Η Ελλάδα Εξακολουθεί να Παραμένει Αποκομμένη από τις Διεθνείς και Περιφερειακές Εξελίξεις στο Upstream

Η Ελλάδα Εξακολουθεί να Παραμένει Αποκομμένη από τις Διεθνείς και Περιφερειακές Εξελίξεις στο Upstream
του Κ.Ν. Σταμπολή
Τρι, 3 Δεκεμβρίου 2013 - 08:42
Μπορεί η πρόσφατη ανακοίνωση του ΥΠΕΚΑ (29/11) για τις συμβάσεις για τις έρευνες υδρογονανθράκων στα Ιωάννινα και τον Πατραϊκό Κόλπο να αναπτέρωσε λίγο το ηθικό των άμεσα εμπλεκόμενων στην χρονοβόρα αυτή διαδικασία που κρατάει σχεδόν δύο χρόνια, από τότε δηλαδή που προκηρύχθηκαν οι διαγωνισμοί τύπου Open Door για την Δυτική Ελλάδα, όμως η όλη κατάσταση παραμένει μάλλον νεφελώδης

Μπορεί η πρόσφατη ανακοίνωση του ΥΠΕΚΑ (29/11) για τις συμβάσεις για τις έρευνες υδρογονανθράκων στα Ιωάννινα και τον Πατραϊκό Κόλπο να αναπτέρωσε λίγο το ηθικό των άμεσα εμπλεκόμενων στην χρονοβόρα αυτή διαδικασία που κρατάει σχεδόν δύο χρόνια, από τότε δηλαδή που προκηρύχθηκαν οι διαγωνισμοί τύπου Open Door για την Δυτική Ελλάδα, όμως η όλη κατάσταση παραμένει μάλλον νεφελώδης. Διότι ναι μεν το ΥΠΕΚΑ στην ανωτέρω ανακοίνωση κάνει λόγο για επιτάχυνση των διαδικασιών προκειμένου να υπογραφούν ως το τέλος του έτους οι συμβάσεις για τις έρευνες υδρογονανθράκων στα Ιωάννινα, τον Πατραϊκό Κόλπο και το Κατάκολο, όμως η βασική εκκρεμότητα που είναι η αποσαφήνιση του φορολογικού καθεστώτος που θα ισχύσει κατά την διάρκεια των ερευνών και της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων παραμένει ένας πραγματικός γόρδιος δεσμός!

Και ενώ για όλες τις άλλες εκκρεμότητες που σχετίζονται με τις συμβάσεις έρευνας και εκμετάλλευσης έχει επέλθει συμφωνία ανάμεσα στις εταιρείες και την διαπραγματευτική ομάδα του ΥΠΕΚΑ, το φορολογικό έχει αναδειχθεί ως μείζον θέμα το οποίο εξακολουθεί να παραμένει άλυτο αφού υπάρχουν σοβαρά αποκλίνουσες απόψεις. Οι εταιρείες και οι μέτοχοι τους επιμένουν στην θέση τους όπως υπάρξει ξεκάθαρη πρόβλεψη στις συμβάσεις για το ενδεχόμενο αλλαγής του φορολογικού καθεστώτος ώστε σε περίπτωση επιβολής νέας φορολογικής κλίμακας, πέρα και πάνω από αυτήν που αναφέρει η σύμβαση, να υπάρξουν κατάλληλες φορο-ελαφρύνσεις ώστε να διατηρηθεί ανέπαφο το επίπεδο των προβλεπόμενων εσόδων έτσι ώστε να μπορούν να εξυπηρετούνται οι υποχρεώσεις των εταιρειών.

Ενώ βάσει του Ν4001/2011 προβλέπονται σταθερά φορολογικά κέρδη, στο 25% επί των κερδών με επιπλέον έσοδα επί του τζίρου (δηλ. royalties) που κλιμακούνται από 2 – 20%, όμως βάσει του ισχύοντος φορολογικού καθεστώτος και των απείρων δυνατοτήτων που δίδει το σημερινό σύστημα διοίκησης στην Ελλάδα, ο εκάστοτε Υπουργός Οικονομικών μπορεί να αλλάζει κατά το δοκούν με υπουργική απόφαση την κλίμακα προσόδων ενώ ανά πάσα στιγμή δύναται να επιβάλλει πρόσθετη φορολογία επί του τζίρου αλλά και έκτακτες εισφορές επί των κερδών. Έτσι, παρατηρούν τα στελέχη των ξένων εταιρειών που είναι επιφορτισμένα με τη διαπραγμάτευση των συμβάσεων, είναι αδύνατον να διατυπωθούν έγκυρες προβλέψεις για τα κεφάλαια που θα χρειασθούν να επενδυθούν ή να υπολογισθεί το αναμενόμενο cash flow που θα προέλθει από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στη Δυτική Ελλάδα. Για αυτό και επιμένουν στην ύπαρξη ενός λεγόμενου stabilization clause. Όπως εξάλλου επισημαίνουν τα ανωτέρω στελέχη εάν δεν υπάρξει η απαραίτητη νομική θωράκιση, έτσι ώστε να αποφευχθούν φορο – εισπρακτικές εκπλήξεις, τότε απλούστατα οι εταιρείες δεν θα προσέλθουν να υπογράψουν συμβάσεις με το Ελληνικό δημόσιο οι οποίες ενδέχεται να τις οδηγήσουν σε πολύχρονες και πολυέξοδες δικαστικές διαμάχες και σε γραφειοκρατικούς δαιδάλους για τους οποίους είναι πασίγνωστη η Ελλάδα.

Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Energia. Gr, ο αρμόδιος υπουργός ΠΕΚΑ κ. Γιάννης Μανιάτης, ο οποίος γνωρίζει καλά την σοβαρή επιπλοκή που δημιουργεί το σύνθετο φορολογικό καθεστώς των συμβάσεων και επιθυμεί πράγματι την επίλυση του όλου θέματος και την υπογραφή τους το συντομότερο δυνατό, έχει προωθήσει το όλο θέμα σε ανώτερο κυβερνητικό επίπεδο επιθυμώντας το Υπουργείο Οικονομικών ως πλέον αρμόδιο, ν’ αναλάβει και αυτό το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί. Η επιλεγείσα προσέγγιση είναι ότι πρέπει να υπάρξει ξεκάθαρη τοποθέτηση του ΥΠΟΙΚ και σαφής διατύπωση αναφορικά με το φορολογικό καθεστώς που θα είναι αποδεκτή από τις εταιρείες οι οποίες και θα επιφορτισθούν με τις απαραίτητες επενδύσεις. Για αυτό την περασμένη Παρασκευή 29/11 (βλέπε σχετικό ρεπορτάζ στο Energia. Gr) πραγματοποιήθηκε μια πρώτη σύσκεψη στο Υπουργείο Οικονομικών υπό τον κ. Γιάννη Στουρνάρα και την συμμετοχή του υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, του υφυπουργού κ. Α. Παπαγεωργίου και τον γενικό γραμματέα κ. Κ. Μαθιουδάκη. Έτσι το μπαλάκι φαίνεται να έχει περάσει τώρα στο Υπουργείο Οικονομικών το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ταυτόχρονα ως μια θετική αλλά και ως αρνητική εξέλιξη. Το θετικό είναι ότι οποιοδήποτε άρθρο που θα αφορά το φορολογικό καθεστώς θα έχει τη σύμφωνη γνώμη και απόλυτο έγκριση του υπουργείου, το αρνητικό όμως είναι ότι με δεδομένο τον φόρτο εργασίας του εν λόγω υπουργείου λόγω των εκκρεμοτήτων με την τρόικα είναι ορατός ο κίνδυνος να μην υπάρξει έγκαιρη τοποθέτηση του και άρα μοιραία οδηγούμεθα σε περαιτέρω πολυήμερη καθυστέρηση.

Παρά την κυβερνητική και επιστημονική ευφορία που εκφράζεται τελευταία για τις υψηλές προσδοκίες της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στη χώρα μας φαίνεται ότι τελικά θα απαιτηθεί αρκετός χρόνος, πολλή συντονισμένη προσπάθεια και σημαντικές επενδύσεις για να υπάρξουν επί της ουσίας αποτελέσματα. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί γνωστό στέλεχος του Ευρωπαϊκού πετρελαϊκού κλάδου, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν ανακαλύπτονται με σεισμικές έρευνες αλλά με γεωτρήσεις και μάλιστα πετυχημένες. Για αυτό πέρα από το παιχνίδι εντυπώσεων που με μεγάλη μαεστρία παίζει η κυβέρνηση μέσω διαφόρων πομπωδών δηλώσεων με αφορμή την επικείμενη ολοκλήρωση των σεισμικών καταγραφών της Νορβηγικής PGS στο Ιόνιο και Νότια της Κρήτης, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα αυτήν την στιγμή παραμένει πλήρως αποκομμένη από τις διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις στον τομέα των ερευνών. Και αυτό γιατί πέρα από τις περιορισμένες έρευνες της Energean Oil & Gas στα πεδία του Πρίνου – που και αυτές διεκόπησαν την περασμένη εβδομάδα λόγω αδυναμίας αναπροσαρμογής του νομικού πλαισίου για την διάθεση του παραγόμενου πετρελαίου – δεν έχει εξασφαλιστεί ουδεμία νέα ερευνητική δραστηριότητα μέσω των διαγωνισμών του Open Door στην Δυτική Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού. Αφού 18 μήνες μετά την υποβολή προσφορών στο πλαίσιο του εν λόγω διαγωνισμού και της αξιολόγησης των που κράτησε 12 ολόκληρους μήνες για την ανάδειξη των αναδόχων, ακόμα δεν έχει υπογραφεί ούτε μια σύμβαση. Αλλά και εάν ακόμα υπογραφούν αύριο οι συμβάσεις με την μεθόδευση που έχει επιλέξει το ΥΠΕΚΑ, δηλαδή επικύρωση των συμβάσεων μέσω της Βουλής (παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το ισχύον νομικό καθεστώς, δηλ. του N.4001/2011), οι συμβάσεις δεν πρόκειται να τεθούν σε ισχύ πριν τον Μάρτιο ή Απρίλιο του 2014, στην καλύτερη περίπτωση, που στην πράξη σημαίνει ότι επί της ουσίας έρευνες με γεωτρήσεις θα μπορούν να ξεκινήσουν το φθινόπωρο του 2014 το νωρίτερο.

Εν όψει της ανωτέρω μάλλον αποκαρδιωτικής εικόνας διερωτάται κάθε εχέφρων άνθρωπος για το εάν πράγματι υπάρχει προοπτική για παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Ελληνικό υπέδαφος στο ορατό μέλλον. Εάν η χώρα, ως αποτέλεσμα πολιτικής ατολμίας και της χρόνιας διοικητικής ανεπάρκειας του κρατικού μηχανισμού, δεν μπορέσει τελικά να κάνει το μεγάλο άλμα (που πράγματι προϋποθέτει η υπογραφή των συμβάσεων παραχώρησης) και δεν μπορέσει να επανακάμψει στη διεθνή αγορά πετρελαϊκών ερευνών, οι επιπτώσεις για την ενεργειακή της ασφάλεια σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα θα είναι ολέθριες. Για τον απλούστατο λόγο ότι θα συνεχισθούν και θα επαυξηθούν οι καθαρές εισαγωγές υδρογονανθράκων επιβαρύνοντας περαιτέρω τα δημόσια οικονομικά και εμποδίζοντας στην ουσία την επιστροφή σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, καθότι η παραδοσιακή εξάρτηση της οικονομίας από τις εισαγωγές πετρελαίου είναι και αυτή μέρος του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας. Αρκεί να σημειώσουμε ότι τα τελευταία έξι χρόνια (2007 – 2012) ο λογαριασμός εισαγωγών καυσίμων αυξήθηκε κατά 44%, παρόλο που η εγχώρια κατανάλωση πετρελαιοειδών το αντίστοιχο διάστημα μειώθηκε κατά 29%. Η δε μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας από το πετρέλαιο – αντιστοιχεί στο 55% της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας – την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε κινδύνους που αφορούν την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, καθώς το 90% του εισαγόμενου πετρελαίου προέρχεται από χώρες εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

Από την άλλη πλευρά, η υπογραφή συμβάσεων για έρευνες υδρογονανθράκων, βάσει των ήδη γνωστών γεωλογικών δεδομένων, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια στην παραγωγή αξιόλογων ποσοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, πράγμα που θα αποφέρει επιπλέον έσοδα για το κράτος, αλλά και δημιουργία απασχόλησης και ασφαλώς θα ενισχύσει την ανάπτυξη. Εν όψει των τεράστιων καθυστερήσεων και χρονοτριβών που παρατηρούνται από πλευράς κυβέρνησης, εύλογα τίθεται το ερώτημα εάν οι πολιτικοί ιθύνοντες έχουν αντιληφθεί τις πολύ σοβαρές αρνητικές συνέπειες από το ενδεχόμενο μη υπογραφής και της επ΄ άπειρον αναβολής του όλου θέματος, γεγονός που θα αποξενώσει περαιτέρω την Ελλάδα από τις διεθνείς διεργασίες και εξελίξεις στον πετρελαϊκό τομέα. Άραγε υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα για να υπογραφούν οι συμβάσεις και να ξεφύγουμε, επιτέλους, από το τέλμα της αδράνειας και της μοιρολατρίας; Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες, που είναι εξαιρετικά κρίσιμες, θα δείξουν.