Το Υψηλό Κόστος των ΑΠΕ στο Επίκεντρο των Διαβουλεύσεων για τον Σχηματισμό Κυβέρνησης στην Γερμανία

Το Υψηλό Κόστος των ΑΠΕ στο Επίκεντρο των Διαβουλεύσεων για τον Σχηματισμό Κυβέρνησης στην Γερμανία
του Κ.Ν. Σταμπολή, πρόσφατα στο Βερολίνο
Τρι, 22 Οκτωβρίου 2013 - 08:01
Καθώς προχωράει η προετοιμασία για τις διαπραγματεύσεις, που πρόκειται να ξεκινήσουν την ερχόμενη εβδομάδα στο Βερολίνο, ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ και το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών , με στόχο την δημιουργία ενός μεγάλου συνασπισμού που θα σχηματίσει την επόμενη Γερμανική κυβέρνηση, το ενδιαφέρον στρέφεται στην διαμόρφωση της κοινής ατζέντας που θα υιοθετήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα

Καθώς προχωράει η προετοιμασία για τις διαπραγματεύσεις, που πρόκειται να ξεκινήσουν την ερχόμενη εβδομάδα στο Βερολίνο, ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ και το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών , με στόχο την δημιουργία ενός μεγάλου συνασπισμού που θα σχηματίσει την επόμενη Γερμανική κυβέρνηση, το ενδιαφέρον στρέφεται στην διαμόρφωση της κοινής ατζέντας που θα υιοθετήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα. Πάντως πριν την έναρξη των συνομιλιών, την προσεχή Τετάρτη, πρόκειται να συνέλθει σε σώμα το νέο κοινοβούλιο, το Bundestag, το οποίο μετά από πρόταση του προέδρου της Δημοκρατίας Joachim Gauck αναμένεται να εγκρίνει την παράταση της ζωής της υπάρχουσας κυβέρνησης Μέρκελ τουλάχιστον μέχρι τα Χριστούγεννα οπότε εκτιμάται ότι θα έχουν ολοκληρωθεί οι συνεννοήσεις για την δημιουργία της νέας κυβέρνησης συνασπισμού.

Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κατά την διάρκεια ομιλίας της την περασμένη Τετάρτη στην ετήσια συνέλευση της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Εργατικών Σωματείων στο Αννόβερο, τέσσερα είναι τα βασικά θέματα που πρόκειται ν’ απασχολήσουν την επόμενη κυβέρνηση. Μετά το κυρίαρχο θέμα, από πλευράς προτεραιότητας, της σταθεροποίησης των οικονομικών της ευρωζώνης , το υψηλό κόστος που αντιμετωπίζει ήδη η Γερμανία για την λειτουργία των μονάδων ΑΠΕ στην προσπάθεια της για την μετάβαση της σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα με τον παράλληλο περιορισμό της πυρηνικής ενέργειας, αναδεικνύεται ως βασικό θέμα της κεντρικής πολιτικής ατζέντας. Τα άλλα δύο θέματα, εξίσου σοβαρά σύμφωνα με την Γερμανίδα Καγκελάριο, είναι η γήρανση του πληθυσμού και η πίεση που αυτή ασκεί στην οικονομία και τις ανάγκες παροχής κοινωνικών υπηρεσιών καθώς και η αναμόρφωση, οργάνωση και λειτουργία του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού με στόχο μια πιο δίκαιη κατανομή στην περιφέρεια όσον αφορά την προέλευση των εσόδων.

Σύμφωνα με υπολογισμούς της Γερμανικής Ένωσης Βιομηχανιών Ενέργειας και Ύδατος ( BDEW), η συνολική επιβάρυνση στους Γερμανούς καταναλωτές για τα Feed-In-Tariffs στο πλαίσιο του νομικού πλαισίου στήριξης των ΑΠΕ το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή το 2000, έχει φθάσει τα 109 δις ευρώ συνολικά, ενώ κινείται με ανοδικές τάσεις. Όπως προκύπτει από στοιχεία από τους τέσσερις διαχειριστές του ομοσπονδιακού ηλεκτρικού συστήματος, μόνο για το 2014 το κόστος επιχορήγησης των ΑΠΕ, το οποίο επιβαρύνει τους βιομηχανικούς και οικιακούς καταναλωτές, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 23.6 δις ευρώ σε σύγκριση με 20.4 δις ευρώ για το 2013. Η επιβάρυνση ΑΠΕ για τους Γερμανούς καταναλωτές, δηλαδή το αντίστοιχο δικό μας ΕΤΜΕΑΡ , πρόκειται μετά από πρόταση της κυβέρνησης ν’ αυξηθεί το 2014 κατά 18% και να φθάσει στα 6.24 σεντς του ευρώ την κιλοβατώρα.


Το υψηλό και διαρκώς αυξανόμενο κόστος στήριξης των ΑΠΕ απασχολεί έντονα τόσο την κυβέρνηση όσο και την βιομηχανία αφού επηρεάζει πλέον την λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού με αρνητικές επιπτώσεις στην διαμόρφωση του ενεργειακού κόστους πολλών επιχειρήσεων. Ακόμη επηρεάζει άμεσα την διαμόρφωση σε υψηλότερο επίπεδο αρκετών κατηγοριών τιμών λιανικής ηλεκτρικού ρεύματος με αντίκτυπο στο κόστος διαβίωσης των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων. Όμως η διακομματική απόφαση για στήριξη των ΑΠΕ παρά το υψηλό τους κόστος με στόχο την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος της χώρας, όπου πρόκειται ν’ αυξηθεί περαιτέρω η συμμετοχή των ΑΠΕ από το σημερινό 23% σε 35% το 2020 και 80% το 2050, δημιουργεί έντονες αντιδράσεις και λόγω του προβλεπόμενου υψηλού κόστους των επενδύσεων που θα χρειασθούν. Όπως μας υπεγράμμισε ο υφυπουργός Οικονομίας και Τεχνολογίας υπεύθυνος για θέματα ενέργειας κ. Stefan Kapferer σε πρόσφατη συνάντηση μας στη Γερμανική πρωτεύουσα, θα πρέπει να επενδυθούν τουλάχιστον 20 δις ευρώ στην ενίσχυση του ηλεκτρικού δικτύου της χώρας μέχρι το 2020 με την κατασκευή νέων καλωδιακών γραμμών και την προώθηση smart grids, επενδύσεις που κρίνονται τελείως απαραίτητες για την διείσδυση της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ σε ακόμη μεγαλύτερη από την σημερινή κλίμακα. Άμεση είναι η ανάγκη ενίσχυσης του άξονα Βορρά – Νότου καθ’ ότι, σύμφωνα με τον κ. Kapferer, σύντομα θα προκύψει πρόβλημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από τις παράκτιες περιοχές της Βαλτικής όπου πρόκειται ν’ αναπτυχθούν κυρίως τα θαλάσσια αιολικά πάρκα.

Ενώ η περαιτέρω προώθηση των ΑΠΕ αποτελεί ειλημμένη απόφαση για τα Γερμανικά πολιτικά κόμματα, η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος, ιδίως στην ηλεκτροπαραγωγή, που ήδη πραγματοποιείται δημιουργεί ταυτόχρονα σοβαρά προβλήματα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από θερμικές μονάδες. Όπως μας απεκάλυψε ο κ. Kapferer ήδη 28 μεσαίες και μεγάλες θερμικές μονάδες σε διάφορες τοποθεσίες στην Γερμανία που καταναλώνουν άνθρακα και φυσικό αέριο, συνολικής εγκατεστημένης ισχύς άνω των 7.0 GW, έχουν σταματήσει την λειτουργία τους τελευταίους 12 μήνες αδυνατώντας να λειτουργήσουν με ανταγωνιστικές τιμές, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση του μέσου ενεργειακού κόστους. Αυτή είναι μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη καθ’ ότι επηρεάζει τόσο το κόστος όσο και την απασχόληση και ως εκ τούτου αποτελεί θέμα έντονου προβληματισμού για τα δύο μεγάλα κόμματα παραμονές της έναρξης των συνομιλιών τους για την δημιουργία της νέας κυβέρνησης.