Η από τον πρώτο γύρο εκλογική νίκη του μετριοπαθούς Rouhani με ποσοστό που άγγιξε το 50%, σηματοδότησε μία νέα περίοδο για το Ιράν. Η διαφορά ήταν ήδη εμφανής από τον επινίκιο λόγο που εκφώνησε ο νεοεκλεχθείς Πρόεδρος καλώντας τους πολίτες του να επιδείξουν υπομονή μπροστά στα πολύπλοκα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Ισλαμική Δημοκρατία, η επίλυση των οποίων θα γίνει σταδιακά και με τη συμμετοχή ειδικών

Η από τον πρώτο γύρο εκλογική νίκη του μετριοπαθούς Rouhani με ποσοστό που άγγιξε το 50%, σηματοδότησε μία νέα περίοδο για το Ιράν. Η διαφορά ήταν ήδη εμφανής από τον επινίκιο λόγο που εκφώνησε ο νεοεκλεχθείς Πρόεδρος καλώντας τους πολίτες του να επιδείξουν υπομονή μπροστά στα πολύπλοκα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Ισλαμική Δημοκρατία, η επίλυση των οποίων θα γίνει σταδιακά και με τη συμμετοχή ειδικών. Παράλληλα, απευθυνόμενος στο διεθνές ακροατήριο, έκανε λόγο για μία νέα ευκαιρία για αυτούς που σέβονται τη δημοκρατία, τη συνεργασία και την διαπραγμάτευση.

Η έγκριση και μόνον της υποψηφιότητας του μετριοπαθούς Rouhani αποτέλεσε έκπληξη καθώς, ως επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής κατά την προεδρία Khatami (2003-2005), είχε προβεί στην παύση του εμπλουτισμού του ουρανίου χωρίς να έχει λάβει ουσιαστικά ανταλλάγματα από τη Δύση. Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη είχε προκαλέσει το γεγονός ότι κατά την προεκλογική περίοδο, ο Ayatollah Ali Khamenei, ο ανώτατος θρησκευτικός άρχοντας του Ιράν, ζητούσε από τους πολίτες του να προσέλθουν στις κάλπες και διαβεβαίωνε ότι το οποιοδήποτε αποτέλεσμα θα γινόταν σεβαστό. Η έκπληξη συνδέεται με το γεγονός ότι το καθεστώς επέτρεψε την υποψηφιότητα και αναγνώρισε την νίκη ενός μετριοπαθούς ηγέτη, σεβόμενο τη βούληση του λαού του και εκφράζοντας έτσι μία αλλαγή στη κατεύθυνση που επιθυμεί να ακολουθήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ο πρόεδρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας δεν έχει αυτονομία και η οποιαδήποτε απόφαση αλλά και γενικότερη κατεύθυνση εκπορεύεται από τον Khamenei. Συνεπώς, η αλλαγή στάσης της Ιρανικής προεδρίας στο θέμα των πυρηνικών είναι προαποφασισμένη και προσυμφωνημένη σε ανώτερο επίπεδο.

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν λαμβάνει χώρα μία εσωτερική αλλαγή που έχει προκύψει ως αναγκαιότητα εξαιτίας παραγόντων που επιδρούν συνδυαστικά στο ιρανικό κατεστημένο.

Ένας παράγοντας αφορά στις κατά γενική ομολογία αποτυχημένες κυρώσεις που έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ, οι οποίες αντί να “στραγγαλίσσουν” το καθεστώς – το οποίο καταφέρνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ανταποκρίνεται στους περιορισμούς-, έχουν εξαθλιώσει τον πληθυσμό. Η εξαχρείωση του πληθυσμού έχει προκαλέσει σοβαρά υπαρξιακά ζητήματα για την ηγετική ελίτ της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η οποία βλέπει σταδιακά να στερείται τη λαϊκή νομιμοποίησή της. Όταν το 2009, το Πράσινο Κίνημα εξεγείρονταν, αμφισβητώντας την εκλογική νίκη του Ahmadinejad και διεκδικώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες, η θεοκρατική ελίτ συνειδητοποίησε ότι επί Ahmadinejad βρέθηκε αποξενωμένη απέναντι στο λαό της και ότι αν επιθυμούσε να αποφύγει να έχει τη μοίρα των υπόλοιπων καθεστώτων που σαρώθηκαν από την Αραβική Άνοιξη θα έπρεπε να προχωρήσει προς μία κατεύθυνση που θα επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στην καθημερινότητα του μέσου Ιρανού πολίτη. Η περίπτωση Rouhani κρίθηκε ως ιδανική για να εξισορροπήσει τις κοινωνικές πιέσεις και τις επιδιώξεις της ηγεσίας.

Σε μία συμπληρωματική ανάγνωση των κυρώσεων, σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η πρακτική της επίδειξης και επιβολής ισχύος μέχρις ότου ο “αντίπαλος” υποταχθεί στη βούληση και τις επιθυμίες τους -που ακολουθείται συλλήβδην στην Μέση Ανατολή- είναι επιζήμια και για τις ίδιες. Στην περίπτωση του Ιράν, δίνει αυξημένη νομιμοποιητική ισχύ στην ρητορική του “Μεγάλου Σατανά” και αυξάνει την αρνητική εικόνα των ΗΠΑ εντός του πληθυσμού, ο οποίος θα τους είναι απαραίτητος στην πορεία. Επί Ομπάμα, οι ΗΠΑ δρομολόγησαν την στρατιωτική αποχώρησή τους από όλα τα ανοιχτά μέτωπα της Μέσης Ανατολής. Η λογική της απεμπλοκής αναμένεται να αποτελέσει τον βασικό άξονα της αμερικανικής πολιτικής στον χώρο εφόσον δεν εκλεγεί στον προεδρικό θώκο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος. Η (στρατιωτική) απεμπλοκή δεν σημαίνει την εγκατάλειψη της περιοχής, μάλλον την προσέγγισή της με άλλους όρους: αυτούς της ήπιας ισχύος. Στη βάση αυτού του πλαισίου, η αποδοχή των συνομιλιών ή της συνεργασίας από τον πληθυσμό του κράτους με το οποίο επιδιώκεται ένας μεσοπρόθεσμος ή/και μακροπρόθεσμος προσεταιρσμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία των χειρισμών. Ο σημερινός κόσμος είναι ριζικά διαφορετικός και σε αρκετές περιπτώσεις είναι οι ίδιες οι κοινωνίες που έχουν τον ουσιαστικότερο λόγο για μείζονα ζητήματα, ακόμα και εξωτερικής πολιτικής.

Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει καθοριστικά πλέον τις αποφάσεις της ισλαμικής ηγεσίας του Ιράν είναι το ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής μετά την Αραβική Άνοιξη, το οποίο το Ιράν, ως μία από τις παραδοσιακές ηγετικές δυνάμεις,επιθυμεί να συνδιαμορφώσει, τουλάχιστον. Η επίλυση του ζητήματος του πυρηνικού του προγράμματος θα “ανοίξει τα φτερά” της ισλαμικής ηγεσίας για να διεκδικήσει, από ανταγωνιστική θέση πλέον, μερίδιο στον περιφερειακό καταμερισμό ισχύος. Μέχρις στιγμής, το Ιράν ενέχει ένα καθεστώς παρία το οποίο επιθυμεί διακαώς να απεμπολήσει ώστε να να βρεθεί σε ανταγωνιστική θέση για ρόλους επιρροής στο χώρο. Πιο συγκεκριμένα, η Ιρανική Επανάσταση του 1979 σηματοδότησε την πολιτική και εν μέρει κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση της χώρας και την έθεσε στο περιθώριο του διεθνούς συστήματος. Πράγματι, το Ιράν, έχοντας ακολουθήσει μία καταγγελτική και επιθετική ρητορική έναντι της Δύσης, βρέθηκε απομονωμένο και αποκλεισμένο από τις παραδοσιακές μεθόδους άσκησης πολιτικής και αναγκάστηκε ή/και επέλεξε να καταφύγει σε “παράνομες” πρακτικές ώστε να ασκήσει πιέσεις σε διεθνές επίπεδο. Έχει καταστεί αρκετά σαφές ότι το περιβάλλον στην Μέση Ανατολή όπως (ανα)διαμορφώνεται, προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για την αύξηση της περιφερειακής ισχύος του Ιράν -μέσω παραδοσιακών μεθόδων- και είναι ενδεχόμενο να επιδιώξει να αναλάβει και επισήμως την ηγεσία του “σιιτικού στρατοπέδου” το οποίο θα αναζητήσει να μπει “κάτω από την ομπρέλα” ενός ισχυρού δρώντα (με παγιωμένα σύνορα) σε μία στιγμή που οι ισλαμιστές (σουνίτες) αυξάνουν την ισχύ τους. Το Ιράν μπορεί να εκπληρώσει έναν θετικό ρόλο στο χώρο της Μέσης Ανατολής, μιας και φέρει το χαρακτηριστικό της σταθερότητας: πρόκειται για ένα κράτος με θεσμικές λειτουργίες και το μόνο στο χώρο της Μέσης Ανατολής που διεξάγει από το 1979 περιοδικές εκλογές των οποίων τα αποτελέσματα δεν έχουν αμφισβητηθεί.

Το μεγάλο διακύβευμα αναφορικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι πλέον η διασφάλιση και ο έλεγχός του: να αποφευχθεί η κατασκευή πυρηνικού όπλου, να μην πέσουν στον έλεγχο τρομοκρατικών οργανώσεων οι εγκαταστάσεις και να αποφευχθεί η διασπορά πυρηνικού οπλοστασίου στις υπόλοιπες χώρες της Μέσης Ανατολής των οποίων τα διλήμματα ασφαλείας θα αυξηθούν. Η δυσκολία του εγχειρήματος είναι μεγάλη και απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. Στην περίπτωση που επιτευχθεί διεθνής συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα αυξηθεί δυσανάλογα η αξιοπιστία της χώρας στο διεθνές μα πρωτίστως στο περιφερειακό επίπεδο. Οι αγορές πετρελαίου θα ανοίξουν σταδιακά για μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς χώρες (σε αποθέματα πετρελαίου κατατάσσεται 4η και σε αποθέματα φυσικού αερίου 2η) και θα την εφοδιάσουν με τα χρηματικά ποσά εκείνα που χρειάζεται για να θέσει σε κίνηση την στάσιμη οικονομία της. Η οικονομική ανάτασή της και οι παρεπόμενες συνέπειες αυτής θα βελτιώσουν την θέση της χώρας στο γεωπολιτικό περιβάλλον, αυξάνοντας τις ανησυχίες στις ηγεσίες χωρών όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, η Ρωσία και η Τουρκία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ένα εκ νέου ενταγμένο στο διεθνές σύστημα Ιράν καθίσταται ισότιμος συνομιλητής σε ζητήματα διεθνούς ενδιαφέροντος. Αυτό σημαίνει ότι το Ιράν θα έχει λόγο στις διαπραγματεύσεις για το θέμα της Συρίας, για την οριοθέτηση και εκμετάλλευση της Κασπίας, καθώς επίσης και στο “Κουρδικό” ζήτημα με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό για την Τουρκία, το Ιράκ και τη Συρία.

Στο υποσύστημα που εξετάζουμε, οι δυνάμεις οι οποίες θα μπορούσαν να ηγηθούν ή έστω να συσπειρώσουν τον Αραβικό κόσμο (σε δυναμικά υποσύνολα) είναι η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Ανάμεσά τους θα μπορούσε να συμπεριληφθεί το Ιράκ, όμως η χώρα παραμένει διαιρεμένη και ο ηγέτης της φαίνεται να πρόσκειται στο Ιράν, το οποίο σημαίνει ότι, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, δεν μπορεί να διεκδικήσει κάποιο ρόλο. Οι νεοοθωμανικές επιδιώξεις της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή είναι εν πολλοίς γράμμα κενό εφόσον δεν είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία των Αράβων για να αναλάβει το ρόλο του “έντιμου διαμεσολαβητή” σε τρέχουσες και ενδεχόμενες συγκρούσεις αφενός και αφετέρου, η στρατιωτική της δυνατότητα δεν είναι τέτοια που να της επιτρέπει την ανάληψη μεγαλεπίβολων στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επιπροσθέτως, η περίοδος Ερντογάν-Νταβούτογλου δεν χαρακτηρίζεται από επιτυχημένους χειρισμούς στα μεσανατολικά ζητήματα. Επομένως, η αναβάθμιση του Ιράν αποτελεί για τις ΗΠΑ μία ορθολογική επιλογή σε μία προσπάθεια να προκύψει ένα αυτοεξισορροπούμενο σύστημα στο οποίο οι περιφερειακά ισχυροί θα αλληλοεξουδετερώνονται. Στην περίπτωση που οι συνομιλίες με το Ιράν έχουν ευτυχή κατάληξη, η προσοχή όλων των προαναφερθέντων χωρών θα στραφεί σε αυτό και θα επιτρέψει παράλληλα στις ΗΠΑ να ελέγχουν τις εξελίξεις παρασκηνιακά -και να αυξήσουν τις εξαγωγές όπλων.

Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ καθεαυτές, η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων είναι μία ανέλπιστη χείρα βοηθείας σε έναν Πρόεδρο ο οποίος, έχοντας επιδείξει μειωμένο ενδιαφέρον για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και έχοντας εκπληρώσει τη βασική του προεκλογική δέσμευση για αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από Αφγανιστάν και Ιράκ, αρνείται σχεδόν πεισματικά να συρθεί εκ νέου στο χάος της Μέσης Ανατολής. Επί Ομπάμα, η αμερικανική εξωτερική πολιτική κινήθηκε σε τροχιά εντελώς διαφορετική από αυτή του προκατόχου του. Ο Ομπάμα έχει αποφύγει επιμελώς τις κινήσεις εντυπωσιασμού και την χρήση στρατιωτικής βίας ως μέσου επίλυσης διεθνών διαφορών, επαναφέροντας τον “διάλογο”, παρακάμπτοντας τα νεοσυντηρητικά “γεράκια” και εκφράζοντας μάλλον την κούραση και απροθυμία του ίδιου του αμερικανικού λαού για νέες στρατιωτικές περιπέτειες. Ο Πρόεδρος επιλέγει έναν άλλο δρόμο ο οποίος και σχετίζεται με το γεγονός ότι το σύστημα πλέον μετουσιώνεται σε πολυπολικό, καθιστώντας την ανάδειξη προτεραιοτήτων στα εκκρεμή προς επίλυση ζητήματα υπαρξιακή ανάγκη. Ο αναίμακτος τερματισμός της διαμάχης με το Ιράν δε, θα μπορούσε να προσδώσει μία λάμψη στη δεύτερη θητεία του και να αποτελέσει αυτό που αναλυτές χαρακτηρίζουν ως “την μεσανατολική κληρονομιά” του.

Το σκηνικό έχει στηθεί, οι δύο παίκτες έχουν πάρει τις θέσεις τους και το διακύβευμα είναι η ισορροπία ολόκληρης της Μέσης Ανατολής, η επιβίωση ενός κράτους και το “πρόσωπο” της αμερικανικής αυτοκρατορίας.

(Τομέας Ευρωατλαντικών Μελετών (Τ.Ε.Α.Μ.) του Ιδρύματος Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), www.keam.gr, 01/12/2013)