλάδος ως τουριστικό και επενδυτικό προορισμό. Βλέπετε σε κάθε δράση υπάρχει και αντίδραση και οι παράπλευρες επιπτώσεις. Μόνο που οι managers της ΔΕΗ προτιμούν ν΄ αγνοούν τις ευρύτερες αρνητικές επιπτώσεις, αφού επιθυμούν να καρπούνται μόνο ότι θετικό έχει να τους προσφέρει το κρατικό σύστημα. Οι θέσεις τους, που ασφαλώς είναι ότι η ΔΕΗ είναι πλέον μία επιχείρηση που λειτουργεί με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και άρα πρέπει να επιτυγχάνει κέρδη, δεν πείθουν καθόλου, αφού εάν πράγματι είχαν καταφέρει μία αποτελεσματική αναδιοργάνωση της Επιχείρησης θα εξασφάλιζαν σημαντικά κέρδη από πολλούς άλλους τομείς χωρίς να καταφεύγουν σε αδικαιολόγητες υψηλές αυξήσεις στα τιμολόγια πώλησης και μάλιστα δύο φορές μέσα σε διάστημα 12 μηνών. Κ. Σταμπολής Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, στις 8/8/20002

Διαβάστε ακόμα