Η ανακοίνωση, πρόσφατα, μιας σειράς θετικών οικονομικών δεικτών υποδηλώνει ότι η ύφεση στην οικονομία της Ευρωζώνης πλησιάζει στο τέλος της. Ακόμη και σε χώρες που αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία παρατηρείται βελτίωση του οικονομικού κλίματος και περιορισμός της ύφεσης. Οπότε, πλησιάζει και το τέλος της κρίσης; Σε καμία περίπτωση.

Η ανακοίνωση, πρόσφατα, μιας σειράς θετικών οικονομικών δεικτών υποδηλώνει ότι η ύφεση στην οικονομία της Ευρωζώνης πλησιάζει στο τέλος της. Ακόμη και σε χώρες που αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία παρατηρείται βελτίωση του οικονομικού κλίματος και περιορισμός της ύφεσης. Οπότε, πλησιάζει και το τέλος της κρίσης; Σε καμία περίπτωση. Δεν θα ανακοίνωνα τη νίκη και αντιθέτως θα έλεγα ότι απαιτείται η λήψη και άλλων πολιτικών αποφάσεων. Η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη παραμένει ασθενική με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβλέπει ανάπτυξη 1,2% του ΑΕΠ για το 2014, γεγονός που θα τερμάτιζε την ύφεση. Ωστόσο, ο ρυθμός της ανάπτυξης δεν είναι επαρκής για να δημιουργήσει αύξηση της απασχόλησης και συνεπώς η ανεργία θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στο απαράδεκτα υψηλό ποσοστό του 12,1%. Στα χρόνια πριν από την κρίση η ανάπτυξη της Ευρωζώνης προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την περιφέρεια, ενώ η ανάπτυξη στη Γερμανία κινούνταν κάτω του μέσου όρου. Υπάρχουν τρεις βασικοί παράγοντες που θα ευνοούσαν την αύξηση της γερμανικής οικονομίας και συνεπώς θα συνέβαλαν πιο αποφασιστικά στο τέλος της ύφεσης στην Ευρωζώνη:

Πρώτον, οι γερμανικές δημόσιες επενδύσεις είναι προς το παρόν από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. και σε πολλούς τομείς η έλλειψη δημοσίων επενδύσεων περιορίζει την ανάπτυξη. Θα ήταν ευεργετικό για τη Γερμανία να ανακατευθύνει ορισμένες από τις αποταμιεύσεις της στις δημόσιες επενδύσεις, ιδίως σε μια εποχή όπου το κόστος δανεισμού είναι τόσο χαμηλό. Η απόδοση από τις δημόσιες επενδύσεις λογικά θα είναι υψηλότερη από την απόδοση που αποκόμισε η Γερμανία επενδύοντας στο εξωτερικό (π.χ. πολύ σημαντικές ζημίες από κρίση subprime το 2007).

Δεύτερον, θα πρέπει να βελτιωθούν και άλλο οι συνθήκες για τους μετανάστες. Η άνθηση της αγοράς εργασίας στη Γερμανία σημαίνει ότι όλο και πιο πολλές εταιρείες αναγκάζονται να προσλαμβάνουν ξένους εξειδικευμένους εργάτες για ν’ αυξήσουν την παραγωγή τους. Ωστόσο, οι ξένοι εργάτες δεν διαθέτουν κατ’ ανάγκη όλα τα προσόντα που αναζητούν οι εταιρείες. Οπότε, πιο εξειδικευμένη εκπαίδευση, μαθήματα γλώσσας και τα συναφή θ’ αποτελούσαν χρήσιμη επένδυση για τη Γερμανία και επίσης θα διευκόλυναν την μετανάστευση εργατικού δυναμικού από χώρες με υψηλή ανεργία.

Τρίτον, το κανονιστικό πλαίσιο σε ορισμένους τομείς του κλάδου των υπηρεσιών εξακολουθεί να είναι ασφυκτικό. Η απελευθέρωση του κλάδου των υπηρεσιών θα αυξήσει τη δραστηριότητα, την αποδοτικότητα της γερμανικής μεταποίησης και θα προσθέσει νέες θέσεις εργασίας και για τους μετανάστες. Φυσικά, η απελευθέρωση θα έστρεφε τη γερμανική βιομηχανία περισσότερο προς τις υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, η γερμανική οικονομία θ’ αναπτυσσόταν με υψηλότερο ρυθμό. Η αύξηση της παραγωγής θα συνδεόταν με αύξηση των μισθών στη Γερμανία, κάτι που θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο τη ζήτηση για ξένα προϊόντα.

Η πρόσφατη βελτίωση των οικονομικών δεικτών είναι ενθαρρυντική, αλλά η επιστροφή της οικονομίας της Ευρωζώνης στη βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί τη λήψη σημαντικών νέων πρωτοβουλιών. Αυτές περιλαμβάνουν διαρθρωτικές αλλαγές στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, αλλά και στη Γερμανία. Επίσης, περιλαμβάνουν αποφασιστικές ενέργειες για την εξυγίανση των τραπεζών και τη δημιουργία της τραπεζικής ένωσης. Χωρίς αυτές, η ανεργία θα παραμείνει υψηλή επί χρόνια.

* Ο Guntram Wolff είναι διευθυντής του think tank Bruegel στις Βρυξέλλες.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή")